Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεισούρα
1 εγγραφή
κλεισούρα η.
  • 1)
    • α) Στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους:
      • (Χρον. Μορ. H 8347
    • β) οχυρή στενωπός συνόρου:
      • τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας κι εφύλαττον την Ρωμανιάν από βάρβαρα έθνη (Διγ. Esc. 1691).
  • 2) Κλείσιμο· οχύρωμα:
    • είδον και πόλιν … γύροθεν έχουσαν βουνά, πλησίον δε πεδία, κλεισούραν έχων κύκλοθεν (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 16).

[<μεσν. λατ. clausura με παρετυμ. επίδρ. του κλείνω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες