Επιτομή Λεξικού Κριαρά
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκεντρίζω.
-
- Μπολιάζω· ενώνω, προσαρμόζω κ. σε κ., συγκολλώ:
- (Ιερακοσ. 48230‑1)·
- (μεταφ.):
- ει δε τις εγκεντρίσειε και τούτον (ενν. τον λόγον) τεχνηέντως … (Γλυκά, Αναγ. 95).
[αρχ. εγκεντρίζω]
- Μπολιάζω· ενώνω, προσαρμόζω κ. σε κ., συγκολλώ:
- εκκεντρώνω.
-
- Μπολιάζω·
- (εδώ μεταφ.):
- ηθέλησες εξ ευγενούς κλάδου να εκκεντρώσεις το γένος το ημέτερον (Αιτωλ., Βοηβ. 30).
- (εδώ μεταφ.):
[<πρόθ. εκ + κεντρώνω. Η λ. τον 11. αι. (‑όω, LBG)]
- Μπολιάζω·
- κεντρίζω.
-
- 1) Τσιμπώ:
- τον εκέντρισαν (ενν. τα μελίσσια) κι ήθελαν να τον φάσι (Αιτωλ., Μύθ. 858).
- 2) Μπολιάζω:
- δύο ρίζες ελιοπούλες … εκέντρισεν (Βαρούχ. 8510).
[αρχ. κεντρίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τσιμπώ:
- κεντρώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 516).
- 2) (Προκ. για βάτο) τσιμπώ, αγκυλώνω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 89).
- 3) (Προκ. για δέντρο) μπολιάζω:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 36v).
- 1) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω:
- Β´ (Αμτβ.) ξεφυτρώνω, «ξεπετιέμαι» προς τα πάνω:
- Τρία κλωνάρια τρίλογα θέλουσι ξεφυτρώσει, … τρεις κορφές, τρεις ρίζες θε κεντρώσει (Χούμνου, Κοσμογ. 372).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Πλήττομαι, πληγώνομαι:
- εκεντρώθη η ψυχή τους εις τα κάλλη της (ενν. της κόρης) (Διγ. Άνδρ. 37724).
- 2) Ερεθίζομαι:
- τόν αγαπώ είδα στυγνόν, της μάχης κεντρωμένον (Ερωτοπ. 398).
- 1) Πλήττομαι, πληγώνομαι:
[αρχ. κεντρόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- μετεγκεντρίζω.
-
- Μπολιάζω σ’ άλλο δένδρο·
- (εδώ σε μεταφ.):
- προς οίου δένδρου φύσιν μετεγκεντρίσας εμαυτόν … εξημερώθην (Γλυκά, Στ. Β́ 111).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<πρόθ. μετά + εγκεντρίζω. Η λ. τον 7. αι.]
- Μπολιάζω σ’ άλλο δένδρο·