Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάρβουνο(ν) το· κάρβωνον.
-
- 1) Άνθρακας:
- να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι (Ερωτόκρ. Α´ 1804).
- 2) (Μεταφ.)
- α) πόθος, πάθος:
- (Πανώρ. Πρόλ. 66)·
- τα πολλά κάρβουνα τα αφτούμενα των αμαρτιών μας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397)·
- β) έγνοια, βάσανο:
- το κάρβουνό μου στην καρδιά πάντα σου θέλει βράζει (Ερωτόκρ. Γ´ 1244)·
- γ) φρ. με καίνε κάρβουνα = βασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40513).
- α) πόθος, πάθος:
[<ουσ. κάρβων (6. αι., L‑S). Η λ. (‑ον) στο Meursius και σήμ. (‑ο)]
- 1) Άνθρακας:
- καρβουνουστιά η,
- βλ. καρβουνιστιά.



