Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Τηλεόραση :: Κριτική τηλεόρασης

( κανένα δώρο από τον αϊ-βασίλη ) 

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ

Κανένα δώρο από τον Αϊ-Βασίλη

Τρεις αδελφές ψάχνουν τον άνδρα της ζωής τους, στη "Διακριτική γοητεία των αρσενικών", της Όλγας Μαλέα.

Η "Ελισάβετ" μένει πορτρέτο χωρίς βάθος πεδίου, στο φιλμ του Σεχάρ Καπούρ.

Εκτός από το ενδιαφέρον "Δε θα χιονίσει τα Χριστούγεννα", οι άλλες τρεις νέες ταινίες αφήνουν την εντύπωση της ημιτελούς προσπάθειας

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΧΑΓΙΑ

Η προσπάθεια να κολακευτεί η διάθεση των θεατών για ξενοιασιά και ευθυμία τίθεται σε εφαρμογή από τα γραφεία διανομής με την επιστράτευση της ελληνικής κωμωδίας "Η διακριτική γοητεία των αρσενικών" της Όλγας Μαλέα, της ιστορικής βιογραφίας του Σεχάρ Καπούρ, η οποία αφορά στη βασίλισσα Ελισάβετ, και των ερωτικών "Μαγικών φίλτρων", με αιχμή τις ερμηνείες της Σάντρα Μπούλοκ και της Νικόλ Κίντμαν.

Κανένα από τα προηγούμενα φιλμ δεν πρόκειται να λάβει σημαντική θέση στις εξελίξεις του κινηματογραφικού γίγνεσθαι, αφήνοντας ένα κενό στη μνήμη, από την οποία θα εξαφανιστούν μαζί με τη γενικότερη ευτραπελία των ημερών. Θα μείνει το "Θα χιονίσει τα Χριστούγεννα", της Σαντρίν Βεσέτ, ως μόνη παρουσία, η οποία προσπαθεί να υπερασπιστεί τον τίτλο της έβδομης τέχνης για το σινεμά.

Η ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ

Σκηνοθεσία: Όλγα Μαλέα. Παίζουν: Ναταλία Δραγούμη, Λήδα Ματσάγγου, Ναταλία Στυλιανού, Φίλιππος Σοφιανός, Σωκράτης Αλαφούζος.

Το ταλέντο της Όλγας Μαλέα ν' ανιχνεύει και να ανασύρει χαρακτήρες από την ελληνική πραγματικότητα -τόσο απαραίτητο για τη σύσταση μιας εθνικής κινηματογραφίας- συνοδευόμενο από επαρκείς ερμηνείες των ρόλων, αποτελεί μία σημαντική βάση για το κτίσιμο ενός φιλμ. Η σύστοιχη διακαής επιθυμία της σκηνοθέτιδος να συντροφεύσει αυτή την ικανότητα, με ισόποσο εισπρακτικό αντάλλαγμα από τα ταμεία των κινηματογράφων, η οποία την αναγκάζει να καταφύγει σε εύκολα και τετριμμένα κόλπα, καθιστά το ταλέντο μη εξαργυρώσιμο ουσιαστικά, μία απλή ακάλυπτη επιταγή.

Στην προσπάθεια αναβίωσης της παλιάς ελληνικής κωμωδίας, με τα στέρεα σενάρια και τις μνημειώδεις ηθοποιίες, προσπάθησαν πολλοί να δώσουν χέρι βοήθειας, αλλά το σινεμά αυτό είχε ολοκληρώσει ανεπιστρεπτί τον κύκλο παρουσίας του στα κινηματογραφικά δρώμενα. Έτσι, η επιζητούμενη νεκρανάσταση οδήγησε σε κατασκευές-παρτιτούρες, μία τυπική εκτέλεση, ρουτινιάρικης συνταγογραφίας, αποστειρωμένη από κάθε πρωτογενή έμπνευση.

Η Όλγα Μαλέα, υπηρετώντας αυτή την απόπειρα, συγκεντρώνει τρεις αδελφές (αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες της νεοελληνικής κοινωνίας), γύρω από το τοτέμ των ερωτικών σχέσεων, θεότητα η οποία κατά το πρότυπο των παλιών ελληνικών κωμωδιών οδηγούσε στον πολυπόθητο υμέναιο. Η εναλλαγή των ερωτικών συντρόφων, θυσιασμένων στο βωμό της αναζήτησης του "ιδανικού", πραγματοποιείται με την υποτιθέμενη ενεργοποίηση κωμικών γκαγκ, τα οποία αδυνατούν να πυροδοτηθούν.

Η ταινία καταλήγει ν' αποτελεί μία μακρά κολακεία του εκχυδαϊσμένου γούστου, ένα χάιδεμα των κοιμισμένων αισθήσεων του θεατή, πόρω απέχουσα από παραγωγική επένδυση στο ταμιευτήριο της ελληνικής κωμωδίας, που τόσο την έχουμε ανάγκη.

Βλέπεται, επειδή είναι κωμωδία. Δεν βλέπεται, επειδή είναι κακή κωμωδία.

(Αριστοτέλειον, Village Centre, Έσπερος 1, Πλατεία Assos Odeon, Ράδιο Σίτυ, Τιτάνια 1)

ΕΛΙΣΑΒΕΤ

Σκηνοθεσία: Σεχάρ Καπούρ. Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Τζέφρι Ρας, Κρίστοφερ Ίκλεστον.

Ο χώρος της ιστορικής βιογραφίας από πολύ νωρίς συνέδεσε τη μοίρα του με αυτή της έβδομης τέχνης, καθώς το προαπαιτούμενο της φαντασίας για τη συμπλήρωση των κενών του βίου μιας ιστορικής προσωπικότητας το προσέφερε γενναιόδωρα ο κινηματογράφος. Από την άλλη ο μεγεθυντικός φακός της μεγάλης οθόνης προσδίδει μοιραία μυθική διάσταση σε κάθε άτομο στο οποίο εστιάζει, τοποθετώντας το πάραυτα στη προθήκη των ηρώων και των ιδιαίτερα σημαντικών παρουσιών.

Οι δύο παραπάνω σκηνοθετικές παράμετροι, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο Σεχάρ Καπούρ, προκειμένου να στήσει τον κινηματογραφικό ανδριάντα της βασίλισσας Ελισάβετ, προδίδουν την κατασκευή του, από τη στιγμή που αποφασίζει να τις ευτελίσει στην τριβή ενός αδιέξοδου ερωτισμού, με παράλληλο τον αποκλεισμό του ιστορικού περίγυρου, από την περιγραφή του βασιλικού βίου. Η Ελισάβετ, κατά τον σκηνοθέτη, δρα και κινείται ερήμην των ιστορικών εξελίξεων, αποκομμένη από τις συγκλονιστικές αλλαγές του 16ου αιώνα, οι οποίες τη μετατρέπουν σε εκτελεστικό όργανο των αδήριτων αναγκών της.

Η απουσία γνώσης του Καπούρ για την κίνηση των επιφανειακών και υπόγειων ρευμάτων της ιστορίας, όπως και των συσχετισμών που τα διακρίνουν, οδηγούν τα φιλμ σε μία μεσαιωνική προσωπογραφία, χωρίς το αναγεννησιακό βάθος πεδίου. Η βασίλισσα, προδομένη από τους άνδρες -γεγονός το οποίο την οδηγεί στην απόρριψή τους και στη συμβολική νύμφευση της Αγγλίας- στέκει σαν βράχος καταμεσής στην ιστορία, εκτρέποντας την κίνησή της, χάρη στην αποφασιστικότητα και στον εξέχοντα όγκο της. Απλή διάσχιση, όμως, οποιουδήποτε εγχειριδίου φιλοσοφίας της ιστορίας, καταλήγει στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα άτομα δρουν απλά σαν ιστορικοί καταλύτες και όχι ως διαμορφωτές του ιστορικού τοπίου (βλ. για παράδειγμα το σημαντικότατο σχετικό έργο των Ζακ Λε Γκοφ και Πιέρ Νορά). Η Ελισάβετ της συγκεκριμένης ταινίας φαίνεται να αγνοεί αυτό το νόμο και συμπαρασύρει στην άγνοιά της και τον άτολμο σκηνοθέτη.

Άνοστη μυθοποιητική βιογραφία, με κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές και ελάχιστες, ουσιαστικές ιστορικές αναγωγές. (Ολύμπιον 1)