Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "καθορκίζω"
καθορκίζω· κατορκίζω.
  • Oρκίζω:
    • κατορκίζω σε και ομνύω σε εις το σπαθίν σου (Λίβ. N 3671).

[<πρόθ. κατά + ορκίζω. H λ. τον 11. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες