Επιτομή Λεξικού Κριαρά
14 εγγραφές [11 - 14] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαίνω· εμβαίνω· εμπαίννω· εμπαίνω· επαίνω· μπαίννω· αόρ. έμπηκα· ήμπα· προστ. αoρ. έμπα· μτχ. παρκ. εμπασμένος· μπασμένος.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) Εισέρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάπ. χώρο:
- μπαίνει (ενν. η Αρετή) στο παλάτι (Ερωτόκρ. Έ 1225)·
- β) (στην αγκαλιά κάπ.):
- εις αγούρου αγκάλες να έμπω (Αχιλλ. L 684)·
-
- γ1) (σε σημείο, μέρος του σώματος):
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2711)·
- ως έβγουν (ενν. οι αναστεναμοί) από την καρδιά και μες στο στόμα μπούσι (Ερωτόκρ. Γ́ 327)·
- γ2) (προκ. για υγρό) «μαζεύω»:
- εκείνος … το άλογόν μου εκάρφωσέν το και απ’ εκείνον το κάρφωμαν ενέβην νερόν και το κτηνόν μου ελαβώθην (Ασσίζ. 43318)·
- γ1) (σε σημείο, μέρος του σώματος):
- δ) (προκ. για ερωτική πράξη):
- (Συναξ. γυν. 372).
- α) Εισέρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάπ. χώρο:
- 2)
- α) (Μεταφ.):
- στην καρδιά τη δυνατή … να εμπεί η γι‑αγάπη (Στάθ. Ά 136)·
- β) (σε μεταφ.):
- εις την καρδιά τους έμπαινεν όφης να τους δαγκάνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27112).
- α) (Μεταφ.):
- 3) Εισάγομαι:
- στην πόλη να μη μπαίνου βρώσες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36118).
- 4)
- α) Εισχωρώ:
- Από την ρίζαν το νερόν να εμπαίνει του αμπελίου (Λίβ. Sc. 1361)·
- β) (μεταφ.) «τρυπώνω»:
- Χωρεί (ενν. ο φθόνος) και μπαίνει πανταχού (Γεωργηλ., Βελ. Λ 27).
- α) Εισχωρώ:
- 5)
- α) Επιβιβάζομαι:
- σ’ άλλο καράβι μπήκασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2294)·
- β) (σε μεταφ.):
- πολλών ανθρώπων οι ψυχές σήμερο θέλου εμπούσι στη βάρκα του Αχέροντος (Ζήν. Ά 25).
- α) Επιβιβάζομαι:
- 6)
- α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
- εις τα πρόβατα ο πεινασμένος λύκος εμπαίνει (Θησ. (Foll.) I 75)·
- β) εισβάλλω:
- με όλα τα φουσσάτα του εμπήκεν στην Βλαχίαν (Σταυριν. 312)·
- γ) παραβιάζω:
- καταραμένος οπού εμπαίνει εις το σύνορο του σύντροφού του (Πεντ. Δευτ. XXVII 17).
- α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
- 7)
- α) Έρχομαι, φτάνω:
- μπαίνει 'ς τούτον τον τόπο η μάννα τση (Ιντ. κρ. θεατρ. Δ́ 173)·
- (μεταφ.):
- να 'χεις φτερά να πηαίνεις στον ουρανό και παραμπρός … να μπαίνεις (Ζήν. Ά 82)·
- β) προσέρχομαι, παρουσιάζομαι (σε κάπ. ανώτερο):
- προς την δέσποιναν εμβαίνουσιν ως δούλοι (Καλλίμ. 2140)·
- γ) (προκ. για το θάνατο):
- δίχως να με κράζουσι συχνά 'ς τσι γάμους μπαίνω (Ερωφ. Πρόλ. 82· Έ 216)·
- δ) επιστρέφω:
- μην λυπάσαι ότι πως μισεύω …, γιατί, τάζω σου, γλήγορα 'ς τούτον τον τόπο μπαίνω (Διγ. O 938)·
- ε) (προκ. για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι:
- (Μαχ. 13031)·
- φρ. μπαίνω εις τον λιμνιώνα, βλ. λιμνιών(ας) φρ.·
- στ) (προκ. για ποτάμι ή τρεχούμενο νερό) χύνομαι:
- (Χρον. σουλτ. 6425), (Διγ. Esc. 1656).
- α) Έρχομαι, φτάνω:
- 8)
- α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω:
- εις σύγχυσες και σκοτωμούς για λόγου της εμπήκα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 36)·
- (μεταφ.):
- μπαίνει … στου πόθου τα ντουέλλα (Στάθ. Β́ 116)·
- (σε παροιμ.):
- αφήν εμπήκα στο χορό, χρειά μὄναι να χορεύγω (Ch. pop. 769)·
- β) αναμετριέμαι, ανταγωνίζομαι:
- μοναχός μου εμπήκα 'ς τόσους σου οχθρούς (Ερωφ. Δ́ 701)·
- γ) αρχίζω, επιχειρώ κ.:
- εμένα η ψη μου με βαστά να μπώ να αργομεντάρω (Στάθ. Γ́ 229)·
- (σε μεταφ.):
- παίρν’ αποκοτιά, πλια παραμπρός εμπαίνει (Ερωτόκρ. Ά 2114).
- α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω:
- 9) (Προκ. για έναρξη χρον. περιόδου):
- ήμπε και Δικέβριος (Διήγ. ωραιότ. 143)·
- άρχιζε να βραδιάζουνται κι έμπαινε το σκοτίδι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3384).
- 10)
- α) Εγκαθίσταμαι, κατοικώ:
- και να χαλάσασι τα σπίτια τα δικά μας, θέλομε μπει στα σπήλια σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22922)·
- β) (προκ. για κάπ. που γίνεται μοναχός):
- εις την μονήν οπού να εμπεί (Ασσίζ. 12331)·
- γ) (μεταφ.):
- μια σάρκα να γενούμε και δυο ψυχές … σ’ έναν κορμί να μπούμε (Πανώρ. Β́ 314).
- α) Εγκαθίσταμαι, κατοικώ:
- 11) Καταφεύγω, κρύβομαι:
- στο πατριαρχείον μπήκασι και τότε εγλυτώσαν (Στ. βοεβ. 21).
- 12) Περνώ, χωρώ:
- Την πόρτα να χαλάσομεν …, γιατ’ είναι το άλογο ψηλό, αλλιάς λοής δε μπαίνει (Φορτουν. Ιντ. δ́ 146).
- 13)
- α) «Ανοίγομαι», πηγαίνω στα βαθιά:
- 'κ την γην να ξεμακραίνουν κι εισέ νερά βαθύτατα της λίμνης να εμπαίνουν (Ζήνου, Βατραχ. 126)·
- β) διαπλέω:
- εις την θάλασσαν να μπεις, πάλιν να ναυαγήσεις (Απολλών. 150)·
- (σε μεταφ.):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 156)·
- γ) βουτώ, ρίχνομαι στο νερό:
- εκ τον φόβον του θεριού στον ποταμόν εμπήκα (Πικατ. 35).
- α) «Ανοίγομαι», πηγαίνω στα βαθιά:
- 14) Καταλαμβάνω έκταση, εκτείνομαι, επεκτείνομαι:
- αν … κανέναν εξωπέταστον … εμπαίνει εις το στενόν το ρηγάτικον …, … να το χαλάσουν (Ασσίζ. 20315· Ιστ. πολιτ. 756).
- 15) (Προκ. για πυρετό) προσβάλλω:
- εμπήκεν του η πυρά εις την κεφαλήν του (Ασσίζ. 18224).
- 16) Καταχωρούμαι, καταγράφομαι:
- τείντα πράγματα μέλλει να κρίνουν … θέλουν εμπεί παραμπρός (Ασσίζ. 1899).
- 17) Παρατάσσομαι· προτάσσομαι, μπαίνω μπροστά:
- τα χοντρά τα κάτεργα ομπρός εκείνα μπαίνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1901· Ερμον. Ξ 281).
- 18) Πέφτω, ρίχνομαι:
- Σα να 'θελ’ έμπει αστραπή (Σκλάβ. 57).
- 19)
- α) Μπήγομαι, καρφώνομαι:
- πάλος χοντρός στον κώλο σου να μπει (Φορτουν. Έ 239)·
- β) (σε μεταφ.):
- η ρομφαία … στ’ Αδάμου την καρδιάν εμπήκεν σαν καρφέα (Χούμνου, Κοσμογ. 326).
- α) Μπήγομαι, καρφώνομαι:
- 20) Συλλαμβάνομαι, πιάνομαι:
- το πουλί … εις την παγίδα μπαίνει (Αιτωλ., Μύθ. 4510).
- 21)
- α) Αρχίζω ν’ ασχολούμαι με κ., επιδίδομαι σε κ.:
- Εις τύχην … μη πιστεύσεις και έμπεις τότε εις κλεψιάν (Σπαν. (Ζώρ.) V 345)·
- να τα γράψω δε μπορώ ούτε να μπω σε ρίμες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31820)·
- (προκ. για τις σκέψεις κάπ.):
- εις ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα (Ερωτόκρ. Ά 988)·
- β) (μεταφ.) αφιερώνομαι σε κ.:
- πλια στη φιλιά του εμπήκε (Ερωτόκρ. Γ́ 15).
- α) Αρχίζω ν’ ασχολούμαι με κ., επιδίδομαι σε κ.:
- 22)
- α) Περιέρχομαι σε μια κατάσταση:
- εισέ σκλαβιάν εμπήκε (Φορτουν. Πρόλ. 138)·
- σε καημόν αρίφνητον εμπήκα (Βοσκοπ. 28)·
- β) υποβάλλομαι σε κ.:
- εμπήκα σ’ έτοιο κόπο (Ερωτόκρ. Ά 946).
- α) Περιέρχομαι σε μια κατάσταση:
- 23) Συνέρχομαι, συσκέπτομαι:
- Ο δέ Σερμπάνος … με όλους του τους άρχοντας εμπήκεν στο εφφάτον (Ιστ. Βλαχ. 116).
- 24) Εκλέγομαι, τοποθετούμαι:
- πάσα δυο χρόνους … μέλλει να μπαίνουν και νέοι ηγουμένοι (Επιστ. ηγουμ. 17415).
- 25) Φτάνω σε κάπ. ηλικία:
- για παντρειά είμαι δότομος, σαράντα πέντε εμπήκα (Στάθ. Β́ 257).
- 26) Εισάγομαι, φοιτώ:
- εις το σκολειόν των πολ’τικών εγύρεψα και εμπήκα (Σαχλ., Αφήγ. 60).
- 27) Περιλαμβάνομαι, χρησιμοποιούμαι:
- εμβήκασιν όλοι (ενν. οι λίθοι) μέσα εις τον ναόν (Διαθ. Νίκωνος 225).
- 28) Συγκαταλέγομαι:
- πολλοί ανάξιοι εμπαίνουν με τους μεγαλιότερους (Αιτωλ., Μύθ. 495)·
- δύσκολη δουλειά … να θες να μπεις σε βασιλιούς (Ερωτόκρ. Ά 216).
- 29) (Προκ. για σκηνική διδασκαλία) αποσύρομαι από τη σκηνή:
- Τότες μπαίνει ο Πολίταρχος … και η Νερίνα βγαίνει (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ μετά στ. 12).
- 30)
- α) (Προκ. για ποσό) ανέρχομαι:
- τα πράγματα … ουδέν αξιάζουν επεσαύτα όσον εμπαίνει το χρέος (Ασσίζ. 1366)·
- β) προκύπτω (ως αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων):
- εκατόν πενήντα … μοίρασέ τα με έξι· και εκείνον οπού θέλει έμπει, τόσων βουτσίων θέλει είσταιν το λεγόμενον καράβιν (Καραβ. 49211)·
- γ) αντιστοιχώ, αναλογώ:
- να πάρεις τες δύο πρώτες φέρσες του φίλου· το ποιον ουδέν εμπαίνουν εις πόντο κανένα (Καραβ. 49527)·
- δ) προσαρμόζομαι:
- μάντους οπού εμπαίνουν εις το κατάρτιν (Καραβ. 4987‑8).
- α) (Προκ. για ποσό) ανέρχομαι:
- 31) Επέρχομαι:
- ο θάνατο στους γέροντες δίκιον να μπαίννει (Κυπρ. ερωτ. 15612).
- 32) Βασίζομαι· (μεταφ.):
- να μην εμπεί τινάς εις καστελλιού ελπίδα (Αχέλ. 2146).
- 1)
- Β́ Μτβ.
- 1)
- α) Περνώ, διαβαίνω (με αντικ. τη λ. πόρτα):
- εμπείτε σήμερον της Ευτυχίας την πόρτα (Λόγ. παρηγ. L 665)·
- β) διαπλέω, διασχίζω:
- εμπαίνομε έσω την Μαύρη θάλασσα (Μηλ., Οδοιπ. 636).
- α) Περνώ, διαβαίνω (με αντικ. τη λ. πόρτα):
- 2)
- α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
- τες γυναίκες εμπήκαν, τον πόλεμον αρχίνισαν (Θησ. (Foll.) I 72)·
- β) (μεταφ.) αντιμετωπίζω:
- η καρδιά λιγοψυχά, μέγα βουνάρι μπαίνω (Αλφ. 1074)·
- γ) (με γεν.) κτυπώ:
- ένας κόρπος … εμπαίνει της περδέσκας των κατέργων (Μαχ. 48621).
- α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
- 3) (Με κατηγ.) γίνομαι· ορίζομαι:
- να εμπεί μεσίτης (Χρον. σουλτ. προσθ. 477).
- 4) Στο γ́ πρόσ. και με γεν. προσωπ.
- α) αρμόζω· αναλογώ, ανήκω:
- ποια τιμωρία του μπαίνει (Ζήν. Δ́ 220)·
- εκείνα τά εμπαίνουν της αγίας εκκλησίας να δοθούν εις την αγίαν εκκλησίαν (Ασσίζ. 327)·
- (εδώ με δοτ. προσωπ.):
- τοις δε παισίν εμπαίνει πάσα πράγμα της μάννας αυτών (Ελλην. νόμ. 57720)·
- β) ορίζω, διατάζω:
- τι του εμπαίνει να ποίσει η κρίσις εκείνου του ανθρώπου (Ασσίζ. 4911).
- α) αρμόζω· αναλογώ, ανήκω:
- 1)
- Γ́ Το γ́ εν. ενεργ. απρόσ. (με γεν. προσωπ.)
- 1) Πρέπει, αρμόζει, μου επιτρέπεται:
- ουδέν μου εμπαίνει επάραι την εμήν προγονήν (Ελλην. νόμ. 56717)·
- 2) Εξηγείται, δικαιολογείται:
- πώς εμπαίνει να έχω θετήν θείαν; (Ελλην. νόμ. 5678).
- 1) Πρέπει, αρμόζει, μου επιτρέπεται:
- Φρ.
- 1) Μπαίνω εις την αγάπη, εις έρωτα, εις τον ζυγόν του πόθου, στου πόθου τα μπερδέματα, εις πόθου οδύνη, εις (ή στον) πόθον κάπ. = ερωτεύομαι:
- (Πανώρ. Έ 98), (Λίβ. Esc. 211), (Λίβ. (Lamb.) N 256), (Πανώρ. Γ́ 512), (Ερωτόκρ. Ά 455), (Αχιλλ. (Smith) N 314), (Πανώρ. Γ́ 553).
