Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Απόψεις :: Χρονογράφημα

( ένας φίλος που αγκάλιασε με αγάπη τον άνθρωπο ) 

Ένας φίλος που αγκάλιασε με αγάπη τον άνθρωπο

Καλή ήταν η ιδέα σου να καθίσουμε σήμερα να φάμε μαζί. Δεν πέρασαν πολλές ημέρες από την περίοδο των εορτών και έχεις την εντύπωση πως ακόμη πλανώνται στην ατμόσφαιρα τα κάλαντα, κυκλοφορούν οι Αϊ-Βασίληδες στους δρόμους και αναβοσβήνουν τα λαμπιόνια στις προθήκες των καταστημάτων. Λες και είναι ο απόηχος του μεγάλου γεγονότος. Ακόμη την καρδιά κατέχει εκείνη η τρυφερότητα, και η ψυχή αισθάνεται την ανάγκη να υψωθεί στα ουράνια, για να δοξάσει το Δημιουργό, μόνο και μόνο γιατί μας έκανε έτσι ώστε να μπορούμε να σκεφτόμαστε. Όλοι σκεφτόμαστε. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, όλοι σκεφτόμαστε. Ορισμένοι πολύ γρήγορα και σε νεαρή ηλικία παίρνουν σωστές αποφάσεις και μερικοί παίρνουν τις αποφάσεις τους κάπως καθυστερημένα. Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που αποτυγχάνουν. Δεν σκέφτονται σωστά. Ή δεν ευθυγραμμίζονται με τις συγκυρίες. Γελάς, ε; Καταλαβαίνω πού το πάει ο νους σου… Τι θα πάρεις; Μη μου πεις πως θα παραγγείλεις κάτι ελαφρό, γιατί έχεις πίεση; Εσύ πάντα ήσουν δυνατός. Από τότε που ήμασταν αθλητές….

Παράγγειλες; Εντάξει… Εγώ θα πάρω ό,τι πιο βαρύ υπάρχει. Και μαύρο κρασί. Αποφάσισα να πάω κόντρα σε όλα. Αδιαφορώ πια. Νιώθω μέσα μου κάτι σαν πνευματική ναυτία.

Θυμάσαι πώς ξεκινήσαμε; Στην ίδια ηλικία, στην ίδια γειτονιά, στα ίδια σχολεία, στην ίδια σχολή στο πολυτεχνείο… Τι καιροί κι εκείνοι! Ήμασταν παιδιά, κι όμως είχαμε τη δική μας αυτοδυναμία… Ο Μπάμπης, ο Θόδωρος, ο Άκης, ο Θωμάς, ο Μιχάλης… Και στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι παρέες των κοριτσιών… Η Ισμήνη, η Δέσποινα, η Καίτη, η Κούλα, η Μπέμπα, η Μάγδα… Τις αγαπούσαμε και τις προστατεύαμε. Αλήθεια, μήπως είδες από τότε τη Δέσποινα; Ήταν σαν άγγελος… Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Σαράντα πέντε; Μ' έκαψες….

Όταν πήραμε το πτυχίο του μηχανολόγου, διαπιστώσαμε πως δεν ήμασταν και οι δύο γεννημένοι για υπάλληλοι. Πήραμε εκείνη την χρεοκοπημένη βιοτεχνία και σε λίγα χρόνια την κάναμε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια. Μιλούσαμε, βλέπεις, την ίδια γλώσσα… Έπειτα έγινε ο γάμος μου, ήρθαν τα παιδιά μου, κι όλα συνέχισαν όπως πρώτα. Όχι ακριβώς, όπως πρώτα. Λάθος… Η δουλειά πήγαινε συνεχώς προς το καλύτερο… Όταν μου βάφτισες το γιο μου, ψιθύρισες πως έχω μια ωραία οικογένεια. Σου απάντησα πως καιρός ήταν να κάνεις κι εσύ μια ίδια οικογένεια. "Μήπως είδες τη Δέσποινα;" με ρώτησες και τότε κατάλαβα, για πρώτη φορά, τι ρόλο έπαιζε το ξανθό κορίτσι, που είχε φωλιάσει στην καρδιά σου. Δεν μπορώ να πω πως είχες χάσει το χαμόγελό σου. Ούτε εκείνο τον ενθουσιασμό, που σε έκανε να παίρνεις αποφάσεις στη στιγμή και σε λίγες ημέρες να δικαιώνεσαι. Μόνο, στιγμές στιγμές, όταν έμενες μόνος, η θλίψη απλωνόταν στο πρόσωπό σου. Σε καταλάβαινα και σ' άφηνα στη γλυκιά ονειροπόλησή σου. Ήμασταν νέοι ακόμη, γύρω στα σαράντα, όταν ζήτησες να χωρίσουμε την επιχείρηση. "Ετοιμάζεσαι για μεγάλη σάλτα;", σε ρώτησα. "Ετοιμάζομαι να κλειστώ στον εαυτό μου", απάντησες. Η επιχείρησή μας δεν είχε τότε πολύ ρευστό, γιατί πραγματοποιήσαμε μεγάλες επενδύσεις. Δέχθηκες να πάρεις τα χρήματά σου, μέσα σε μια πενταετία. Και στο σημείο αυτό έδειξες τη λεβεντιά σου… Πραγματικά, δεν δημιούργησες άλλη επιχείρηση. Είπαμε, όμως, πως ήσουν πολύστροφος. Επένδυσες τα χρήματά σου σε πενήντα, που λένε, δουλειές και σε μερικά χρόνια τα κεφάλαιά σου ήταν περισσότερα από τα δικά μου.

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. "Τόσα χρόνια είμαστε φίλοι, του παραπονέθηκα και ποτέ δεν μου είπε πώς περνάς. Τι να τα κάνεις τα λεφτά σου; Από μένα κρατάς μυστικά;". Χαμογέλασες. Ύστερα μ' αγκάλιασες όπως τότε που ήμασταν παλικάρια. Τώρα, το πρόσωπό σου έλαμπε. Και μου τα είπες όλα….

Είχε στείλει στην Αμερική δέκα νήπια, για εγχείρηση στην καρδιά. Από αυτά ζούσαν τα οκτώ και ήταν υγιέστατα. Φρόντισες να κάνουν μεταμόσχευση νεφρού πέντε οικογενειάρχες και τώρα ήταν μια χαρά. Μεσολάβησες να αποκατασταθούν επαγγελματικά τριάντα νέοι, που διέθεταν ικανότητες, ήθος και προθυμία. Μερίμνησες να τελέσουν τους γάμους τους πέντε ζευγάρια, που αγαπιόντουσαν, αλλά δεν είχαν τις δυνατότητες να δημιουργήσουν οικογένεια. Τέλος, δέκα γέροντες και γερόντισσες πηγαίνουν κάθε μήνα στην Τράπεζα και εισπράττουν ένα ποσό, για να πληρώσουν το ενοίκιο, να προμηθευθούν λίγα τρόφιμα, να έχουν μια τηλεόραση, να μπορούν να πιουν ένα καφέ με τη γειτόνισσα, να περνούν, με δύο λόγια, μια ανθρώπινη ζωή.

Για όλες τις δουλειές σου στην Ελλάδα, φρόντιζε ένα ζευγάρι. Ένας νεαρός και ικανός δικηγόρος και μια δυναμική οικονομολόγος. Αγαπήθηκαν. Στο γάμο τους έγινες κουμπάρος και τους πρόσφερες ως δώρο ένα πολυτελές διαμέρισμα. Ήξερες πως μπορούσε να στηρίζεσαι πάνω τους. Σου έδιναν λογαριασμό δύο φορές το χρόνο.

Ο φίλος ήπιε μια γουλιά κρασί. "Κι αυτούς που ευεργέτησες; ρώτησα. Τα πράγματα ήταν απλά. Εκτός από τον ευεργέτη και τους ευεργεθέντες, κανείς άλλος δεν γνώριζε το γεγονός. Ήταν κάτι σαν όρκος ιερός. Μόνο ο αδελφικός σου φίλος το μάθαινε τώρα. Ήταν σα μια οικογένεια. Και μόνο τη βραδιά των Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν όλοι στη βίλα του ευεργέτη τους.

Βγήκαμε στο μεγάλο δρόμο και σφίξαμε τα χέρια. "Πότε θα σε ξαναδώ;", ρώτησα. Λίγο δύσκολο. Αύριο θα έφευγες για το Λονδίνο, κι από εκεί θα πήγαινες στη Ζυρίχη. Ίσως, ύστερα από μερικούς μήνες, να τα ξαναλέγαμε. Κάναμε μερικά βήματα. Μετά κατάλαβα πως σταμάτησες. Γύρισες προς το μέρος μου.

-Αν δεις τη Δέσποινα….

-Θα σε ειδοποιήσω….

Με χτύπησες φιλικά στην πλάτη.

-Καληνύχτα, είπες και χάθηκες στο σκοτάδι.

Β.