Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Πολιτική :: Ανάλυση

( προληπτική διπλωματία...χωρίς συνέχεια ) 

ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ

Προληπτική διπλωματία…χωρίς συνέχεια

Το 1992-93 υπήρχε ίσως ακόμη η δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης του προβλήματος του Κοσσυφοπεδίου- Σήμερα όλα τα στοιχεία του παζλ έχουν επιβαρυνθεί και η βία έχει τον πρώτο λόγο, συνοδευόμενη από την ξένη επέμβαση, ας ελπίσουμε όχι στρατιωτική

ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ*

Η διεθνής κοινότητα ασχολήθηκε για πρώτη φορά ουσιαστικά με το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου το καλοκαίρι του 1992 στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου για την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Ανατέθηκε τότε στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε.) η ανάπτυξη μιας αποστολής παρατηρητών - εμπειρογνωμόνων στο Κοσσυφοπέδιο με στόχο την άσκηση προληπτικής διπλωματίας για την αποφυγή σύγκρουσης στην περιοχή, μετά τις τραγικές εμπειρίες στη Βοσνία και τη Κροατία. Παρόμοιες αποστολές αναπτύχθηκαν και στη Βοϊδοδίνα (ουγγρική μειονότητα) και το Σάντζακ (μουσουλμανική μειονότητα) και η ηγεσία των τριών αποστολών εγκαταστάθηκε στο Βελιγράδι. Το γεγονός πάντως ότι το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου αντιμετωπιζόταν ως μειονοτικό ζήτημα είχε δυσαρεστήσει τους Αλβανούς.

Η Αποστολή της ΔΑΣΕ στο Κοσσυφοπέδιο άρχισε να λειτουργεί με τρία μέλη, (Έλληνα, Καναδό και Γάλλο) τον Οκτώβριο του 1992 και διήρκεσε μέχρι το τέλος Ιουλίου 1993, οπότε η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ζήτησε την αποχώρηση και των τριών αποστολών, καθώς δεν ικανοποιούνταν ο όρος της άρσης της αναστολής της συμμετοχής της Γιουγκοσλαβίας στη ΔΑΣΕ. Στη συνέχεια η αποστολή αυξήθηκε αριθμητικά σε 10 μέλη και, εκτός από την έδρα της στην Πρίστινα, εγκαταστάθηκαν δύο γραφεία στις άλλες δύο μεγάλες πόλεις της επαρχίας, το Πετς και τo Πρίζρεν. Η εντολή που είχε η αποστολή ήταν:

Η αποστολή, σταδιακά, άρχισε να έχει θετική επίπτωση. Οι Αλβανοί έβλεπαν σ' αυτήν μια μορφή διεθνούς παρουσίας στην επαρχία που τους έδινε τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους κατά της σερβικής εξουσίας και της καταπίεσης που ασκούσε, ενώ οι Σέρβοι αντελήφθησαν, μετά από μια περίοδο καχυποψίας, ότι η ύπαρξη και η δράση της Αποστολής στόχευε να ομαλοποιήσει τις εθνοτικές σχέσεις στην περιοχή χωρίς αλλαγή συνόρων και συνεπώς, εξυπηρετούσε και τους δικούς τους στόχους. Το κύριο πρόβλημα παρέμενε πάντως η περιορισμένη δυνατότητα ελέγχου και παρέμβασης της αποστολής στο έργο της Σερβικής Αστυνομίας. Οι σχέσεις με την πολιτική διοίκηση της επαρχίας ήταν αισθητά καλύτερες.

Μετά από τις εμπειρίες της πρώτης περιόδου λειτουργίας της αποστολής, η ηγεσία της προβληματιζόταν για την ανάγκη διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της και ουσιαστικής αύξησης του αριθμού των μελών της. Στόχος ήταν η δυνατότητα αμεσότερου ελέγχου της δράσης των σερβικών αρχών στο Κοσσυφοπέδιο (κυρίως της Αστυνομίας και των δικαστηρίων) με ειδικευμένο προσωπικό (πρώην εισαγγελείς - δικαστές - αστυνομικοί) από χώρες της ΔΑΣΕ, και ο τετραπλασιασμός περίπου των στελεχών της (δηλ. να φθάσουν τους 40). Δυστυχώς η απόρριψη του αιτήματος της Γιουγκοσλαβίας για επανένταξή της στη ΔΑΣΕ αλλά και η πρόθεση ενδεχομένως της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στο Βελιγράδι να σταματήσει τη διεθνοποίηση των μειονοτικών προβλημάτων της χώρας, που προκαλούσε η παρουσία των 3 αποστολών της ΔΑΣΕ, οδήγησε στη μη ανανέωση της συμφωνίας για τη λειτουργία των αποστολών (με ευθύνη της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης) και την αποχώρησή τους στο τέλος Ιουλίου 1993.

Παρά τον μικρό χρόνο παραμονής της (10 μήνες περίπου) η αποστολή στο Κοσσυφοπέδιο αποτέλεσε μια χρησιμότατη άσκηση προληπτικής διπλωματίας και απέδωσε πολύτιμα συμπεράσματα για παρόμοιες αποστολές που ακολούθησαν και σ' άλλες περιοχές εθνικών και μειονοτικών συγκρούσεων. Αν οι εισηγήσεις που περιέχονται στις πολυάριθμες σελίδες των εκθέσεων της Αποστολής είχαν εφαρμοσθεί έγκαιρα και από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές και αν η διεθνής κοινότητα είχε αφιερώσει περισσότερη διπλωματική προσπάθεια τότε (όπως πράττει σήμερα), ίσως υπήρχαν μεγαλύτερα περιθώρια διευθέτησης του προβλήματος του Κοσσυφοπεδίου στη βάση της αυτονομίας και άρα της εθνοτικής συνύπαρξης. Την περίοδο εκείνη όμως η διεθνής διπλωματική προσπάθεια αναλωνόταν στα βόρεια μέτωπα της Βοσνίας και της Κροατίας, ενώ για το Κοσσυφοπέδιο ακολουθείτο μια πολιτική συντήρησης. Εκτός όμως από την ολιγωρία της διεθνούς κοινότητας, και η πολιτική των δύο αντιμαχόμενων πλευρών δεν επέτρεψε την επίτευξη μιας συμβιβαστικής και βιώσιμης λύσης. Οι Αλβανοί, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν τη θετική γι' αυτούς συγκυρία που είχαν δημιουργήσει οι αποσχίσεις των γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών και η διεθνής απομόνωση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, επέμεναν στη διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας. Το αίτημα αυτό ήταν καθολικό και το υποστήριζαν (τουλάχιστον ως τελικό στόχο) όλοι οι Αλβανοί, τόσο στο Κοσσυφοπέδιο όσο και στην Αλβανία. Έτσι ακόμα και οι μετριοπαθέστεροι Αλβανοί δεχόντουσαν απλά μια ενδιάμεση μεταβατική περίοδο αυτονομίας, λίγων ετών, που θα ακολουθείτο από δημοψήφισμα (φυσικά με βέβαιο το αποτέλεσμα υπέρ της ανεξαρτησίας).

Αυτό ισχύει και για τον μετριοπαθή Κοσοβάρο ηγέτη Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο οποίος συνήθως εμφανίζεται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης ως αποδεχόμενος τη λύση της αυτονομίας.

Αντίθετα οι Σέρβοι επεδίωκαν, (υπεραπλουστευτικά βέβαια) να λύσουν το πρόβλημα σαν ένα απλό μειονοτικό ζήτημα, αποφεύγοντας τη διεθνοποίησή του και παραχωρώντας μια μικρή αυτονομία στο Κοσσυφοπέδιο (πράγμα που ίσχυε συνταγματικά αλλά δεν εφαρμοζόταν λόγω του μποϊκοτάζ των εκλογών από τους Αλβανούς), κατά τα πρότυπα που ίσχυαν στην άλλη αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοδίνας. Και οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν υπέρ αυτών τον παράγοντα του χρόνου: οι Αλβανοί να ωθήσουν τους Σέρβους να εγκαταλείψουν τη δαπανηρή προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου της επαρχίας, με τη διάρκεια του αγώνα τους και την υψηλή μεταξύ τους αλληλεγγύη, και οι Σέρβοι να διασπάσουν το κοινό μέτωπο των Αλβανών και να πείσουν πολλούς από αυτούς ότι μόνο η συνεργασία με τη σερβική εξουσία θα τους εξασφάλιζε ανεκτές συνθήκες διαβίωσης. Το οικονομικό εμπάργκο, ο πόλεμος του Βορρά και το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα, περιόριζαν τις δυνατότητες επιτυχίας των Σέρβων.

Αντίθετα η συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο και η ανάπτυξη της ιδιωτικής τους οικονομίας με μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και λαθρεμπόριο, ενίσχυσαν την αντοχή των Αλβανών σ' αυτό τον αγώνα δρόμου. Ταυτόχρονα η απογοήτευση των Αλβανών από την παθητική αντίσταση που χρησιμοποιούσε ο Ρουγκόβα σαν μέσο επίτευξης του στόχου της ανεξαρτησίας, και δεν απέδωσε εμφανή αποτελέσματα (έτσι π.χ. δεν συμπεριλήφθηκε το Κοσσυφοπέδιο στη συμφωνία του Ντέιτον), υπονόμευσε την ισχύ του Κοσοβάρου ηγέτη και οδήγησε στην άνοδο πιο ριζοσπαστών ηγετών, όπως ο Αντέμ Ντεμάτσι και στην ένοπλη δράση του Απελευθερωτικού Στρατού.

Η ένοπλη βία αποτέλεσε μέσο πίεσης των Αλβανών προς τη διεθνή κοινότητα ώστε να τεθεί το ζήτημα υψηλά στη διεθνή διπλωματική ατζέντα προτεραιοτήτων. Οι Αλβανοί αξιοποιούν την ευαισθησία της διεθνούς κοινής γνώμης για τα ανθρωπιστικά προβλήματα (πρόσφυγες) και το ενδιαφέρον των διεθνών παραγόντων εξουσίας για σταθερότητα, στα ευαίσθητα νότια Βαλκάνια, όπου οι εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο μπορούν να επηρεάσουν και τα Σκόπια που αποτελούν κεντρικό στοιχείο της ευαίσθητης ισορροπίας στην περιοχή. Η λαϊκή εξέγερση του 1997 στην Αλβανία έδειξε τη ρευστότητα και επικινδυνότητα του αλβανικού προβλήματος, ενώ έδωσε τη δυνατότητα να εξοπλιστούν οι αντάρτες του ΑΣΚ.

Το 1992-93 υπήρχε ίσως ακόμη η δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης του προβλήματος του Κοσσυφοπεδίου. Έλειψε όμως η σύνεση, η προνοητικότητα και η πολιτική βούληση από τις δύο πλευρές. Σήμερα όλα τα στοιχεία του παζλ έχουν επιβαρυνθεί και η βία έχει τον πρώτο λόγο, συνοδευόμενη από την ξένη επέμβαση, ας ελπίσουμε όχι στρατιωτική.