- 2) Μου μπαίνει αγάπη, βουλή, γνώμη (εις το νου) = σκέφτομαι· επιθυμώ:
- (Μαχ. 6486), (Σπαν. (Ζώρ.) V 565), (Ροδολ. Ά 106).
- 3) Μπαίνω εις αγκάλεμαν = καλούμαι να δικαστώ:
- (Ασσίζ. 12223).
- 4) Μπαίνω σε αθιβολές = ανοίγω συζήτηση, κουβεντιάζω:
- (Φορτουν. Ά 282).
- 5) Μπαίνω στο αίμα, στο κρίμα κάπ. = αμαρτάνω με το φόνο κάπ.:
- (Βίος Δημ. Μοσχ. 184· Καρτάν., Π. Ν. Διάθ. φ. 276v).
- 6) Μπαίνω άνω κάτω = αναστατώνομαι:
- (Αχέλ. 1471).
- 7) Μπαίνω εις άρματα, βλ. άρμα (III) 1 φρ. (ε).
- 8) Εμπαίνω την αρχήν = αρχίζω:
- (Λίβ. P 1235).
- 9) Μπαίνω στον αφορισμόν κάπ. = αφορίζομαι, προκαλώ τον αφορισμό μου από κάπ.:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 789).
- 10) Μπαίνει κ. στα αφτία μου, βλ. αφτίον 2 Φρ. δ.
- 11) (Ε)μπαίνω (και) βγαίνω (ή εκβαίνω) =
- (α) διαπερνώ τις τάξεις του εχθρού:
- (Κορων. Μπούας 50, 85)·
- (β) βλ. βγαίνω 1ε·
- (γ) βλ. βγαίνω 1στ.
- 12) Μπαίνω εις την βουλήν, στη γνώμη κάπ. = συμμερίζομαι την άποψη κάπ., συγκατατίθεμαι:
- (Διγ. Esc. 1340), (Τριβ., Ρε 82).
- 13) Μπαίνω εις δοκιμήν, βλ. δοκιμή 5.
- 14) Μπαίνω εις δρόμον, εις μονοπατάκι, εις την οδόν, εις την στράταν =
- (α) ακολουθώ μια κατεύθυνση· ξεκινώ:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1017, 1127), (Ασσίζ. 8829, 33829)·
- (β) (μεταφ.):
- είτις εμπεί 'ς τέτοιαν οδόν … (Ch. pop. 681).
- 15) Μπαίνει κ. σε δρόμον, βλ. δρόμος Φρ. 6.
- 16) Μου μπαίνει έγνοια, μέριμνα = σκοτίζομαι, προβληματίζομαι για κ.:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 947), (Φαλιέρ., Ιστ. 207).
- 17) Μπαίνω εις εργασία = πραγματοποιούμαι, εφαρμόζομαι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1171]).
- 18) Μπαίνω σε έχθρητα, σε μάνητα = εξοργίζομαι, θυμώνω:
- (Ερωτόκρ. Ά 1975, Β́ 2375).
- 19) Μπαίνω σε ζηλειά = ζηλεύω, κυριεύομαι από ζήλεια:
- (Ερωτόκρ. Β́ 658).
- 20) Μπαίνω εις ηλικίαν = ενηλικιώνομαι (βλ. και ηλικία 1γ):
- (Ιμπ. 64).
- 21) Μπαίνω εις (ή στον) θάνατον =
- (α) πεθαίνω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 974)·
- (β) αντιμετωπίζω το θάνατο:
- (Θησ. (Foll.) I 72).
- 22) (Ε)μπαίνω στην καδένα, εις φυλακήν = φυλακίζομαι:
- (Λεηλ. Παροικ. 84), (Ασσίζ. 12223).
- 23) Εμπαίνω και κατεβαίννω = πηγαινοέρχομαι:
- (Μαχ. 5221).
- 24) (Ε)μπαίνω εις κίνδυνον, κίνδυνους = διακινδυνεύω:
- (Αχέλ. 1601), (Κορων., Μπούας 96).
- 25) Μπαίνω στον κόπο κάπ. = απολαμβάνω τα αποτελέσματα της προσπάθειας άλλου:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. δ́ 38).
- 26) Μπαίνω εις κρίμα, εις κρίματα = αμαρτάνω:
- (Ερωφ. Έ 600· Αιτωλ., Μύθ. 156).
- 27) Εμβαίνω εις την λέπτην = αρχίζω να περιγράφω τις λεπτομέρειες:
- (Προδρ. II 49).
- 28) Μπαίνω εις (ή σε) λευτεριά = απελευθερώνομαι:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 15)·
- (σε μεταφ.):
- (Πανώρ. Ά 116).
- 29) Μπαίνω εις λησμονιά, βλ. λησμονιά Φρ. 3.
- 30) Μπαίνω εις τον λιμνιώνα, βλ. λιμνιώνας φρ.
- 31) Μπαίνω εις λόγια, βλ. λόγος 20α και 20β.
- 32) Μπαίνω εις λογισμούς, βλ. λογισμός Φρ. 4.
- 33) (Ε)μπαίνω σε μάχη = βρίσκομαι σε διαμάχη, σε αντίθεση:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 165), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [75]).
- 34) Μπαίνω στη(ν) μέση(ν) =
- (α) βλ. μέση Φρ. 8·
- (β) περικυκλώνομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16423)·
- (γ) (χρον.) μεσολαβώ:
- (Ερωφ. Β́ 499).
- 35) Μπαίνω εις το μέσον =
- (α) αναλαμβάνω τον αγώνα, την αποστολή:
- (Διγ. Άνδρ. 34826)·
- (β) μεσολαβώ, συμφιλιώνω κάπ.:
- (Μαχ. 1982)·
- 36) Μπαίνω μετάμελος = μετανοώ:
- (Λίβ. Sc. 615).
- 37) Μπαίνω εις μηχανιάν μετά …, βλ. μηχανία Φρ.
- 38) Μπαίνω εις μοναστήριον = γίνομαι μοναχός:
- (Ασσίζ. 53512).
- 39) Μπαίνω σε νια = αποκτώ την εύνοια, τη συμπάθεια μιας κοπέλας:
- (Πανώρ. Δ́ 38).
- 40) Μπαίνω στην νίκην = πετυχαίνω το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα:
- (Ιμπ. 141).
- 41) Μπαίνω σ’ ορδινιά =
- (α) ετοιμάζομαι για κ.:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 43)·
- (β) παρατάσσομαι, παίρνω θέση μάχης:
- (Ερωτόκρ. Β́ 1181).
- 42) Μπαίνω εις όρεξην = επιθυμώ:
- (Μαχ. 703).
- 43) Μπαίνω στην όρεξη κάπ. = γίνομαι αρεστός, αγαπητός:
- (Πανώρ. Πρόλ. 69).
- 44) Μπαίνω εις παίδευσην, σε τιμωρία = τιμωρούμαι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [514]), (Σουμμ., Ρεμπελ. 184).
- 45) Μπαίνει κ. σε … στόματα = διαδίδεται, γίνεται γνωστό κ.:
- (Ερωτόκρ. Ά 262).
- 46) Μπαίνω εις σφάλμα = σφάλλω, απατώμαι:
- (Ερωτόκρ. Β́ 572).
- 47) Μπαίνω εις τον τάφον = σκοτώνομαι, πεθαίνω:
- (Ιστ. Βλαχ. 340).
- 48) Εμπαίνω εις την τζουίζαν, εις το δίκαιον = περνώ από δοκιμασία όρκου:
- (Ασσίζ. 1226, 9829).
- 49) Μπαίνω σε τιμή, τιμές = τιμούμαι:
- (Πανώρ. Δ́ 219), (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 4).
- 50) Μπαίνω εις φαντασίαν =
- (α) συνομωτώ:
- (Μαχ. 442)·
- (β) παίρνω την απόφαση να συγγράψω λογοτεχνικό έργο:
- (Θησ. Πρόλ. 118).
- 51) Μπαίνω στη φούρκα = απαγχονίζομαι:
- (Ευγέν. 466).
- 52) Μπαίνω στη φωτιά =
- (α) (σε μεταφ.) πικραίνομαι:
- (Πανώρ. Δ́ 245)·
- (β) αντιμετωπίζω κινδύνους (σε μάχες), διακινδυνεύω:
- (Ερωφ. Δ́ 589).
- 53) Μπαίνω στη χάρη κάπ. =
- (α) κερδίζω τη συμπάθεια, τη συγγνώμη κάπ.:
- (Πανώρ. Έ 140)·
- (β) προκαλώ το ενδιαφέρον κάπ., γίνομαι αρεστός:
- (Ch. pop. 611).
- 54) Μπαίνω στα χέρια κάπ. = συλλαμβάνομαι:
- (Θησ. (Foll.) I 78).
[<αρχ. εμβαίνω. Ο τ. εμπαίννω στο Meursius και σήμ. κυπρ. Ο τ. ε‑ στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Ο αόρ. ήμπα και ο τ. της μτχ. παρκ. εμπασμένος στο Somav. Η λ. (Βλάχ.), η προστ. έμπα και η μτχ. μπασμένος και σήμ.]
- Ά Αμτβ.
- μπερδένω· ?εμπρεδένω· ?εμπροδένω· ?προδένω· μτχ. παρκ. (και του ‑εύω) εμπερδεμένος· μπερδεμένος.
-
— Βλ. και μπερδεύω.
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Συμπλέκομαι με κάπ., τον εμποδίζω (με το σώμα μου) να φύγει:
- ο γέροντας τρεχάμενος την θύραν του ανοίγει, έσωσεν και μπερδένει τον (Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 197)·
- β) (σε μεταφ.) μπερδεύω, πιάνω κάπ. (σε κ.):
- τα λόγια τση στου έρωτα τα δίκτυα μ’ εμπερδέσα (Πανώρ. Ά 114).
- α) Συμπλέκομαι με κάπ., τον εμποδίζω (με το σώμα μου) να φύγει:
- 2) (Μεταφ.)
- α) εμπλέκω κάπ. (σε κ.):
- σε ζημιάν και δυστυχιάν καμιάν να με μπερδέσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [974])·
- β) παγιδεύω:
- ο Έρωτας μ’ εμπέρδεσε και σκλάβον του κρατεί με (Ερωτόκρ. Ά 1201).
- α) εμπλέκω κάπ. (σε κ.):
- 3) Μπλέκω, παρασύρω κάπ. σε ερωτική σχέση ή γάμο με κάπ. άλλο:
- με το γέρο αυτό πάσκει (ενν. η μάννα σου) να σε μπερδέσει (Φορτουν. Γ́ 498).
- 4) Παρασύρω, ξεγελώ κάπ.:
- η πολιτική … περιλαμβάνει σε σφικτά ως διά να σ’ εμπροδέσει (Σαχλ. Ά PM 245).
- 5) Δημιουργώ προβλήματα, δυσκολίες σε κάπ.:
- (Θυσ. 300).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Μπερδεύομαι, μπλέκομαι, πιάνομαι (σε κ.):
- θέλοντας να το βγάλει (ενν. το λατζούνι) μπερδένει και απατός του (Πιστ. βοσκ. IV 3, 258).
- 2) Κάνω σφάλμα που οφείλεται σε μπέρδεμα, σε σύγχυση:
- Δε θέλει να πολυμιλεί (ενν. η Αρετούσα) μη λάχει και μπερδέσει (Ερωτόκρ. Έ 1447).
- 3)
- α) (Προκ. για τη γλώσσα) δεν αρθρώνω καλά, δεν εκφράζομαι καθαρά, μπερδεύομαι:
- δεν τα ξεκαθάρισα (ενν. τα λόγια) … κι εμπέρδενέ του η γλώσσα (Ερωτόκρ. Έ 954)·
- β) (προκ. για λέξεις) δεν αρθρώνομαι με σαφήνεια:
- τα λόγια τση εμπερδένα (Ερωτόκρ. Β́ 2432).
- α) (Προκ. για τη γλώσσα) δεν αρθρώνω καλά, δεν εκφράζομαι καθαρά, μπερδεύομαι:
- 4) (Μεταφ.) εμπλέκομαι (σε κάπ. κατάσταση):
- γοργόν μπερδένει κιανείς εις την αγάπη (Πιστ. βοσκ. IV 7, 118).
- 1) Μπερδεύομαι, μπλέκομαι, πιάνομαι (σε κ.):
- Ά Μτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1) Μπερδεύομαι, πιάνομαι, παγιδεύομαι (σε κ.):
- ένα γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο (Ερωτόκρ. Β́ 225)·
- (σε μεταφ.):
- (Πανώρ. Έ 298).
- 2) (Προκ. για τη γλώσσα) δεν αρθρώνω καλά, δεν εκφράζομαι καθαρά, με σαφήνεια:
- τσευδή και μπερδεμένη γλώσσα (Φορτουν. Αφ. 10).
- 3) (Μεταφ.)
- α) εμπλέκομαι (σε κ.):
- 'ς τόσα κίνδυνα βρίσκεται μπερδεμένος (Πρόλ. άγν. κωμ. 3)·
- β) (προκ. για σφάλμα, παράπτωμα) γίνομαι από λάθος:
- ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του (Ερωτόκρ. Ά 1577).
- α) εμπλέκομαι (σε κ.):
- 1) Μπερδεύομαι, πιάνομαι, παγιδεύομαι (σε κ.):
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Περίπλοκος:
- δουλειά … μπερδεμένη (Ερωτόκρ. Ά 215).
- 2) Που προκαλεί εμπόδια, σύγχυση:
- μπερδεμένη στράτα (Ερωτόκρ. Γ́ 181).
- 1) Περίπλοκος:
[<εμπερδένω (Βλάχ.) <*εμπεριδένω <εμπεριδέω (10.-11. αι., LBG). Η λ. στο Βλάχ. (‑δαί‑), όπου και η μτχ. εμπερδεμένος]
- I. Ενεργ.
- ολοσόβαρος, επίθ.
-
- Πολύ σοβαρός· σκεφτικός, προβληματισμένος:
- με τον τοιούτον λογισμόν … σηκώνομαι ολοσόβαρος (Λίβ. Sc. 126).
[<ολο‑ + επίθ. σοβαρός. Η λ. στον Κουμαν., Συναγ.]
- Πολύ σοβαρός· σκεφτικός, προβληματισμένος:
- παλεύω· παλεύγω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Αμτβ.
- 1) Αγωνίζομαι στο άθλημα της πάλης:
- Σηκωθείτε δύο άνδρες … να παλεύσετε ανδρείως (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΓ́ [239]).
- 2) Συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, παλεύω:
- Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται (ενν. ο Ρωτόκριτος κι ο Άριστος), με τη ζερβή παλεύγου, με τη δεξά βαρίσκουσι (Ερωτόκρ. Δ́ 1843· Διγ. O 2901).
- 3) (Μεταφ.) βρίσκομαι σε δίλημμα, ταλαντεύομαι, προβληματίζομαι:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 382).
- 1) Αγωνίζομαι στο άθλημα της πάλης:
- Β́ (Μτβ.) αντιμετωπίζω κ., αντιστέκομαι σε κ.:
- αναγκαζόμεσθε να τες παλεύσομεν (ενν. τες κακές επιθυμίες της σαρκός μας) (Χριστ. διδασκ. 368).
- Ά Αμτβ.
- II. (Μέσ.) βρίσκομαι σε δίλημμα, ταλαντεύομαι, προβληματίζομαι:
- επαλεύετον ο βασιλεύς με τους δύο λογισμούς (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 11413).
[<ουσ. πάλη + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Αρχ. παλεύω με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Βλάχ. (‑αίβω) και σήμ.]
- I. Ενεργ.