Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "γελλού" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γελλού η· γιλλού.
-
- 1) Κακοποιό πνεύμα που βλάπτει ή θανατώνει τα βρέφη:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 455)·
- (σε θέση επιθ.):
- γελλούδες γυναίκες (Μαλαξός, Νομοκ. 456).
- 2) (Προκ. για γυναίκα υβριστ.) στρίγγλα:
- (Φορτουν. Α´ 317).
[<αρχ. κύρ. όν. Γελλώ. Ο τ. πιθ. το 12.-14. αι. (LBG, λ. Γιλλώ) Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. Γελλού)]
- 1) Κακοποιό πνεύμα που βλάπτει ή θανατώνει τα βρέφη: