Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Οικονομία :: Οικονομική είδηση

( το ταμείον είναι "μείον" ) 

ΜΙΑ ΒΑΘΥΤEΡΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ICAP

Το ταμείον είναι "μείον"

Οι αριθμοί ευημερούν και τα νοικοκυριά δυσπραγούν- Τι προκύπτει από την έρευνα της ICAP για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών το 1998- Τι υποστηρίζει η κυβέρνηση για τις αμοιβές

ΑΘΗΝΑ.-

Η οικονομική δυσπραγία των ελληνικών νοικοκυριών αποκαλύπτεται σαφώς στις δημοσκοπήσεις που γίνονται από διάφορες εταιρίες, τα συμπεράσματα των οποίων δημοσιοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ποσοστό 29% δεν κατάφερε να ισοσκελίσει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια του 1998 τα έξοδα ήταν περισσότερα από τα έσοδα. Από τα στοιχεία της ICAP προκύπτει ότι το 58% δήλωσε ότι οι δαπάνες του είναι ίσες προς το εισόδημα το οποίο αποκτούν. Έτσι μόνο το 13% από τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν σε θέση να κάνουν αποταμίευση. Σε σύγκριση με το 1997 παρουσιάζεται αύξηση των νοικοκυριών τα οποία δεν μπόρεσαν να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους. Από την ίδια έρευνα προέκυψε ότι υπάρχουν δύο ομάδες στο σύνολο των νοικοκυριών που δεν ισοσκέλισαν τον προϋπολογισμό του 1998. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα νοικοκυριά με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τα οποία κατοικούν σε αγροτικές περιοχές και στη δεύτερη αστικά νοικοκυριά με μέσο μορφωτικό επίπεδο και χαμηλό ή μέσο εισόδημα. Από την άλλη πλευρά, μεταξύ εκείνων που κατόρθωσαν να αποταμιεύσουν το 1998 είναι έντονη η παρουσία νοικοκυριών με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Η πλειοψηφία απλώς κατόρθωσε να ισοσκελίσει έσοδα και δαπάνες. Και στην περίπτωση αυτή μπορεί να εντοπίσει κάποιος δύο ομάδες νοικοκυριών. Πρώτη οικογένειες με μέσο μορφωτικό επίπεδο και όχι υψηλό εισόδημα, που κατοικούν σε αστικά κέντρα και δεύτερη οικογένειες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και μέσο ή χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα.

Σχετικά με την καταναλωτική δαπάνη, οι αυξήσεις στις τιμές των ειδών διατροφής φαίνεται ότι έγιναν περισσότερο αισθητές από αγροτικά νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και μορφωτικού επιπέδου και μεγάλου μέσου όρου ηλικίας. Οι αυξήσεις στις τιμές των ειδών ένδυσης, υπόδησης έγιναν περισσότερο αισθητές σε νεαρά και μέσης ηλικίας άτομα από νοικοκυριά, με μέσο μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα. Οι αυξήσεις των τιμών για αναψυχή έγιναν περισσότερο αισθητές σε νοικοκυριά νεαρής ηλικίας, με υψηλή μόρφωση των δύο μεγάλων αστικών κέντρων.

Η αύξηση της δαπάνης για τρόφιμα είναι επιθυμητή σε όλα σχεδόν τα νοικοκυριά. Αυξημένο είναι το ποσοστό στην Αθήνα και στις αγροτικές περιοχές. Τα νοικοκυριά που δήλωσαν αυξημένες δαπάνες για είδη ένδυσης και υπόδησης ήταν νεαρής ηλικίας, πολυμελή, μέσης μόρφωσης και μέσου-υψηλού εισοδήματος. Πάντως, τα αστικά νοικοκυριά μέσης ηλικίας και χαμηλού εισοδήματος περιόρισαν τις δαπάνες τους στα είδη αυτά.

Το 94,8% των νοικοκυριών θεώρησε ότι υπάρχει τουλάχιστον μία κατηγορία καταναλωτικών αγαθών στην οποία η κατανάλωσή του υπήρξε ανεπαρκής το 1998 και θα επιδιώξει να την αυξήσει το 1999. Ως προς την κατανάλωση ειδών ένδυσης-υπόδησης διαφοροποιημένη παρουσιάζεται η κατηγορία των νοικοκυριών νεαρής ηλικίας, με μέσο εισόδημα, που με σημαντικό ποσοστό πιστεύουν ότι ήταν ανεπαρκής. Την ίδια άποψη για προϊόντα διατροφής είχαν αγροτικές οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, με ηλικιωμένο αρχηγό. Τέλος για διαρκή αγαθά τα στοιχεία αποκαλύπτουν διάσταση αντιλήψεων ανάμεσα στις αγροτικές περιοχές και την Αθήνα. Η κατανάλωση τέτοιων αγαθών θεωρήθηκε περισσότερο ανεπαρκής στον αγροτικό χώρο. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για την Αθήνα.

Η οικονομική κατάσταση

Τα παραπάνω δεδομένα συναρτώνται άμεσα με την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Το 46,4% θεωρεί ότι επιδεινώθηκε η οικονομική τους κατάσταση το 1998, ενώ το 53,6% ότι παρέμεινε στάσιμη ή βελτιώθηκε. Βέβαια βελτίωση δήλωσαν το 11% των νοικοκυριών. Το 15% των όσων χαρακτηρίζονται από υψηλό μορφωτικό επίπεδο είδαν βελτίωση το 1998. Το ποσοστό των Αθηναίων μέσου μορφωτικού επιπέδου που θεώρησαν βελτιωμένη τη θέση τους είναι από τα χαμηλότερα της έρευνας, ενώ τα αντίστοιχα αγροτικά νοικοκυριά αγγίζουν το 18% και τα υπόλοιπα αστικά συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης το ξεπερνούν.

Η πληθυσμιακή ομάδα που υπέστη τη μεγαλύτερη επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης αποδεικνύεται να είναι βεβαρημένες με περισσότερα του ενός μη οικονομικώς ενεργά μέλη και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Σχεδόν το 65% της περιγραφείσης ομάδος δήλωσε χειροτέρευση του βιοτικού της επιπέδου για το 1998. Τα μεγαλύτερα ποσοστά βελτίωσης, κατά το 1998, ανήκουν είτε σε οικογένειες μέσης μόρφωσης που διαμένουν σε αστικά κέντρα πλην της Αθήνας ή στην ύπαιθρο. Η ανάλυση του άλλου άκρου, δηλαδή όσων δήλωσαν τη θέση τους επιδεινούμενη, αποκαλύπτει νοικοκυριά με χαμηλή παιδεία, βεβαρημένα με μη οικονομικώς ενεργά μέλη, καθώς και τους Αθηναίους μέσης μόρφωσης. Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας, η ανάδειξη του μορφωτικού επιπέδου ως πρωτεύοντος διαχωριστικού παράγοντα της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών υπογραμμίζει την αυξημένη σημασία της παιδείας στις σημερινές συνθήκες της αγοράς εργασίας.

Μεγάλες διαφορές παρουσιάζουν, σε σχέση με το 1997, τα αποτελέσματα που αφορούν τον αγροτικό πληθυσμό. Τα νοικοκυριά αυτά πίστευαν ότι το 1996, σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνα των αστικών ή ημιαστικών περιοχών, γνώρισαν επιδείνωση. Αντίθετα για το 1998 η επιδείνωση φαίνεται τονισμένη για την περιοχή της Αθήνας, ενώ τα αγροτικά νοικοκυριά μέσης μόρφωσης δε διαφοροποιούνται από το σύνολο, ως προς την επιδείνωση και εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά βελτίωσης.

Τα αθηναϊκά νοικοκυριά θεωρούν ως αίτιο επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης το αυξημένο κόστος ζωής, το 1998. Αντίθετα η φορολογία αναδύεται παράγοντας επιδείνωσης αυξημένης σημασίας για την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η πλειοψηφία των νοικοκυριών, που θεώρησαν την οικονομική τους θέση κατά το 1998 βελτιωμένη, απέδωσαν την εξέλιξη αυτή σε σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους από ήδη υπάρχουσες πηγές. Η δημιουργία νέων πηγών εισοδήματος αποκαλύπτεται ως δεύτερος κατά σειρά παράγοντας, με τη χαμηλή αύξηση των τιμών να έπεται.

Από την παραπάνω έρευνα και ανάλυση της ICAP προκύπτει ότι η οικονομική κατάσταση των Ελληνικών νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 1998. Μεταξύ των κυρίων αιτίων της επιδείνωσης αναφέρεται η χαμηλή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Την εκτίμηση αυτή δε φαίνεται να υιοθετεί η κυβέρνηση, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία θα παρουσιαστούν στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού.

Θα υποστηριχθεί, συγκεκριμένα, ότι τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια σύγκλισης δεν έγινε σε βάρος των εργαζόμενων. Αμοιβή εργασίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξήθηκε από 35,7% το 1993 στο 38,6% το 1998. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται την περίοδο 1994-97 κατά 8,3%. Στην βιομηχανία οι αυξήσεις ανέρχονται στο 9,8% και 11,5% για τους εργάτες και τους υπαλλήλους, στις τράπεζες στο 22,5% και στις ασφάλειες 19,5%. Οι αυξήσεις αφορούν 750.000 εργαζόμενους. Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα οι αμοιβές αυξάνονται σωρευτικά κατά 21% στην περίοδο 1994-97. Τέλος, η μέση σύνταξη αυξήθηκε σωρευτικά κατά 10,5%. Από την παράθεση των αριθμών της κυβέρνησης και των στοιχείων της έρευνας προκύπτει ότι ευημερούν οι αριθμοί και δυσπραγούν τα νοικοκυριά.