Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Lemma "ασπίς (I)"
ασπίς (I) η· ασπίδα· ’σπίδα· ’σπίθα.
  • 1) Eίδος φαρμακερού φιδιού:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [316]).
  • 2) (Πιθ.) μυθικός δράκος:
    • (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 155).

[αρχ. ουσ. ασπίς. O τ. ασπίδα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go