Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαζαρκάνος ο.
-
— Βλ. και μπαζιριάνης.
- Πλανόδιος έμπορος, πραματευτής:
- ένας μπαζαρκάνος … πήγε … κατεργάρους ν’ αγοράσει (Τριβ. Ταγιαπ. 77). [<τουρκ. bazαrgân, περσ. προέλ. Θηλ. ‑α σήμ. ιδιωμ. Λ. πεζιρκιάνος σήμ. ποντ.]
- Πλανόδιος έμπορος, πραματευτής:
- μπαζιριάνης ο· μπεζεριάνης· μπεζιριάνης.
-
— Βλ. και μπαζαρκάνος.
- Πλανόδιος έμπορος, πραματευτής:
- ήλθεν ένας μπεζεριάνης· φαρίν είχε να πωλήσει (Πτωχολ. A 93). [<τουρκ. bazirgân, περσ. προέλ. Τ. μπεζεριένης (Κουκκίδης) και μπι‑ σήμ. ιδιωμ.]
- Πλανόδιος έμπορος, πραματευτής:
- μπάζω,
- βλ. εμπάζω.