Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Απόψεις :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( μεγάλο χάσμα μεταξύ των παιδιών δύο εποχών ) 

Μεγάλο χάσμα μεταξύ των παιδιών δύο εποχών

Ανοιξιάτικο μεσημέρι, γύρω στο 1900, σ' ένα μικρό χωριό, 22 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Απόσταση μεγάλη για την εποχή εκείνη. Διαδρομή που γινόταν με κάρα, σε τέσσερις ώρες. Ήταν η εποχή που οι περισσότεροι κάτοικοι επισκέπτονταν την πόλη μόνο μια-δυο φορές, για επίσκεψη σε γιατρό, ή για μια σημαντική στιγμή της ζωής τους, όπως γάμος και βαφτίσια… Οι μόνοι που είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν ήταν ο πρόεδρος της κοινότητας και τρεις τέσσερις εμπορευόμενοι, που ταξίδευαν για διάφορες προμήθειες.

Το τελευταίο κουδούνι στο σχολείο είχε χτυπήσει και τα παιδιά, παρέες παρέες, επιστρέφουν στα φτωχικά τους σπίτια, για το μεσημεριανό φαγητό. Ένα από τα παιδιά αυτά, που πηγαίνει στην τελευταία τάξη του δημοτικού, είναι βαθιά προβληματισμένο. Ξέρει τι θα συναντήσει και σήμερα. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι. Τίποτε άλλο. Η μητέρα του τον υποδέχεται σιωπηλή. Ο καιρός δεν βοήθησε. Οι καλλιέργειες δεν αναπτύχθηκαν. Φτώχεια, στέρηση, ημέρες χωρίς ελπίδα. Ένας πατέρας σε απόγνωση. Ο δωδεκάχρονος μαθητής είναι ο πρωτότοκος μιας πολυμελούς οικογένειας. Ο πρώτος ανάμεσα σε επτά αδέλφια. Είναι ένα αγόρι έξυπνο, ζωηρό, με δύναμη ψυχής, με μάτια που βλέπουν πέρα από τον ορίζοντα. Μπαίνει στο σπίτι και αντικρίζει το ίδιο σκηνικό. Εκείνη τη στιγμή παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Πετά την πάνινη τσάντα στο πάτωμα και αγκαλιάζει τη μητέρα του. "Φεύγω". Χωρίς δεκάρα στην τσέπη, αλλά πλημμυρισμένος από όνειρα, βγαίνει στο δημόσιο δρόμο, που οδηγεί στη μεγάλη πόλη, στο φως, στη δημιουργία. Διανύει τα 22 χιλιόμετρα με τα πόδια.

Όταν φθάνει στην πόλη, που την κατέχουν ακόμη οι Τούρκοι, κοιμάται σ' ένα χάνι. Το πρωί, κάνει μια βόλτα και το έξυπνο μάτι του εντοπίζει την περιοχή των Φράγκων. Εκεί λειτουργούν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Κάνει κουράγιο κι αρχίζει να χτυπά μια μια τις πόρτες. "Θέλετε υπάλληλο; Μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές". Ένας Έλληνας μεγαλέμπορος τον συμπαθεί. Του προσφέρει ένα μικρό μισθό, τροφή και στέγη. Τον πρώτο μισθό ο μικρός τον στέλνει στο χωριό, στη μητέρα του.

Σε δύο τρία χρόνια βρίσκει αλλού δουλειά. Ήταν σκληρή και η υγεία του κλονίζεται. Ταυτόχρονα, αναζητεί ευρύτερους ορίζοντες. Δίνει τρεις χρυσές λίρες σε δύο ναυτικούς που τον μεταφέρουν λαθραία στην Αλεξάνδρεια. Εκεί βρίσκει αμέσως δουλειά στις επιχειρήσεις ενός Έλληνα εμπόρου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο εργοδότης του αρχίζει να τον εκτιμά ιδιαίτερα, για την εργατικότητα, την τιμιότητα και το ήθος του. Όταν δούλευε στην οδό Φράγκων είχα μάθει μερικές λέξεις γαλλικές, αγγλικές και ιταλικές. Τώρα στην Αλεξάνδρεια μαθαίνει μερικές παραπάνω. Ωστόσο, δεν μένει για πολύ καιρό στην όμορφη πόλη, παρά τις προσπάθειες του εργοδότη του να τον κρατήσει. Προσλαμβάνεται ως λογιστής σ' ένα καράβι, ο καπετάνιος του οποίου έχει ενθουσιαστεί μαζί του. Είναι ο πρώτος λογιστής που δεν του παρουσιάζει ελλείμματα στην τροφοδοσία. Όταν φθάνουν στην Τεργέστη, τον πληροφορεί ότι έχει και μια εμπορική επιχείρηση και ότι αν θέλει μπορεί να αναλάβει τη θέση του διευθυντή. Εκείνος όμως προτιμά την Οδησσό. Θαρρεί κανείς πως αναζητεί τις εμπειρίες του στα κέντρα όπου ακμάζουν ο ελληνισμός και το εμπόριο.

Όταν συγκεντρώνει αρκετά χρήματα, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και ανοίγει την πρώτη δική του επιχείρηση, στην οδό Φράγκων. Εμπόριο τροφίμων. Η επιχείρηση λειτουργεί δύο χρόνια και μετά έρχεται η καταστροφή. Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης ισοπεδώνει τα πάντα. Βρίσκεται και πάλι στο σημείο από το οποίο είχε ξεκινήσει. Μα η θέληση δεν τον εγκαταλείπει. Πηγαίνει στο διευθυντή μιας τράπεζας που τον γνωρίζει, και εκείνος εγκρίνει το δάνειο που ζητεί, στηριζόμενος μόνο στη συνέπεια και την τιμιότητά του. Με το δάνειο ξαναστήνει την επιχείρηση και σε μερικά χρόνια καταλαμβάνει αξιόλογη θέση μεταξύ των επιχειρηματιών της Θεσσαλονίκης.

Τότε, παράλληλα με το εμπόριο, αποφασίζει να ασχοληθεί και με τη βιομηχανία, στηριζόμενος πάντα στους ίδιους κανόνες: Τιμιότητα, συνέπεια, αίσθημα ευθύνης απέναντι στον πελάτη. Ήταν μοιραίο όμως να δεχθεί τις συνέπειες μιας νέας καταστροφής. Ο πόλεμος ανάβει στη χώρα μας και σε λίγο οι κατακτητές επιτάσσουν τις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεών του. Μετά την απελευθέρωση, δεν μένει με σταυρωμένα χέρια. Σε σύντομο διάστημα κατορθώνει να ζωντανέψει και πάλι τις επιχειρήσεις του, στις οποίες συμμετέχει πλέον και η δεύτερη γενιά της οικογένειας, που δίνει νέο αίμα και αναπτύσσει ευρύτερες δραστηριότητες. Η τρίτη γενιά ολοκληρώνει το έργο του. Ο ίδιος όμως δεν υπάρχει για να αντικρίσει τη συνέχεια των επιτευγμάτων του. Παραμένει όμως παράδειγμα ανθρώπου με ισχυρή θέληση, που όταν τον συγκρίνεις με τη σημερινή πραγματικότητα, καταλαμβάνεσαι από θλίψη. Προκαλεί τον θαυμασμό με τη χαλύβδινη θέλησή του, που εκφράστηκε με μια μόνο λέξη προς την αγρότισσα μητέρα του: "Φεύγω". Λακωνικά, όπως ταιριάζει σε άνδρα. Αλλά και η μητέρα του τον καταλαβαίνει. Η μητέρα του παλιού καιρού ήταν διαφορετική. Έλεγε στο γιο της: "Να πας στο στρατό για να γίνει άνδρας". Η σημερινή τρέχει στην Αθήνα, για να βρει κάποιο γνωστό της που έχει "βύσμα". Άλλαξαν οι καιροί και οι άνθρωποι. Κυρίως οι δεύτεροι. Ποιος μπορεί να συγκρίνει το δωδεκάχρονο της εποχής που προαναφέρθηκε με ένα σημερινό;