Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: ἀγκωνή
1 item total
αγκωνή η.
  • Γωνιά, άκρη:
    • Για να μαζώξουν όλο το Iσραέλ από τες αγκωνές του κόσμου (Εβρ. ελεγ. 170).

[<συμφ. ουσ. αγκώνας + γωνία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go