Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Άρθρα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( συνταγματική αναθεώρηση :: 7/1/2006 13:07:41) 

Συνταγματική αναθεώρηση

Αξίζει τον κόπο να ορίσουμε τις συντεταγμένες του αναθεωρητικού διαβήματος και τις προϋποθέσεις της επιτυχίας του.

Η πρωθυπουργική εξαγγελία για την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος είναι εξ ορισμού μία σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, παρότι δεν συνοδεύεται προς το παρόν από συγκεκριμένες κατευθυντήριες έστω προτάσεις. Αξίζει τον κόπο, ακόμη και στο πρώιμο αυτό στάδιο, να ορίσουμε τις συντεταγμένες του αναθεωρητικού διαβήματος και τις προϋποθέσεις της επιτυχίας του.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 σε αντίθεση με εκείνη του 1986 χαρακτηρίστηκε από τους πρωταγωνιστές της "συναινετική", καθώς από την αρχή της διαδικασίας διαφάνηκε ότι οι περισσότερες ρυθμίσεις δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η συναίνεση αυτή μάλιστα θεωρήθηκε από πολλούς εχέγγυο επιτυχίας. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο: Δύο κεντρικές επιλογές, αυτές των απόλυτων ασυμβίβαστων μεταξύ άσκησης επαγγέλματος και βουλευτικής ιδιότητας και μεταξύ εκδοτικής και εργοληπτικής ιδιότητας, αποδεικνύονται ήδη αποτυχημένες. Το ίδιο συμβαίνει και με πιο περιθωριακές επιλογές, όπως αυτή του ειδικού μισθοδικείου, το οποίο με τις πρώτες κιόλας αποφάσεις του κατάφερε να επιδικάσει υπέρ των δικαστών περισσότερα από όσα και οι ίδιοι ευελπιστούσαν.

Σίγουρα δεν μπορεί να προβλέψει κανείς αν θα επαναληφθεί το συναινετικό κλίμα. Αν επαναληφθεί, πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγεί από την πλειοδοσία σε λαϊκισμό και την ανεύθυνη μετάθεση ευθυνών στον κοινό νομοθέτη, που οδήγησαν σε κακότεχνες ή ανεφάρμοστες συνταγματικές ρυθμίσεις και αχρείαστες θεσμικές οπισθοχωρήσεις. Το κλίμα της συναίνεσης μπορεί όμως να μην επαναληφθεί, όπως δείχνει η κυβερνητική στρατηγική που εξαρτά το μέλλον του μεταρρυθμιστικού προγράμματός της από την έκβαση του αναθεωρητικού εγχειρήματος. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων εντοπίζεται στην υποχρέωσή τους να ορίσουν με σαφήνεια το μίγμα "παρέμβαση - ρύθμιση - προστασία", που κατά τη γνώμη τους υπάγεται στην αρμοδιότητα του κράτους.

Η επικείμενη και κάθε επόμενη αναθεωρητική διαδικασία δεν αποτελεί εθνική υπόθεση (και αυτό λίγο κατανοήθηκε το 2001, όπως έδειξε η περιπέτεια του βασικού μετόχου). Ο συνταγματικός νομοθέτης οφείλει να συνυπολογίζει το διεθνή ρόλο της χώρας και τη δεσμευτική γι' αυτήν υπερεθνική νομοθεσία. Ο υπολογισμός αυτός είναι αυτονόητο ότι αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αφορά όμως και την υποχρέωση δόμησης και διατήρησης μιας ανοιχτής και ανεκτικής πολιτείας. Επομένως στοίχημα του συνταγματικού νομοθέτη δεν είναι πλέον οι ανεπαρκείς διακηρύξεις για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά η ισορροπημένη κατοχύρωση ενός πλέγματος προστασίας και των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας, που είτε βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο είτε επιλέγουν να ενσωματωθούν στον τόπο μας.

Από την ίδια υποχρέωση διαμόρφωσης ανοιχτής και ανεκτικής πολιτείας απορρέει και το καθήκον επαναπροσδιορισμού των σχέσεων του κράτους με την ορθόδοξη πίστη και εκκλησία. Αφού στο "πραγματικό σύνταγμα", δηλαδή στην καθημερινή ερμηνευτική πρακτική των κρίσιμων συνταγματικών διατάξεων, επικρατεί η εκδοχή του θρησκευόμενου κράτους και της πολιτικώς δρώσας εκκλησίας, η επικείμενη αναθεώρηση οφείλει να αναδιατυπώσει κάθε συνταγματική διάταξη που προσφέρει τα γνωστά προσχήματα για τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης. Και στο θέμα αυτό η συναίνεση, που το 2001 εκδηλώθηκε με αποχή από την αντιμετώπισή του, υπήρξε ατυχής.

Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,