Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "δράκων" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δράκων ο· δράκοντας· γεν. δρακόντου.
-
- 1) Φίδι:
- στα όμορφα χορτάρια δράκοντες χώνουνται (Ερωφ. Δ´ 110).
- 2) Μυθικό τέρας, δράκος:
- ευρίσκουσι … την δρακόντου πόλιν (Καλλίμ. 1380).
- 3) Προκ. για το διάβολο:
- δράκοντος του αρχεκάκου (Εις Θεοτ. 106).
- 4) (Μεταφ.) άνθρωπος δυνατός, άγριος:
- (Χρον. Μορ. H 4040).
[αρχ. ουσ. δράκων. Ο τ. στο Somav. (λ. δράκος) και σήμ.]
- 1) Φίδι: