Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιραίνω
1 εγγραφή
μοιραίνω.
  • α) (Προκ. για τη Μοίρα) ορίζω τη μοίρα κάπ., προδιαγράφω το πεπρωμένο του:
    • (Ευγέν. 717
    • το μελλάμενο εκ την αρχή του αθρώπου οι Μοίρες το μοιραίνουσι (Φαλιέρ., Ενύπν. 58
  • β) προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάπ.:
    • όλες τσι χάρες π’ Ουρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσα, μ’ όλες τον εμοιράνασι (Ερωτόκρ. Ά 84).

[<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες