Μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης. χ.χ. Λυσία Λόγος εναντίον του Ερατοσθένη. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Θέλω να κατεβώ από το βήμα, αφού πρώτα θυμίσω μερικά στις δύο μερίδες των πολιτών, και στη μερίδα της πόλης και στη μερίδα του Πειραιά, έτσι ώστε να ψηφίσετε όλοι έχοντας για κριτήρια αυτά που υποφέρατε εξαιτίας τους. Πρώτα πρώτα, όσοι μείνατε στην πόλη, συλλογιστείτε ότι αυτοί ασκούσαν πάνω σας μια τόσο σκληρή εξουσία, ώστε ήσασταν αναγκασμένοι να διεξάγετε με τους αδελφούς και τους γιους και τους συμπολίτες σας ένα τέτοιον πόλεμο, όπου, μολονότι έχετε ηττηθεί, βρίσκεστε στην ίδια μοίρα με τους νικητές, ενώ, αν νικούσατε, θα γινόσασταν δούλοι των Τριάντα. Αυτοί, με τις πολιτικές τους αυθαιρεσίες, μεγάλωσαν τις ιδιωτικές τους περιουσίες, ενώ εσείς, με τον εμφύλιο πόλεμο, τις έχετε ελαττώσει. Γιατί, φυσικά, δε θεωρούσαν απαραίτητο να συμμετέχετε στα διάφορα κέρδη, ενώ σας ανάγκαζαν να συμμερίζεστε τις ευθύνες που τους καταλόγιζαν. Και έφτασαν σε τέτοιο βαθμό κυνισμού, ώστε δεν κέρδιζαν την αφοσίωσή σας μοιράζοντάς σας από τα αγαθά τους, αλλά πίστευαν ότι αποχτούσαν την εύνοιά σας μεταδίδοντάς σας τα αίσχη τους. Για όλα αυτά, τώρα που έχετε αποχτήσει ξανά το θάρρος σας, όσο σας είναι δυνατό, ζητήστε την τιμωρία τους και για δική σας χάρη και για χάρη της μερίδας του Πειραιά. Σκεφτείτε ότι τότε σας εξουσίαζαν αυτοί οι πανάθλιοι άνθρωποι· σκεφτείτε ότι τώρα ασκείτε τα πολιτικά σας δικαιώματα μαζί με άριστους συμπολίτες, ότι πολεμάτε μόνο με τους εχθρούς της πατρίδας σας και ασχολείστε με τα προβλήματα της πόλης. Και θυμηθείτε τους ξένους μισθοφόρους, που αυτοί είχαν εγκαταστήσει στην ακρόπολη, για να περιφρουρούν τη δική τους εξουσία και τη δική σας δουλεία. Σ' εσάς, μολονότι πολλά υπάρχουν ακόμα να πω, μόνο αυτά αναφέρω.

Όσοι πάλι κατεβήκατε στον Πειραιά, θυμηθείτε πρώτα πρώτα την υπόθεση των όπλων: ενώ είχατε πάρει μέρος σε πολλές μάχες σε ξένους τόπους, τα όπλά σας τα στέρησαν όχι εθνικοί σας εχθροί, αλλά αυτοί εδώ, και μάλιστα σε περίοδο ειρήνης· ύστερα σας κήρυξαν έκπτωτους από την πόλη που σας είχαν παραδώσει οι πρόγονοί σας, και όσο ζούσατε στην εξορία, αυτοί ζητούσαν την έκδοσή σας από διάφορες πόλεις. Για όλα αυτά πρέπει να αισθανθείτε τόση οργή, όση και τον καιρό της εξορίας σας, και να θυμηθείτε και όσα άλλα δεινά υποφέρατε από αυτούς: άλλους έσερναν από την αγορά καί άλλους από τόπους λατρείας, και τους σκότωναν· άλλους άρπαζαν βίαια από τα παιδιά, τους γονείς και τις γυναίκες τους, τους ανάγκαζαν να αυτοκτονήσουν και δεν έδιναν καν άδεια να θαφτούν με τα καθιερωμένα έθιμα, πιστεύοντας ότι η δική τους εξουσία θα ήταν μονιμότερη από την τιμωρία των θεών. Και όσοι ξεφύγατε το θάνατο, έχοντας περάσει πολλούς κινδύνους, έχοντας