Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Οικονομία :: Ανάλυση

( σκεψεις για την οικονομια της αγορας ) 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Παρά τις κάποιες αδυναμίες της είναι το πιο αποτελεσματικό σύστημα παραγωγής πλούτου και κοινωνικής ευημερίας

Η οικονομία της αγοράς, από το 1989 και μετά, αποτελεί μια παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται και στην πράξη ότι παρά τις όποιες αδυναμίες του, το σύστημα αυτό, από οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πλευράς, είναι το πιο αποτελεσματικό και το μοναδικό το οποίο μπορεί να προσφέρει μαζική πρόσβαση στον πλούτο και στην ευημερία.

Και τούτο διότι, η οικονομία της αγοράς έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της τη μετατροπή του πλούτου σε παραγωγικό κεφάλαιο, δηλαδή σε μηχανήματα, κτίρια, σύγχρονη τεχνολογία. Υπό αυτές τις συνθήκες, σε μια ελεύθερη οικονομία, η παραγωγικότητα είναι συνάρτηση της αυτόματης και αυθόρμητης οργάνωσης του καταμερισμού της εργασίας, μέσω του οποίου διαμορφώνονται ελεύθεροι όροι προσφοράς και ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών.

Από την πλευρά του, το κράτος, σε μια ελεύθερη οικονομία, πρέπει να μπορεί να λειτουργεί δημοκρατικά, να εξασφαλίζει την ελευθερία των συναλλαγών και τον ανόθευτο ανταγωνισμό και βέβαια να παρεμβαίνει κάθε φορά που οι νόμοι της αγοράς παραβιάζονται. Στις ελεύθερες οικονομίες, το κράτος παίζει το ρόλο του διαιτητή και όχι αυτόν του παραγωγού ή του εμπόρου ή του τραπεζίτη.

Μεγάλος είναι ο ρόλος και των επιχειρηματιών σε μια ελεύθερη οικονομία. Αυτοί είναι που συσσωρεύουν κεφάλαιο, το επενδύουν, καινοτομούν και συμπαρασύρουν προς τα πάνω ολόκληρη την κοινωνία. Όπως τόνιζε παλαιότερα ο κορυφαίος Αυστριακός οικονομολόγος, Λούντβιχ φον Μίζες (1881-1973), ο σχηματισμός κεφαλαίου προκύπτει από την κατάλληλη ρύθμιση του χρόνου μας, που είναι και η πρώτη παραγωγική επένδυση. Το παράδειγμα το οποίο ο ίδιος δίνει στο άγνωστο στην Ελλάδα, αλλά μνημειώδες και πολύ γνωστό στο εξωτερικό έργο του "On Human Action" είναι γλαφυρό.

Ένας πρωτόγονος ψαράς που ψάρευε επί χρόνια στην ακτή με πεζόβλο σκέφτηκε ποτέ να ανοιχτεί στα βαθιά και να ψαρέψει με πετονιά. Χωρίς δυνατότητα συνάψεως δανείου, αξιοποίησε το μόνο αγαθό που διέθετε: Χρόνο. Εργάστηκε υπερωριακά, περιόρισε τις καταναλωτικές του ανάγκες στο ελάχιστο, ναυπήγησε βάρκα, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας όλος ο χρόνος και οι κόποι του, δηλαδή η επένδυσή του, θα πήγαιναν χαμένοι. Όταν με τη νέα τεχνολογία άρχισε να πιάνει στη μονάδα του χρόνου πολύ περισσότερα και ποικίλα ψάρια από πριν, διαπίστωσε ότι η επένδυσή του απέδωσε, διότι έφερε καλύτερο αποτέλεσμα με λιγότερη δουλειά. Κατάλαβε έτσι κάτι που δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη και σήμερα, οι φανατικοί της προσπάθειας (σταχανοβίτες και άλλοι) ότι δηλαδή η αύξηση της παραγωγικότητας (της κατά κεφαλήν παραγωγής προϊόντων στη μονάδα του χρόνου) δε συναρτάται με περισσότερη, αλλά με λιγότερη εργασία, εφόσον έχουν γίνει οι κατάλληλες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Εάν ο ψαράς του παραδείγματος είχε απορρίψει τη βάρκα ως "ξενόφερτη", εάν είχε βασιστεί στην προσευχή ή εάν είχε απλώς βαρεθεί να αλλάζει συνήθειες, πιστεύοντας ότι "μακροπρόθεσμα θα έχουμε όλοι πεθάνει" όπως διακήρυσσε ο Keynes θα είχε καθηλωθεί στην κυνηγοσυλλεκτική φάση της ανθρωπότητας, όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα με πρωτόγονες φυλές του Αμαζονίου που χρησιμοποιούν ελάχιστα εργαλεία. Το γεγονός ότι ο χρόνος είναι κεφάλαιο το οποίο αποδίδει κέρδη, το γνωρίζουν βέβαια και όσοι έχουν σήμερα τοκοφόρες καταθέσεις στις τράπεζες, όλοι δηλαδή όσοι αναβάλουν τη σημερινή τους κατανάλωση για να χρηματοδοτήσουν, με το αζημίωτο, τους ποικίλους σημερινούς ψαράδες στις επιχειρηματικές τους εξορμήσεις.

"Η έλλειψη κεφαλαίου", συμπεραίνει ο φον Μίζες, "είναι συχνά έλλειψη χρόνου, έλλειψη τόλμης στην ανάληψη κινδύνων, έλλειψη μέριμνας για τον περιορισμό του κόστους, καθώς και έλλειψη φαντασίας στην αξιοποίηση των ευκαιριών. Η επένδυση καθ' εαυτή, η αγορά της βάρκας και της πετονιάς, δεν εγγυώνται βέβαια την κερδοφορία. Την αρχή αυτή δεν την κατάλαβαν ποτέ οι μαρξιστές, οι οποίοι οδήγησαν τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού στη χρεοκοπία, διότι το δικό τους κρατικό πρόγραμμα επενδύσεων δεν απέβλεπε στην "παραγωγή για την αγορά", εφόσον αγορά δεν υπήρχε, αλλά στην "παραγωγή για την παραγωγή" που διασπάθιζε πόρους και προσέφερε στο "λαό" ακριβά και υποβαθμισμένα προϊόντα, προερχόμενα από πεπαλαιωμένα εργοστάσια, με αποτέλεσμα να ευημερούν οι αριθμοί. Ο φον Μίζες τονίζει επίσης το αυτονόητο, λέγοντας ότι το χρήμα δεν είναι κεφάλαιο διότι όσο μένει χρήμα δεν παράγει αγαθά, ενώ μόλις διατεθεί για την αγορά μηχανημάτων και τη μίσθωση εργασίας παύει να υπάρχει ως χρήμα. Τονίζει επίσης ότι όπως έχει αποδείξει η πείρα το κεφάλαιο καρπίζει όταν είναι σε ιδιωτικά χέρια. Τα μεγάλα κρατικά έργα, οι Πυραμίδες, ο Παρθενών, η Αγία Σοφία, το Καπιτώλιο δε συνιστούν επενδύσεις κεφαλαίου, αλλά γοήτρου. Τούτο ισχύει και για το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ και δεν αποβλέπει σε κέρδος, αλλά ικανοποίηση επιστημονικής περιέργειας του ανθρώπου. Το κέρδος καθ' εαυτό δεν είναι κατά τον φον Μίζες, ο οιονεί "μισθός" του κεφαλαιούχου, αλλά η αμοιβή του, ενίοτε απροσδόκητα μεγάλη, για την ικανοποίηση της ζήτησης. Η αγορά δε λειτουργεί ως μισθοδότης, αλλά ως ευκαιρία. Οι καλοί επιχειρηματίες είναι αυτοί που προβλέπουν το αστάθμητο, που έχουν μέσα τους το "δαιμόνιο", όπως οι καλλιτέχνες τη "μούσα" ή οι επιστήμονες την "έμπνευση". Οι οιονεί μυστικιστικοί αυτοί όροι είναι απλώς περιγραφικοί της δημιουργικότητας που προέρχεται από ελεύθερα άτομα, όταν αυτά αξιοποιούν ανεμπόδιστα τις δεξιότητές τους. Υπό συνθήκες κρατικής παρεμβάσεως και τελοκρατίας το επιχειρηματικό δαιμόνιο αφίπταται, η μούσα σιωπά, η έμπνευση ατροφεί, ενώ οι φορείς "άλλων ιδεών φυτοζωούν ή φυλακίζονται διότι το καινόν είναι συνήθως ανατρεπτικόν του παλαιού, όπως δείχνει μεταξύ άλλων η Καινή Διαθήκη" γράφει ο Μάρκος Δραγούμης στο κορυφαίο βιβλίο του "Περί Φιλελευθερισμού" και τα λόγια του έχουν τεράστια σημασία.

Η αγορά ως θεσμός, γράφει ο Μ. Δραγούμης, είναι ο χώρος μέσα στον οποίο αγοραστές και πωλητές προϊόντων έρχονται σε επαφή ο ένας με τον άλλον και κάνουν αγοραπωλησίες σε αμοιβαίως αποδεκτές τιμές, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ωφέλειάς τους. Χρειάζεται έτσι η αγορά να είναι ανοικτή και διαφανής και τα όσα συμβαίνουν στους κόλπους της είναι απότοκα πολλών και διαφοροποιημένων αποφάσεων που λαμβάνονται από κάθε άτομο ξεχωριστά.

Όπως υποστηρίζουν οι Άνταμ Σμιθ και φον Χάγιεκ, στην αγορά μπορεί να υπάρξει τάξη χωρίς σχέδιο, ρύθμιση χωρίς ρυθμιστή και συναλλαγή με όφελος σε όλους χωρίς παρέμβαση του κράτους. Η αγορά, όπως και η γλώσσα, διέπεται από κανόνες, αυθόρμητους αλλά αυστηρούς, δεν είναι αμπέλι ξέφραγο όπως υπονοεί η αδόκιμη έκφραση "laissez faire". Φιλελευθερισμός στον οικονομικό τομέα δε σημαίνει ασυδοσία, αλλά έννομη τάξη με την αστυνομία να διώκει απατεώνες όχι την αγορανομία να κυνηγάει "κερδοσκόπους". Άλλωστε "ζημιο-σκόποι" δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον ιδιώτες. Η αγορά είναι ανθρώπινος, δηλαδή ατελής θεσμός (όπως η γλώσσα) και αντανακλά προτιμήσεις και αποφάσεις μυριάδων πληθυντικών εγώ που ορθολογίζονται, σφάλλουν, πανικοβάλλονται, αλλάζουν ενίοτε γνώμη παρορμητικώς, χωρίς να "συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις", χωρίς καν να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους. Η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών οφείλει, επί ποινή χρεοκοπίας του παραγωγού να προσαρμόζεται και να αναπροσαρμόζεται αδιαλείπτως στις αιφνίδιες στενότητες, στους πολέμους, τις καταστροφές, στους πανικούς. Πρόκειται για οδυνηρή ενίοτε διαδικασία που συνιστά τη ρουτίνα του καπιταλισμού, όχι τις "ανωμαλίες" του.