Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Διάφορα :: Προσωπική αφήγηση

( οκλαδον :: 13/3/2006 18:37:53) 

Ο Θέμης Λιβεριάδης γράφει

ΟΚΛΑΔΟΝ

Ο επιληπτικός στο σταθμό

Δεν θυμάμαι τίποτε από τη βάπτισή μου. Κανένας δεν θυμάται, παρ' όλο που το σκηνικό είναι κάπως θρίλερ για ένα πλάσμα που μετριέται σε μήνες, ακόμη και αν έχει υπερβεί το χρόνο. Πολύς κόσμος, δυνατά γέλια, περίεργοι άνθρωποι με ράσα και γένια, λιβάνι, νερά, λάδια και ακατάληπτες λέξεις όπως "απεταξάμην"… Φαίνεται όμως ότι μετά αρχίζουν τα καλά τα θρίλερ.

Η βάπτιση, χωρίς φόβο ή πάθος, είναι πολύ ιδιόρρυθμο μυστήριο, όνομα και πράμα. Βαπτίζεσαι σε ηλικία που δεν έχεις κρίση και παρεπόμενα δεν σε ρωτάνε. Γι' αυτό μάλλον προβλέπεται σε αυτό το θέατρο ο ρόλος του νονού, που σαν πνευματικός πατέρας αναλαμβάνει την ευθύνη όσων θα ακολουθήσουν… μυστηριωδώς.

Τον νουνό μου πάντως τον θυμάμαι πολύ καλά, όχι βέβαια από τις φάσεις της βάπτισης, αλλά επειδή στα χρόνια που κύλησαν γίναμε φίλοι και, παρά τη διαφορά ηλικίας, κάναμε πολλά πράματα μαζί, καλά και "κακά". Ωστόσο, δεν αναφερθήκαμε ποτέ στο "μυστήριο" που μας συνέδεσε. Ωραίος άνδρας, πολύ κομψός, γυναικάς και καλός κυνηγός. Εκτός από γυναίκες κυνηγούσε πέρδικες, λαγούς και τρυγόνια. Όταν έγινα 18 χρονών, μου χάρισε ένα όπλο Saint Etienne, που κυριολεκτικά άστραφτε και βροντούσε. Για πέρδικες πηγαίναμε στο Φιλώτα της Πτολεμαΐδας, για λαγούς στο Χολομώντα και καμιά φορά, στο πρόχειρο, πεταγόμασταν απόγεμα, λίγο πριν τη δύση, στο Γαλλικό για τρυγόνια. Ένα σούρουπο, αφού περιμέναμε πάνω από ώρα άπρακτοι, μέσα στις λεύκες, σίμωσε επιτέλους ένα σμήνος για να κουρνιάσει. Προτού καλά-καλά αντιληφθώ, έριξε ο νουνός δυο απανωτές και πέτυχε επτά-οκτώ μαζεμένα. Το ένα έπεσε μπροστά μου, μες στο θάμνο. Πάρ' το φώναξε κι άρχισα να παραμερίζω τα κλαδιά. Κύλησε κυριολεκτικά μέσα στο χέρι μου ζεστό. Σπαρτάρισε για λίγα δευτερόλεπτα μέσα στη χούφτα κι έγειρε το κεφάλι ξέψυχο. Ήταν η πρώτη και τελευταία -μέχρι στιγμής- φορά που αισθάνθηκα τη ζωή να φεύγει μέσα από τα χέρια μου. Δεν ξαναπήγα κυνήγι. Προφασιζόμουνα όλο και μια δικαιολογία, ώσπου έπαψε να μου το προτείνει. Εξακολουθήσαμε όμως να βγαίνουμε μαζί συχνά, σε κινηματογράφο, σε ζαχαροπλαστεία, στα λιγοστά κέντρα διασκεδάσεως, σε κάτι καμπαρέ που είχε τότε στη Μητροπόλεως. Μου αγόραζε πανάκριβες γραβάτες. Ένα βράδυ είχαμε ραντεβού στου Φλόκα. Ήρθε κακόκεφος και αμίλητος. Ήπιε ένα κονιάκ κι ύστερα μου εξομολογήθηκε πως ταράχθηκε πολύ. Φεύγοντας από το γραφείο του, στο σταθμό, φώναξε τον λαχειοπώλη της πλατείας να αγοράσει. "Πλησίασε χαμογελαστός με το κοντάρι και τα λαχεία του να ανεμίζουν σαν φτερά στον άνεμο. Ξαφνικά σωριάστηκε μπροστά μου, σπαρταρώντας, βγάζοντας απ' το στόμα του αφρούς".

Στην πρώτη έξοδό μου απ' το στρατό έμενα στο σπίτι του Ιταλού φίλου μου και τον περίμενα να 'ρθει απ' τη Θεσσαλονίκη. Μπήκε και κάθισε στο πιάνο. Τι νέα απ' την πατρίδα, ρώτησα ανίδεος. Τότε έμαθα πως ο νουνός είχε αυτοκτονήσει. Πήγε χαράματα στο γραφείο του στο σταθμό. Την ώρα ακριβώς που ξεκινούσε ξεφυσώντας η ταχεία της Πτολεμαΐδας, στήριξε το δίκαννο ανάμεσα στα πόδια, έβαλε την κάννη μέσα στο στόμα και τράβηξε μαζί τις δυο σκανδάλες.

Όταν γύρισα σπίτι και έγινα… "καλός" πολίτης, η μητέρα είχε ήδη πουλήσει το Saint Etienne. Μου άφησε τα κιάλια του.