περιπλανηθεί σε πολλές πόλεις και αντιμετωπίζοντας από παντού την άρνηση, χωρίς να έχετε καν τα απαραίτητα για να ζήσετε, άλλοι από σας έχοντας αφήσει τα παιδιά σας σε πατρίδα τώρα εχθρική, άλλοι σε ξένους τόπους, έχοντας γύρω σας πολλούς αντιπάλους, ήρθατε τέλος στον Πειραιά. Ύστερα από πολλούς και μεγάλους κινδύνους, με τη γενναιότητά σας άλλους ελευθερώσατε και άλλους φέρατε πίσω στην πατρίδα. Αν όμως αποτυχαίνατε και αστοχούσατε στις προσπάθειές σας αυτές, εσείς οι ίδιοι θα παίρνατε πάλι το δρόμο της εξορίας, από φόβο μήπως ξαναπάθετε τα όσα είχατε υποφέρει πριν. Και τότε μέσα στην άδικη ταλαιπωρία σας, έτσι που φέρνονταν αυτοί, δε θα σας ωφελούσαν ούτε ιερά ούτε βωμοί, αυτά που προσφέρουν προστασία ακόμα και στους ενόχους. Και όσο για τα παιδιά σας, όσα έμεναν εδώ, αυτοί θα τα μεταχειρίζονταν εξευτελιστικά, ενώ όσα ήταν στα ξένα, θα είχαν καταντήσει δούλοι, για να ξεπληρώσουν ασήμαντα χρέη, αφού δε θα ήταν κανείς να τα συντρέξει.

Ωστόσο, δε θέλω ν' απαριθμώ τα όσα θα μπορούσαν να συμβούν, αφού δεν μπορώ καν να εκθέσω τα όσα έχουν γίνει. Γιατί αυτό είναι δουλειά όχι ενός κατηγόρου ούτε δύο, αλλά πολλών. Πάντως, ούτε το ελάχιστο μόριο από το ζήλο μου δεν έχει αδρανήσει, για να υπερασπίσω τα ιερά, που αυτοί ή πούλησαν ή λέρωσαν με την επαφή τους, την πόλη, που αυτοί σιγά σιγά εκμηδένιζαν, τους ναύσταθμους, που αυτοί κατάστρεψαν, τους νεκρούς, που εσείς, αφού δεν μπορέσατε να προστατέψετε όσο ζούσαν, βοηθήστε τους τουλάχιστο τώρα που έχουν πεθάνει. Φαντάζομαι ότι μας ακούνε αυτή τη στιγμή και ότι θα σας παρακολουθούν να ρίχνετε την ψήφο σας, πιστεύοντας και αυτοί ότι, όσοι τυχόν από σας αθωώσετε τους ενόχους, θα έχετε καταδικάσει σε θάνατο αυτούς τους ίδιους, ενώ όσοι θα τιμωρήσουν τους ενόχους, θα πάρουν εκδίκηση γι' αυτούς.

Θα σταματήσω την κατηγορία μου. Ακούσατε· είδατε· πάθατε· τον κρατάτε· κρίνετέ τον.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Επιθυμώ δε να κατέλθω του βήματος, αφού υπενθυμίσω ολίγα και εις τους εκ του Άστεως και εις τους εκ Πειραιώς διά να ψηφίσητε έχοντες ως παράδειγμα τας γενομένας εξ αιτίας των δικαζομένων συμφοράς. Και πρώτον μεν οι εκ του Άστεως να σκεφθήτε ότι υπό τούτων τόσον πολύ επιέζεσθε, ώστε ηναγκάζεσθε να διεξάγητε εναντίον των αδελφών σας, των τέκνων σας και των συμπολιτών σας τοιούτον πόλεμον, εις τον οποίον αφού ενικήθητε τα αυτά μεν δικαιώματα με τους νικητάς έχετε (διότι οι δημοκρατικοί σάς ημνήστευσαν εάν δε ενικούσατε θα είσθε τότε δούλοι εις τούτους (τους Τριάκοντα). Και τας ιδιωτικάς των περιουσίας τεραστίως ηύξησαν ένεκα των περιστάσεων, και δεν έκριναν άξιον να ωφελήσθε και σεις, αλλά σας ηνάγκαζον να συκοφαντή ο ένας τον άλλον, και τόσον υπερήφανοι κατέστησαν, ώστε δεν προσεπάθουν να σας κάμουν πιστούς οπαδούς των δίδοντες εις σας μέρος των αγαθών, αλλ' εφαντάζοντο ότι είναι δυνατόν να σας κάμουν φίλους των μεταδίδοντες εις σας τας αισχράς και αδίκους πράξεις των. Δι' όλα αυτά σεις ευρισκόμενοι τώρα εν ασφαλεία τιμωρήσατε αυτούς, όσον δύνασθε, και χάριν του εαυτού σας και χάριν των δημοκρατικών, έχοντες υπ' όψιν σας ότι οι πονηρότατοι ούτοι σας εξουσίαζον, ότι τώρα ζήτε ως ελεύθεροι πολίται μετά χρηστών ανδρών, ότι μάχεσθε εναντίον των εχθρών της πόλεως, και όχι των συμπολιτών σας, και ότι ελευθέρως συνέρχεσθε και αποφασίζετε διά τα συμφέροντα του κράτους. Ενθυμηθήτε τους επικούρους, τους οποίους ούτοι εγκατέστησαν εις την Ακρόπολιν ως φύλακας της εξουσίας των και της δουλείας σας. Και προς σας μεν, αν και υπάρχουν πολλά ακόμη, που έπρεπε να λεχθούν, τόσα ολίγα λέγω. Οι εκ Πειραιώς δε ενθυμηθήτε πρώτον μεν, τα όπλα σας, ότι δηλαδή εις σας που είχετε διεξαγάγει πολλάς μάχας εις εχθρικάς χώρας, δεν σας αφήρεσαν τα όπλα οι εχθροί, αλλά ούτοι (οι Τριάκοντα) εν καιρώ ειρήνης, έπειτα δε ότι εξεδιώχθητε μεν εκ της πόλεως την οποίαν σας παρέδωσαν οι γονείς σας, και ότι σας εζήτουν από τας πόλεις, εις τας οποίας είχετε καταφύγει. Δι' όλα αυτά πρέπει να αγανακτήτε, καθώς ηγανακτήτε, όταν εξωρίζεσθε, ενθυμηθήτε και τας άλλας συμφοράς, τας οποίας υπέστητε υπ' αυτών, οι οποίοι άλλους μεν από την αγοράν, άλλους δε από τα ιερά βιαίως αρπάζοντες εφόνευον, άλλους δε βιαίως αποσπώντες από τας αγκάλας των τέκνων των, των γονέων των και των συζύγων των, τους ηνάγκασαν να αυτοκτονήσουν, και δεν επέτρεψαν να ενταφιασθούν με τον καθιερωμένον τρόπον των κηδειών, επειδή επίστευον ότι η εξουσία των είναι τόσον ασφαλής, ώστε ουδέ οι θεοί ηδύναντο να τιμωρήσουν την ασέβειάν των. Όσοι δε διεφύγετε τον θάνατον, αν και εκινδυνεύσατε πολλάκις, και περιεπλανήθητε εις πολλάς πόλεις, και από όλα τα μέρη εξεδιώκεσθε στερούμενοι των μέσων της συντηρήσεως, άλλοι μεν, αν και εγκαταλείψετε τα τέκνα εις την πατρίδα, ήτις ήτο εχθρά, άλλοι δε ευρισκόμενοι εις ξένας χώρας εσπεύσατε εις τον Πειραιά, αν και πολλοί ηναντιούντο εις την πρόθεσίν σας να μεταβήτε εις Πειραιά προς βοήθειαν των δημοκρατικών. Αν και παρουσιάσθησαν πολλοί και μεγάλοι κίνδυνοι, αναδειχθέντες σεις άνδρες γενναίοι άλλους μεν ελευθερώσατε, τους εξορίστους δε εις την πατρίδα των επανεφέρατε. Εάν δε ενικάσθε, και απετυγχάνετε του σκοπού σας, σεις μεν θα εφεύγετε φοβηθέντες μήπως πάθετε τα ίδια, τα οποία και πρότερον επάθετε, και ούτε ιερά ούτε βωμοί, τα οποία και τους αδικούντας σώζουν, ήτο δυνατόν, εξ αιτίας των Τριάκοντα, να σας ωφελήσουν αδικουμένους. Τα παιδιά σας δε, όσα μεν θα έμενον εδώ θα υφίσταντο παν είδος ταπεινώσεως και αδικίας υπό τούτων, οι δε εις ξένας χώρας ευρισκόμενοι ένεκα μικρών δανείων θα εγίνοντο δούλοι, διότι ουδείς θα υπήρχε να τους βοηθήση.

Αλλά παύω, διότι δεν θέλω να ομιλώ δι' εκείνα τα οποία έμελλον να γίνουν, επειδή δεν δύναμαι να εκθέσω τας πράξεις αυτών, διότι αυτό δεν είναι έργον ούτε ενός ούτε δύο κατηγόρων αλλά πολλών. Ουδόλως όμως μου έλειψεν η προθυμία να κατηγορώ αυτούς. Εκδικηθήτε διά τα ιερά, εκ των οποίων ούτοι άλλα μεν επώλησαν, εις άλλα δε εισερχόμενοι εμίαινον αυτά, εκδικηθήτε διά την πόλιν, την οποίαν έκαμαν μικράν, εκδικηθήτε διά τον ναύσταθμον, τον οποίον κατέστρεψαν· διά τους φονευθέντας, τους οποίους σεις βοηθήσατε αποθανόντας, αφού ζώντας δεν ηδύνασθε να τους βοηθήτε. Νομίζω δε ότι αυτοί (οι αποθανόντες) και ακούουσιν ημάς και θέλουσι γνωρίσει πώς θα χρησιμοποιήσετε την ψήφον σας, στοχαζόμενοι (οι αποθανόντες) ότι όσοι μεν εξ υμών τυχόν δώσητε ψήφον υπέρ τούτων (των κατηγορουμένων) θέλετε καταδικάσει αυτούς (τους αποθανόντας) εις θάνατον, όσοι δε καταδικάσητε τούτους (τους κατηγορουμένους) ότι υπέρ αυτών (των αποθανόντων) θα διαθέσητε την ψήφον σας. Θα παύσω την κατηγορίαν. Έχετε ακούσει, έχετε ίδει, έχετε πάθει, τους έχετε εις την εξουσίαν σας, καταδικάσατέ τους.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2003. Λυσίας. ΙΙ, Καταγγελτικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ. Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Θα κατεβώ από το βήμα, αφού υπενθυμίσω μερικά ακόμη και στους δυο, και στους ολιγαρχικούς δηλαδή και στους δημοκρατικούς, για να πάρετε την ορθή απόφαση έχοντας ως παράδειγμα τις συμφορές που έγιναν εξαιτίας αυτών εδώ σε σας. Και πρώτα λοιπόν, όσοι είσθε ολιγαρχικοί σκεφθείτε ότι τόσο δεινοπαθήσατε από αυτούς εδώ, ώστε εξαναγκασθήκατε να κάνετε τέτοιο πόλεμο εναντίον των αδελφών σας και των παιδιών και των συμπολιτών σας, στον οποίο, αν και ηττηθήκαμε, έχετε τα ίδια δικαιώματα με τους νικητές, αν όμως επικρατούσατε, θα εξακολουθούσατε να είσθε σ' αυτούς (τους τυράννους) δούλοι. Κι αυτοί τις ιδιωτικές περιουσίες τους θα μπορούσαν να τις μεγαλώσουν, εκμεταλλευόμενοι εσάς, ενώ εσείς εξαιτίας του μεταξύ σας αλληλοσπαραγμού τις μειώσατε. Γιατί, δεν αξίωναν να ωφελείσθε και σεις μαζί τους αλλά σας υποχρέωναν να συκοφαντείσθε μαζί τους, αφού έφτασαν σε τέτοιο βαθμό αλαζονείας, ώστε σας θεωρούσαν πιστούς όχι με το να σας δίνουν μέρος από τα αγαθά τους, αλλά σας λογάριαζαν για δικούς τους με το να σας μεταδίδουν μέρος από τα αίσχη τους. Για όλα αυτά τώρα εσείς από θέση ισχύος τιμωρήστε τους με όση δύναμη διαθέτετε, και για προσωπική σας χάρη και για χάρη όλων των δημοκρατικών, λαμβάνοντας υπόψη ότι κακοδιοικούσαστε από αυτά τα καθάρματα και αναλογιζόμενοι πάλι ότι τώρα ζείτε ως συμπολίτες με τους πιο άριστους άνδρες και ότι μάχεσθε εναντίον των εχθρών (κι όχι φίλων) και ότι ζείτε σε συμμετοχική δημοκρατία, κι αφού ανακαλέσετε στη μνήμη σας τους επίκουρους φύλακες που αυτοί μας φύτεψαν στην ακρόπολη για τη δική τους ασφάλεια και τη δική σας υποδούλωση. Απ' τα πολλά που έχω να πω, ας θεωρηθούν αρκετά αυτά.

Όσοι, πάλι, είσαστε δημοκρατικοί σκεφτείτε τα όπλα σας, ότι δηλαδή αφού δώσατε πολλές (φονικότατες) μάχες σε ξένα μέρη, όχι από εχθρούς αλλά από αυτούς εδώ αφοπλιστήκατε σε περίοδο ειρήνης, έπειτα ότι εκδιωχτήκατε από την πόλη που σας την παρέδωσαν οι γονείς σας και ότι ζητούσαν την έκδοσή σας (στην Αθήνα) από τις πόλεις (που σας είχαν παραχωρήσει πολιτικό άσυλο). Γι' αυτά ξεσπάστε εναντίον τους τώρα, όπως τότε που παίρνατε το δρόμο της εξορίας, και ανακαλέστε στη μνήμη σας και τις άλλες συμφορές που έχετε πάθει από αυτούς, που άλλους από την αγορά κι άλλους από τα ιερά τους έσερναν χρησιμοποιώντας βία και τους σκότωναν, κι άλλους που αποσπώντας τους από τα χέρια των παιδιών ή των γονέων ή των γυναικών τους ανάγκασαν να αυτοκτονήσουν και δεν επέτρεψαν ούτε να τους θάψουν με τα καθιερωμένα για τις κηδείες έθιμα, πιστεύοντας (οι αθεόφοβοι) ότι η εξουσία τους ήταν ισχυρότερη από την ασέβεια προς τους θεούς. Όσοι γλίτωσαν από τα χέρια τους, αφού κινδυνέψατε σε πολλές πόλεις και αφού περιπλανηθήκατε και από παντού εκδιωχθήκατε, στερούμενοι τα πάντα, άλλοι αφού εγκαταλείψατε τα παιδιά σας στο εχθρικό περιβάλλον της πατρίδας κι άλλοι σε ξένα μέρη, κάτω από πολλές αντιξοότητες φτάσατε στον Πειραιά και εν μέσω πολλών και μεγάλων κινδύνων αναδειχτήκατε σε γενναίους άνδρες και άλλους απελευθερώσατε και για άλλους ανοίξατε το δρόμο να επανέλθουν από την εξορία στην πατρίδα τους. Αν τυχόν πέφτατε έξω και αποτυγχάνατε σ' αυτά, εσείς ασφαλώς θα φεύγατε από φόβο μήπως ξαναπάθετε τέτοια που πάθατε λίγο νωρίτερα, και ούτε τα ιερά ούτε οι βωμοί θα σας ωφελούσαν που αδικούσασταν από τις βέβηλες πράξεις τους, που θεωρούνται καταφύγια σωτήριας ακόμη και γι' αυτούς που αδικούν. Τα παιδιά σας, όσα παρέμειναν εδώ, θα εξευτελίζονταν από κείνους, κι όσα θα είχαν απομακρυνθεί σε ξένα μέρη έναντι ελάχιστου χρηματικού ποσού θα καταντούσαν δούλοι, από απουσία των γονέων τους που θα τους βοηθούσαν.

Βέβαια, δε θέλω να κινδυνολογήσω για τα μελλοντικά, αφού δε μπορώ να καλύψω ούτε καν αυτά τα αίσχη τους που διαπράχθηκαν στο παρελθόν. Εξάλλου, γι' αυτά δεν επαρκεί ένας κατήγορος ούτε δύο αλλά πολλοί. Όμως, φρόντισα με ζήλο και πληρότητα να αναφερθώ και στα ιερά, από τα οποία αυτοί εδώ άλλα ξεπούλησαν κι άλλα μπήκαν μέσα και τα βεβήλωσαν, και στην πόλη την οποία συρρίκνωσαν, και στους ναύσταθμους που τους γκρέμισαν, και για τους νεκρούς μας, τους οποίους εσείς βοηθήστε τους τώρα, μια και δε μπορούσατε να τους σώσετε από τα χέρια τους όσο ζούσαν. Είμαι σίγουρος ότι αυτοί (οι νεκροί) και θα ακούσουν εμάς και θα μάθουν πώς εσείς θα αποφασίσετε σήμερα, θεωρώντας ότι, όσοι από σας θα αθωώσετε αυτούς εδώ, θα έχετε καταδικάσει ταυτόχρονα αυτούς σε (νέο) θάνατο, όσοι όμως θα καταδικάσουν αυτούς (σε θάνατο), θα έχουν ταυτόχρονα επιβάλει τη θανατική ποινή (στον Ερατοσθένη και τη συμμορία του) για τη δική τους δικαίωση. Εδώ θα σταματήσω την κατηγορία. Έχετε ακούσει, έχετε δει, έχετε πάθει. Τώρα κρατάτε τους ενόχους στα χέρια σας. Συντρίψτε τους.