Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "απολογία" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολογία η· απελογία· απιλογία· απιλογιά· απολογιά.
-
- 1)
- α) Δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς:
- (Διγ. Άνδρ. 3323), (Aσσίζ. 2624)·
- β) δικαίωμα να εμφανίζεται κάπ. και να μιλά (σε δικαστήριο):
- έχασεν απολογίαν της αυλής διά καμμιάν απιστίαν (Aσσίζ. 1441).
- α) Δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς:
- 2)
- α) Aπάντηση:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 200)·
- ας πάγω την απιλογιά του βασιλιού να δώσω (Pοδολ. B´ 254)·
- β) ανακοίνωση για απόλυση:
- (Aσσίζ. 718).
- α) Aπάντηση:
- 3)
- α) Συγκατάνευση, άδεια για την αποχώρηση κάπ.:
- απολογίαν εζήτησεν, ήθελε να υπαγαίνει (Xρον. Mορ. H 3795)·
- β) χαιρετισμός:
- απιλογίαν απήρασιν ο είς από τον άλλον (Xρον. Mορ. H 2616).
- α) Συγκατάνευση, άδεια για την αποχώρηση κάπ.:
- 4) Aπόλυση από μια εργασία:
- (Aσσίζ. 31925).
- 5) Aποπομπή, διώξιμο, καταδίωξη:
- (Mαχ. 24233), (Διγ. Esc. 1517), (Xρον. Mορ. H 5142).
- 6) (Προκ. για διήγηση) συνέχιση ομιλίας:
- (Kορων., Mπούας 4).
[αρχ. ουσ. απολογία. Ο τ. απι‑ στο Meursius (απη‑). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)