Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

26,880 items total [26871 - 26880]
παραθαρρώ.
  • 1) Δίνω υπερβολικό θάρρος σε κάπ., εμπιστεύομαι κάπ.:
    • τες θυγατέρες σας μην τες παραθαρρείτε (Βεντράμ., Γυν. 256).
  • 2) Δε δίνω την πρέπουσα σημασία, υποτιμώ κ.:
    • Δεν ένι τίποτας μικρόν (ενν. το να εβγάλετε τον Τούρκον … απέσω από την πόλην) να το παραθαρρείτε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1036).

[<παρα‑ + θαρρώ. Τ. ‑ού σήμ. τσακων. Η λ. σε έγγρ. του 14. αι.]

παραθελημίς, επίρρ.
  • Παρά τη θέληση κάπ.:
    • Εν τῳ άμα έβγαλε (ενν. ο Μπαγιαζίτης) τα φουσσάτα του από την πόλη, παραθελημίς των πασάδων οπού ηθέλαν το Σελίμη (Χρον. σουλτ. 13621).

[<παρα‑ + ουσ. θέλημα + κατάλ. ‑ίς]

παραθερίζω.
  • Θερίζοντας επεκτείνομαι παράνομα και στο χωράφι του γείτονα, καταπατώ ξένη γη:
    • κλέπται, άρπαγοι … και οι παραθερίζοντες (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 252).

[μτγν. παραθερίζω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

παραθεριστής ο.
  • Αυτός που θερίζοντας επεκτείνεται παράνομα και στο γειτονικό χωράφι:
    • (Μαλαξός, Νομοκ. 394).

[<αόρ. του παραθερίζω+ κατάλ. ‑τής. Η λ. και σήμ. κρητ. και κοιν. με διαφορ. σημασ.]

παράθεσις ση η.
  • 1) Τοποθέτηση δίπλα σε άλλα του ίδιου είδους, παράταξη:
    • την εκ πάντων παράθεσιν ζώων αναριθμήτων (Διγ. Gr. 1839).
  • 2) Τοποθέτηση, αράδιασμα των τροφών πάνω στο τραπέζι:
    • Μετά γουν την παράθεσιν ων είρηκα βρωμάτων εισήλθεν, …, και το μονοκυθρίτσιν (Προδρ. IV 201).

[αρχ. ουσ. παράθεσις Η λ. (‑ση) και σήμ.]

παραθεσμιά η.
  • Υπέρβαση προθεσμίας, αργοπορία· αναβολή:
    • Δεν ειν’ καλή η παραθεσμιά σ’ έτοια δουλειά μεγάλη (Ερωτόκρ. Δ́ 1531· Φορτουν. Β́ 258).

[<ουσ. προθεσμία με επίδρ. της πρόθ. παρά. Η λ. και σήμ. κρητ.]

παραθεσμιάρης, επίθ.
  • Που αναβάλλει συνεχώς:
    • τσ’ άνεργους και τσι δειλιούς και τσι παραθεσμιάρους (Φορτουν. Πρόλ. 23).

[<ουσ. παραθεσμιά + κατάλ. ‑άρης]

παραθεσμώ.
  • Ά (Αμτβ.) καθυστερώ, αργοπορώ:
    • Ας πηαίνομε, παιδάκι μου και μην παραθεσμούμε (Θυσ. 545).
  • Β́ (Μτβ.) καθυστερώ, αναβάλλω κ.· παραλείπω κ.:
    • Μην το παραθεσμήσομεν ετούτο το μαντάτο (Θυσ. 1007
    • δεν επαραθέσμα (ενν. η γυνή του) την προσευχήν και τα άλλα αγαθά (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412).

[<ουσ. παραθεσμιά. Η λ. και σήμ. κρητ.]

παραθέτω· υποτ. αορ. παραθήσει.
  • 1) Τοποθετώ το φαγητό στο τραπέζι μπροστά από τους συνδαιτημόνες:
    • Εκείνος δε εις τράπεζαν άπαντα παραθήσας (Διγ. Z 4051
    • (εδώ αμτβ.) στρώνω το τραπέζι:
      • αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτσει … (Προδρ. III 130 χφφ GMPK κριτ. υπ).
  • 2)
    • α) Αφήνω στην άκρη, εγκαταλείπω κ.:
      • Λοιπόν αν τύχει δεύτερον εις τον ζυγόν να πέσεις, κάμε κουτάλες δυνατές να μην το παραθέσεις (Δεφ., Λόγ. 556
    • β) αφήνω, παραλείπω:
      • ας παραθέσομεν τέτοιαν πολυλογία, διατί 'ν’ κακή (Φαλιέρ., Λόγ. 255).

[<αρχ. παρατίθημι. Τ. ‑κω στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

παραθήκη η.
  • (Θεολ.) η πνευματική κληρονομιά που έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, παρακαταθήκη:
    • θεοκινάτων πατέρων ιεράν παραθήκην μέχρι τέλους φυλάξωμεν (Ψευδο-Σφρ. 58020).

[αρχ. ουσ. παραθήκη]

 
< Previous   1... 2684 2685 2686 2687 [2688]   Next >
Go to page:Go