Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ας μη μιλήσουμε τώρα για κριτικούς, αυτοί εξάλλου αποτελούν μια διαφορετική πανίδα από τη λοιπή ανθρώπινη. (Ντ. Χ. Λόρενς)

Το πνεύμα δεν είναι κάτι το αφηρημένο, το εκτός φύσεως, και δεν μπορεί παρά να ενεργεί συνδυασμένα μέσα στη μοναδική πραγματικότητα, που βέβαια συναποτελούν δεκάδες άλλες ή εκατοντάδες πραγματικότητες. Η ενέργειά του, πλουτισμένη πάντα με νέες ουσίες και επιρροές, φανερώνεται πότε ατομικά και πότε γενικά (ή αν θέλετε δημιουργικά και γνωστικά). Η κατανόηση, λοιπόν, της εκάστοτε πραγματικότητας του δημιουργού αποτελεί με έναν ορισμένο τρόπο τη μοναδική οδό και την αποκλειστική μεθοδολογία για την κατανόηση του δημιουργήματος. Αν ο ποιητής ή ο πεζογράφος κινούνται μες στην ιστορική πραγματικότητα, σ' αυτήν οφείλει να ενσκήψει ο κριτικός. Αν το πεδίο τους είναι αποκλειστικά νατουραλιστικό/φυσικό, το έργο του κριτικού πρέπει να είναι ανάλογο.

Κρίνω ωστόσο σημαίνει, εκτός των άλλων, και θεωρώ, ερμηνεύω, αποφαίνομαι, προτιμώ, δικάζω, καταδικάζω κτλ. (πρωταρχικότατη έννοιά του παραμένει πάντως ο διαχωρισμός ανάμεσα στο ψεύδος και την αλήθεια, το αυθεντικό και το κίβδηλο). Επομένως, μια κριτική κάλλιστα μπορεί να είναι θεώρηση, ερμηνεία, απόφανση, προτίμηση, δίκη, καταδίκη, πρόκριση, επίκριση, απόκριση, έγκριση κτλ. Κριτική όμως δίχως κριτήρια δε γίνεται, και κριτήριο δεν είναι πάντα (δυστυχώς) η λογική δύναμη με την οποία ανιχνεύουμε την αλήθεια ή το βασικό στοιχείο που μας βοηθάει να σχηματίζουμε αμερόληπτες κρίσεις. Όπως ανέκαθεν υπήρχαν "φαύλοι κριτές" (και σ' αυτό καταφάσκει ήδη ο Αριστοτέλης σημειώνοντας για την εποχή ότι υπήρχαν τότε "πλείστοι φαύλοι κριταί"), έτσι φυσιολογικά έχουμε και φαύλα κριτήρια. Οι όροι άλλωστε πλουμίστηκαν ως την κατάχρηση με διάφορα επίθετα και κατηγορήματα, όπως π.χ. κριταί του ιπποδρόμου, των γηπέδων, της ποιήσεως κτλ.

Ο νους του ανθρώπου επίσης κρίνει μόνο με βάση τα όσα υπάρχουν σ' αυτόν, κι έτσι ευκολότατα ο μέτριος ποιητής και ο κακός πεζογράφος γίνονται αχρείαστοι κριτές, αν κρίνουν με ανάλογα των ικανοτήτων τους μέτρα. Πρέπει να υπάρχει, διαφορετικά, μεγάλο περίσσευμα ήθους μες στον άνθρωπο για να σχηματιστεί εντός του η σχετική καταληπτική φαντασία, όπως παρρησιάζονταν στην αρχαιότητα οι στωικοί, για να δει, να συμπεράνει και να αποφανθεί ανεπηρέαστα. Επιπλέον οι υποκειμενικοί όροι του προφανούς και οι αντικειμενικοί όροι της αλήθειας δύσκολα συμπίπτουν.

Αν (συμφωνώντας με τους Άγγλους εμπειρικούς) δεχθούμε ότι ο κοινός νους (common sense) αποτελεί την ομόφωνη συγκατάθεση της ανθρωπότητας και επομένως βάσει των προτιμήσεών του πρέπει να γίνεται πάσα κρίση και κριτική, η τέχνη που πρέπει να αποδεχτούμε είναι φανερό ποια και τι θα είναι.

Ο κοινός νους και τα παρεπόμενά του ανάγκασαν άλλωστε τον Αισχύλο να καταφύγει στη Σικελία και τον Ευριπίδη να πεθάνει στη Μακεδονία, μακριά από την πατρίδα του. Οι κοινοί τόποι, επίσης, του τύπου "η κριτική πρέπει να είναι ευσυνείδητη και ανιδιοτελής", μένουν συνήθως ανενεργοί. Έτσι, δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του όρου που παρέχουν τα λεξικά, σύμφωνα με την οποία "κριτική είναι η επιστήμη ή η τέχνη του να κρίνεις, να λες τη γνώμη σου, να διαθέτεις την ικανότητα να εκφράζεις μια κατά το μάλλον ή ήττον έγκυρη γνώμη". Από την εποχή του Πάρη-Αλέξανδρου, άλλωστε, του πρώτου κριτή, η κριτική βάσιμα αμφισβητείται.

Δεκτό, ωστόσο, πρέπει να γίνει ότι, κινούμενοι από μονομέρεια, οι λογοτέχνες συχνά έφτασαν (αδικαιολόγητα πολλές φορές) στο σημείο να υποτιμήσουν άκριτα, να περιφρονήσουν ή να διαγράψουν εντελώς τους κριτικούς και το έργο τους. Η κριτική βέβαια είναι 'εύκολη', και δυσκολότερη η τέχνη, το καλλιτεχνικό δημιούργημα πάντα προηγείται, αλλά και η τελευταία, αν εκτελεί το έργο της σωστά είναι χρήσιμη. Εδώ πρέπει να γίνει ένας αναγκαίος διαχωρισμός, που σχετίζεται με τη φιλολογική κριτική ως ειδικότερο μέρος της φιλολογικής επιστήμης (καθώς ακόμη και στα πλέον ειδικότερα μέρη της, όπως, π.χ., την κριτική των κειμένων, την κριτική της γνησιότητας ή την κριτική των πηγών κτλ.). Τα όσα σχολιάζονται και διατυπώνονται σ' αυτό το κείμενο δεν τις αφορούν.

Κάτι άλλο που πρέπει να προσεχθεί είναι η ειδική εκείνη φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης, η τάση μάλλον, που μόνιμα επιδιώκει τον συμφυρμό και την εξίσωση της τέχνης αυτής καθ' αυτής με την κριτική της. Την τάση αυτή σε ό,τι αφορά την λογοτεχνική κριτική εξέφρασε καλύτερα (ακραιφνέστερα) ο Ραμόν Φερνάντεζ, υποστηρίζοντας ότι "δεν υπάρχει στην ουσία διαφορά ουσιώδης μεταξύ κριτικού και ποιητή… και ο κριτικός και ο ποιητής είναι δημιουργοί συνειδήσεων". Η άποψη αυτή βέβαια δεν αντέχει σε καμία κριτική θεώρηση, ούτε την ευτελέστερη πλέον, γιατί αν η κριτική θέλει να είναι επιστήμη (και συχνά ναρκισσεύεται και επιζητεί κάτι τέτοιο), τότε είναι ωφελιμιστική, όπως όλες οι επιστήμες, ενώ η τέχνη πληροί άλλες προϋποθέσεις και κίνητρα, μη ωφελιμιστικά. Ούτε "αισθητική συνείδηση όλων των φιλολογικών ειδών" αποτελεί η κριτική, όπως θέλει να υποστηρίζει ο Φερντινάντ Μπριτονιέ, γιατί μονάχα των κριτικών της λογοτεχνίας η συνείδηση μπορεί να είναι. Μόνο ένα πρόβλημα μπορεί να συνιστά η κριτική, αυτό το γνωστό ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, πρόβλημα που δεν πρόκειται ποτέ να επιλυθεί, αν δεν αλλάξουν η ουσία της και οι όροι σύμφωνα με τους οποίους ασκείται.

Κακή χρήση της έκαναν ανέκαθεν πολλοί ζηλωτές της εξουσίας, δηλαδή μιας κάποιας εξουσίας. Άκριτα την άσκησε σε βάρος του Ευριπίδη και του Σωκράτη ο Αριστοφάνης, που εντέλει "σώζεται" επειδή έγραψε κωμωδίες και όχι κριτικά μελετήματα. Άκριτα την άσκησε ο Βολταίρος σε βάρος του Κορνέιγ. Άκριτα την άσκησαν οι Βυζαντινοί της εποχής του Ρωμανού του Μελωδού, περιφρονώντας το ανεπιτήδευτο ύφος και την απλή γλώσσα του. Οι περιδινούμενοι σε κάθε μη δημιουργική νεφελοκοκκυγία θεωρητικοί εφάρμοσαν κι αυτοί άλλο είδος έμπρακτης κριτικής, ζητώντας πότε την καθαρή ποίηση και πότε τον λυρικό τόνο, όπως π.χ. ο Μπρεμόν, ο Σελιέ κ.ά. Απέναντί τους, ίσως για λόγους αυτοάμυνας, ορθώθηκαν, κι ένιωσαν την ανάγκη να ορθωθούν, πολλοί δημιουργοί, όπως ο Σέλεϊ, που έγραψε την "Υπεράσπιση της ποίησης" ή ο Μπάιρον, ο οποίος αναγκάστηκε να συντάξει το έργο "Σκώτοι βάρδοι και Άγγλοι κριτικοί" για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Ιδιαίτερη περίπτωση βέβαια αποτελεί η λογοτεχνική κριτική, όταν γίνεται από λογοτέχνες που παραμερίζουν (όσο μπορούν) τις όποιες εμπάθειές τους. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η βιογραφία του Δάντη από τον Βοκάκιο, γραπτό ιδιόρρυθμο, αλλά και λογοτέχνημα δημιουργημένο απ' αφορμή άλλων λογοτεχνημάτων. Τέτοιος κριτικός είναι και ο Νίτσε, όταν γράφει για τον Χάινε, τον Μπάιρον, τον Ντοστογιέβσκι. Τέτοιος και ο κατά τον Ρομαίν Ρολάν τέλειος κριτικός Στέφαν Τσβάιχ και πολλοί άλλοι.

Η λογοτεχνική κριτική, όταν ασκείται από λογοτέχνες, αναπόφευκτα καταλήγει στη δημιουργία λογοτεχνημάτων. Αυτό είναι που την ξεχωρίζει από την λοιπή κριτική και αυτό εννοεί ο Πάστερνακ, όταν την υπερασπίζεται. Η λογοτεχνική κριτική, ιδίως αυτή των 'μέσων', απολησμονείται εύκολα (και δικαίως τις περισσότερες φορές). Αλήθεια, τι έγιναν τα γραπτά του Λεμπέσκ (έγραφε στην εφημ. "Mercure de France"), του Λουίς Ρουσέλ (έγραφε στο "Libre") κ.ά. Γάλλων κριτικών, ανθρώπων που διαμόρφωναν κάποτε τη γνώμη μιας εποχής; Τι έγιναν τα γραπτά του Κωνσταντίνου Ασώπιου, του κατά τον Ροΐδη Φιλοποίμενα της κριτικής; Και ακόμη τα γραπτά του Μακόλεϊ κ.ά. σαν κι αυτόν; Γιατί αντίθετα διαβάζουμε και σήμερα τον Μπελίνσκι και αγνοούμε πολλούς άλλους όπως ο Βάλτερ Πέιτερ.

Ίσως γιατί τα περί την λογοτεχνίαν δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσουν την λογοτεχνία.