Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεφ
1 εγγραφή
άπεφθος, -η, -ο [ápefθos] (L)
  • ① unalloyed, unadulterated, pure (syn αγνός 3, γνήσιος, καθαρός):
    • ~ χρυσός, άπεφθο χρυσάφι |
    • άπεφθη λίρα |
    • άπεφθο ασήμι |
    • η φλόγα του έρωτα δεν μπόρεσε ν' αντικαταστήσει το άπεφθο μέταλλο της φιλίας (Ploritis)
  • ② fig genuine, pure (syn γνήσιος):
    • τυφλό μίσος περιβάλλει το άπεφθο φως της καλοσύνης (Chairop) |
    • η άπεφθη φιλοσοφική όραση υπερβαίνει την εποχή (Malevitsis) |
    • poem ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος (Elytis)

[fr kath άπεφθος ← K, AG ἄπεφθος 'purified by boiling']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες