Επιτομή Λεξικού Κριαρά
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομυρίζω.
-
- Μυρώνω κάπ. (κατά το χρίσμα)·
- (αμτβ.) αλείφομαι με αγιασμένο λάδι:
- ν’ ανήβω στον Χριστόν εις την Χαλκήν απάνω ν’ απομυρίσω, ότι εριγώ (Προδρ. IV 451-2 χφ P κριτ. υπ).
- (αμτβ.) αλείφομαι με αγιασμένο λάδι:
[<πρόθ. από + μυρίζω. H λ. τον 9. αι. (Lampe· βλ. και LBG). Βλ. και απομυρώνω]
- Μυρώνω κάπ. (κατά το χρίσμα)·
- απομυρώνω.
-
- α) Xρίω, μυρώνω κάπ. (κατά το χρίσμα):
- όλους εβάπτισέν τους … και απομύρωσέν τους (Διγ. O 1210)·
- β) αλείφω με αγιασμένο λάδι:
- ν’ ανέβω στον Χριστόν … να απομυρωθώ (Προδρ. IV 451-2 χφ V κριτ. υπ).
[<απομυρίζω κατά το μυρώνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Xρίω, μυρώνω κάπ. (κατά το χρίσμα):
- μύρωμα το.
-
- (Εκκλ.) η επάλειψη με άγιο μύρο μετά το βάφτισμα, το μυστήριο του Χρίσματος:
- λάδι του μυρωμάτου (Ύμν. Παναγ. 9).
[<μυρώνω + κατάλ. ‑μα· πβ. αρχ. ουσ. μύρωμα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) η επάλειψη με άγιο μύρο μετά το βάφτισμα, το μυστήριο του Χρίσματος:
- μυρώνω.
-
- 1) Αλείφω με μύρο:
- εγκαινίασέν τον (ενν. ο πατριάρχης τον σταυρόν) και εμύρωσέν τον (Μαχ. 7029).
- 2) (Εκκλ.) αλείφω με άγιο μύρο μετά το βάφτισμα:
- (Διγ. O 1207).
[αρχ. μυρόω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αλείφω με μύρο:
- ξαναμυρώνω.
-
- (Εκκλ.) αλείφω με Άγιο Μύρο ξανά (εδώ προκ. για άτομο που επανέρχεται στην ορθόδοξη πίστη):
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 434).
[<ξανα‑ + μυρώνω· πβ. παλαιότ. εξαναμυρόω (9. αι., LBG)]
- (Εκκλ.) αλείφω με Άγιο Μύρο ξανά (εδώ προκ. για άτομο που επανέρχεται στην ορθόδοξη πίστη):