Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Απόψεις :: Χρονογράφημα

( πώς σώθηκε το κομψό καφέ-μπαρ της γειτονιάς ) 

Πώς σώθηκε το κομψό καφέ-μπαρ της γειτονιάς

Το αγαπούσα το μπαράκι μου. Εδώ και πέντε χρόνια είχε γίνει το δεύτερο σπίτι μου. Το πρώτο, ένα διαμέρισμα σε μια κομψή πολυκατοικία, το είχα αγοράσει μόλις ήρθα στη Θεσσαλονίκη από την Αυστραλία. Ήταν η πρώτη φορά τότε που ερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, αλλά τη συμπάθησα αμέσως. Κατάγομαι από την Αθήνα, αλλά δε θέλω ν' ακούσω λέξη γι' αυτή την πόλη. Την αντιπαθώ. Ίσως γιατί τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, που πέρασα εκεί, μόνο δυσάρεστες παραστάσεις έχουν αφήσει μέσα μου.

Ο πατέρας μου δημόσιος υπάλληλος. Η μητέρα μου οικοκυρά. Εγώ, αρκετά δυναμική. Στο δημοτικό σχολείο είχα ξυλοφορτώσει αρκετά αγόρια. Στο γυμνάσιο έλεγαν πως ήμουν όμορφη. Στην τελευταία τάξη με διπλάρωσε ένας γείτονάς μας, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου. Κάναμε το γάμο μας χωρίς πολλή σκέψη. Τρεις μήνες αργότερα, διαπιστώθηκε πως ήταν το μεγαλύτερο ρεμάλι της περιοχής. Γι' αυτό ο πατέρας μου ήταν θλιμμένος την ημέρα του γάμου. Τα οικονομικά μας από την αρχή δεν πήγαιναν καλά. Ζούσαμε στο σπίτι της μητέρας του, με τα χρήματα του πατέρα μου. Αυτός άνεργος, κι εγώ άπειρη. Μια ημέρα, σε μια φιλονικία μας, μου άστραψε ένα χαστούκι. Γύρισα και του έδωσα μια γερή κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια. Διπλώθηκε στα δύο και με κοίταξε με μίσος. Την ίδια ημέρα, επέστρεψα στο σπίτι μου. Στο μεταξύ, το γεγονός είχε γίνει γνωστό στη γειτονιά.

Κάποιο απόγευμα, με σταμάτησε ένα λεβεντόπαιδο της γειτονιάς, που γνωριζόμασταν από παιδιά. Χωρίς περιστροφές, μου είπε πως μ' αγαπά και θέλει να με κάνει γυναίκα του. Είχα εκείνη την εποχή τα χάλια μου. Του εξήγησα την κατάσταση. Η διαδικασία για την έκδοση του διαζυγίου μόλις είχε αρχίσει. Έπειτα υπήρχε και μια απρόβλεπτη εξέλιξη. Ήμουν έγκυος. Το λεβεντόπαιδο, που ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αρχίσει να κερδίζει αρκετά χρήματα, δε μ' άφησε να συνεχίσω… Το διαζύγιο βγήκε γρήγορα και αμέσως έγινε ο γάμος. Φύγαμε σε λίγες μέρες για την Αυστραλία, όπου έμεινα τριάντα χρόνια. Ο άντρας μου με λάτρευε. Κι εκείνον τον λάτρευε ο γιος μου. Τον θεωρούσε φυσικό του πατέρα κι όταν μεγάλωσε και αποφοίτησε από το πολυτεχνείο, τον βοηθούσε στις δουλειές του. Οι επιχειρήσεις τους επεκτάθηκαν. Άρχισαν να αναλαμβάνουν την κατασκευή ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων. Και καθώς ήταν έντιμοι και συνεπείς, είχαν τη γενική εκτίμηση. Ο γιος μου ήλθε στην Ελλάδα κι έμεινε δύο χρόνια, για να κάνει τη θητεία του στο στρατό. Ήθελε να έχει και αυτός την ελληνική ιθαγένεια. Λίγο αργότερα, έκανε τους γάμους του με μια εξαιρετική κοπέλα, που οι γονείς της κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια ευτυχία, από εκείνες που πρέπει να τις φοβάται κανείς.

Θα γιορτάζαμε την 25η επέτειο του γάμου μας με τον άνδρα μου, όταν χαρούμενος με έβαλε δίπλα του στο αυτοκίνητο, "για να μου δείξει κάτι". Όταν φθάσαμε τα έχασα. Ήταν μια μεγάλη τριώροφη μονοκατοικία, με άφθονο γκαζόν γύρω γύρω, ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής. Τα σχέδια τα είχα κάνει σίγουρα ο γιος μου και, όπως έμαθα αργότερα, θα έμενε και ο ίδιος εκεί μαζί με την οικογένειά του.

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο με τον άντρα μου και αγκαλιασμένοι πήραμε το δρομάκι που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο. Εκείνη τη στιγμή τον αισθάνθηκα να βαραίνει δίπλα μου. Έπεσε στο γρασίδι με κλειστά τα μάτια. Στα χείλη του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο. Τότε κατάλαβα πόσο τον αγαπούσα και πόσο με αγαπούσε….

Θελήσαμε να μείνουμε μερικά ακόμη χρόνια στην Αυστραλία, αλλά η φιλόξενη χώρα είχε χάσει για μένα κάθε ενδιαφέρον. Τα ίδια αισθήματα άρχισε να νιώθει και η νύφη μου. Ρευστοποιήσαμε την αξιόλογη περιουσία μας και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Ο γιος μου, η νύφη μου και τα δύο εγγονάκια μου προσαρμόστηκαν αμέσως και ήταν όλο χαρά. Μ' εμένα όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μοναξιά άρχισε να με επηρεάζει… Τότε, μια καλή φίλη, χήρα κι αυτή, βρήκε τη λύση και για τις δυο μας. Ανοίξαμε ένα καφέ-μπαρ, με ζεστή ατμόσφαιρα, που ο κόσμος το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Άνδρες, γυναίκες και νέοι. Δουλειά από το πρωί ως αργά το βράδυ. Διαλέξαμε τρεις σερβιτόρους και τρεις σερβιτόρες πολύ καλά παιδιά, κι εμείς κάναμε τις δημόσιες σχέσεις. Πρώτος κανόνας η ευπρέπεια. Εκείνο που μας πλημμύριζε με χαρά ήταν το γεγονός πως όλη την ημέρα ήμασταν ανάμεσα σε φίλους. Φίλους και φίλες που σου άνοιγαν την καρδιά τους.

Ένα απόγευμα όμως, που δεν είχε πολλή κίνηση, έσκασε η βόμβα. Ήρθε κοντά μου αθόρυβα και με έπιασε από το μπράτσο. Ήταν ο πρώτος άνδρας μου. "Παραμένεις όμορφη", με ειρωνεύτηκε. Πώς με βρήκε; "Λέγε τι θες… ", του είπα άγρια. "Ξέρω πως κρατιέσαι καλά", ψιθύρισε. "Μου χρειάζονται πέντε εκατομμύρια". Αγανάκτησα. "Δε θα σου δώσω δραχμή", του είπα. Έφερε το βλέμμα του γύρω γύρω και γέλασε. "Τα πάντα έχουν ξύλινη επένδυση. Ξέρεις πόσο εύκολα αρπάζουν φωτιά"; Σηκώθηκε. "Αύριο την ίδια ώρα με τα λεφτά, έτσι;".

Κάτω από το μεγάλο πάγκο βρισκόταν τυχαία η συνεταίρος μου και τ' άκουσε όλα. Απομακρύνθηκε χωρίς να την αντιληφθώ. Δεν της είπα τίποτα. Κι εκείνη έκανε την αδιάφορη. Μόλις βρήκε όμως ευκαιρία τηλεφώνησε στο γιο μου και του είπε όλη την ιστορία, χωρίς να του αναφέρει βέβαια πως ο εκβιαστής ήταν ο πρώτος άνδρας μου, γιατί κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε στη συζήτηση που είχα.

Την άλλη μέρα, το ρεμάλι ήταν συνεπές στο ραντεβού του. Στο πεζοδρόμιο έκαναν βόλτες δύο μπράβοι. Τον πλησίασα. Δεν είχα αποφασίσει ακόμη τι θα έκανα. "Λοιπόν τα έφερες;". Πριν προλάβει να συνεχίσει, ένα θηρίο πετάχτηκε από το βάθος του μαγαζιού, τον έπιασε από τα πέτα του σακακιού του και τον πέταξε στο πεζοδρόμιο. Τον ξανάπιασε και τον σήκωσε όρθιο. Οι μπράβοι έμειναν παγωμένοι.

"Άκου, καθίκι", είπε το θηρίο, "αν ξαναπεράσεις απ' το πεζοδρόμιο, θα σε κάνω να περπατάς με τα γόνατα, γιατί τα υπόλοιπα θα τα δώσω να τα φάνε τα σκυλιά… Κι αν ξαναμπείς σ' αυτό το μαγαζί να ξέρεις πως δε θα βγεις ζωντανός…".

Στα μάτια του εκβιαστή φάνηκε μια μικρή λάμψη που τρεμόπαιζε κι έγινε αμέσως φόβος. Κατάλαβε πως ο γιος του ήταν πιο δυνατός απ' αυτόν και πως ό,τι έλεγε το πραγματοποιούσε. Το μπαράκι είχε σωθεί….

Β.