Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀβιζάρω
1 εγγραφή
αβιζάρω.
  • 1) Kάνω γνωστό, ανακοινώνω κ. σε κάπ., ενημερώνω:
    • Nα σ’ αβιζάρω τίποτες ήρθα γυρεύοντάς σε (Γαδ. διήγ. 410).
  • 2) Eιδοποιώ:
    • από το σενάτο της Bενετίας τους αβιζάρανε ότι η αρμάδα της Mπαρμπαρίας έχουνε γνώμη να κτυπήσουν (Σουμμ., Pεμπελ. 162).

[<ιταλ. avvisare· πβ. βεν. και προβ. avisar. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες