Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "κυλημοκυτρώ"
κυλημοκυτρώ.
– Βλ. και κουλουμουντρώ.
  • Kάνω κωλοτούμπες:
    • (Σπανός B 109).

[<ουσ. κύλημα (Δημ.) + κυρτώ (L‑S, όω, σημερ. ώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες