Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενερώνω
1 εγγραφή
ξενερώνω.
  • Ξενερίζω (βλ. ά.):
    • εις την χώρα κοντά έχει πολλά νησία και ξέρες και δεν ξενερώνουν (Πορτολ. Α 24313).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. νερό + κατάλ. ‑ώνω· πβ. ξενερίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες