Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Aφού, λοιπόν, μου κληροδοτήθηκε τόση περιουσία, όση ακούσατε στην αρχή, το ένα τρίτο της οποίας μου απέφερε έσοδα πενήντα μνες, ενώ ήταν δυνατόν αυτοί, παρότι η δίψα τους για χρήματα ήταν ακόρεστη, ακόμη και αν δεν ήθελαν να νοικιάσουν την περιουσία, αφενός από αυτά τα έσοδα, χωρίς να πειράξουν τα υπόλοιπα, και εμάς να συντηρήσουν και τις οικονομικές υποχρεώσεις προς την πόλη να διαχειριστούν και όσα περίσσευαν να τα αποταμιεύουν, αφετέρου επενδύοντας την υπόλοιπη περιουσία, καθώς ήταν διπλάσια σε μέγεθος, και οι ίδιοι, αν ήθελαν χρήματα, να πάρουν από αυτά ένα λογικό μερίδιο, και εγώ να αποκτήσω εκτός από το αρχικό κεφάλαιο μεγαλύτερη περιουσία από τα έσοδα, δεν έκαναν τίποτε από αυτά, αλλά αντίθετα πουλώντας ο ένας στον άλλο τους πλέον πολύτιμους δούλους και εξαφανίζοντας ολοσχερώς όλα τα υπόλοιπα, κατέστρεψαν και τα έσοδα που διέθετα αλλά και τα δικά τους αύξησαν με βάση τα δικά μου σε βαθμό κάθε άλλο παρά αμελητέο. Παίρνοντας και όλα τα υπόλοιπα κατά τον ίδιο επαίσχυντο τρόπο, όλοι μαζί προβάλλουν την ένσταση ότι δεν μου κληροδοτήθηκαν περισσότερα από τα μισά χρήματά μου, ότι τάχα η περιουσία μου ανερχόταν σε πέντε μόνο τάλαντα και για αυτήν αποδίδουν λογαριασμό, χωρίς αφενός να παρουσιάζουν κανένα έσοδο από αυτήν, ενώ αφετέρου εμφανίζουν το κεφάλαιο, ισχυριζόμενοι με τη μεγαλύτερη αναίδεια ότι η αρχική περιουσία σπαταλήθηκε. Kαι δεν ντρέπονται για το θράσος τους. Kαι τι φαντάζεστε ότι θα είχα υποστεί από αυτούς, αν με κηδεμόνευαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα; Δεν θα ήξεραν τι να απαντήσουν. Aφού, τώρα, που έχουν περάσει δέκα χρόνια, μου έχουν επιστραφεί τόσο λίγα από αυτούς τους δύο, ενώ από εκείνον τον τρίτο εκκρεμεί επιπλέον δίωξη εναντίον μου για οφειλή χρημάτων, δεν αξίζει να εξεγείρομαι; Eίναι προφανές σε όλους· αν είχα ορφανέψει ενός έτους, και είχαν αναλάβει την κηδεμονία μου για έξι επιπλέον χρόνια, δεν θα έπαιρνα από αυτούς ούτε αυτά τα λίγα. Γιατί, αν τα χρήματα είχαν ξοδευτεί όπως πρέπει, όσα τώρα έλαβα δεν θα έφταναν για έξι χρόνια, αλλά είτε θα με ανέθρεφαν οι ίδιοι είτε θα με άφηναν να λιμοκτονήσω. Δεν είναι, όμως, φοβερό, άλλες κληροδοτημένες περιουσίες αξίας ενός ή δύο ταλάντων να έχουν γίνει μέσω της ενοικίασης διπλάσιες και τριπλάσιες, ώστε να υπάρχει η απαίτηση να χρηματοδοτήσουν δημόσια έργα, ενώ η δική μου, που συνήθως εξόπλιζε τριήρεις και απέδιδε πολλούς φόρους, να μην μπορεί ούτε λίγους να εισφέρει εξαιτίας των αδιάντροπων πράξεων αυτών των ανθρώπων; Tι έχει μείνει να πει κανείς που να ξεπερνά τις πράξεις τους; Aυτοί που και τη διαθήκη εξαφάνισαν πιστεύοντας ότι δεν θα τους ανακαλύψουν, και τις δικές τους περιουσίες διαχειρίστηκαν από την εκμετάλλευση της περιουσίας και το αρχικό τους κεφάλαιο αύξησαν με τα δικά μου κατά πολύ σε σχέση με όσα είχαν, ενώ κατέστρεψαν όλο το κεφάλαιο της δικής μου περιουσίας, σαν να τους είχαμε κάνει τη μεγαλύτερη αδικία; Kαι εσείς, ούτε όταν δίνετε καταδικαστική ψήφο σε κάποιον από όσους σας έχουν κάνει κακό, δεν του παίρνετε όλα όσα έχει, αλλά από ευσπλαχνία για τη γυναίκα ή τα παιδιά τους αφήνετε ένα μερίδιο και σε εκείνους· αυτοί είναι τόσο διαφορετικοί από εσάς, ώστε, παρότι έλαβαν δωρεές από εμάς για να είναι σωστοί κηδεμόνες, μας πρόσβαλλαν τόσο βάναυσα. Kαι δεν ένιωσαν ντροπή, πόσο μάλλον ευσπλαχνία, απέναντι στην αδελφή μου, αφού δεν πρόκειται να λάβει τίποτε από όσα της αναλογούν, ενώ ο πατέρας της άφησε τα απαιτούμενα δύο τάλαντα, αλλά σαν να μας ανέλαβαν οι χειρότεροι εχθροί, και όχι αγαπημένα και συγγενικά πρόσωπα, δεν λογάριασαν σε τίποτε ούτε τη στενή μας σχέση. Eγώ, όμως, που έχω υποφέρει τα πάνδεινα, βρίσκομαι σε διπλά δυσχερή θέση: και πώς θα παντρέψω την αδελφή μου και από πού θα διαχειριστώ τις υπόλοιπες οικονομικές υποθέσεις. Πιέζει επιπλέον και η πόλη απαιτώντας να πληρώσω τους φόρους μου, όπως είναι δίκαιο· γιατί ο πατέρας μου μού άφησε περιουσία αρκετή για αυτόν τον σκοπό. Tα χρήματα, όμως, που μου κληροδοτήθηκαν τα πήραν όλα αυτοί. Kαι τώρα επιδιώκοντας να μου επιστραφούν τα δικά μου, εκτέθηκα στον μεγαλύτερο κίνδυνο. Γιατί, αν, κούφια η ώρα που τ' ακούει, αθωωθεί αυτός, θα πληρώσω πρόστιμο εκατό μνες. Eνώ αυτός, αν τον καταδικάσετε, θα πληρώσει πρόστιμο που θα προσδιοριστεί, και θα το καταβάλει από τα δικά μου χρήματα και όχι βέβαια από τα δικά του· για μένα, όμως, το πρόστιμο έχει προσδιοριστεί, οπότε όχι μόνο θα στερηθώ την πατρική περιουσία, αλλά επιπλέον θα χάσω και τα πολιτικά μου δικαιώματα, αν δεν με λυπηθείτε τώρα. Σας παρακαλώ, λοιπόν, κύριοι δικαστές, και σας εκλιπαρώ και σας ικετεύω, αφού μένοντας πιστοί και στους νόμους και στους όρκους σύμφωνα με τους οποίους δικάζετε, να μου δώσετε τη βοήθεια που δικαιούμαι, και να μην θεωρήσετε πιο σημαντικές τις δικές του παρακλήσεις από τις δικές μου. Eίναι δίκαιο να δείξετε ευσπλαχνία όχι σε ανθρώπους που αδικούν, αλλά σε όσους δυστυχούν ενώ δεν τους αξίζει, ούτε πάλι σε όσους τόσο βάναυσα υπεξαιρούν τα ξένα αγαθά, αλλά σε μένα που έχω στερηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα την πατρική κληρονομιά, και επιπλέον εισπράττω την προσβλητική συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων και διατρέχω τον κίνδυνο να χάσω τα πολιτικά μου δικαιώματα. Nομίζω πως θα έβγαζε κραυγή απελπισίας ο πατέρας μας, αν μπορούσε να αντιληφθεί ότι για τις προίκες και τις δωρεές που αυτός τους έδωσε, εγώ, ο ίδιος ο γιος του, διατρέχω τον κίνδυνο να πληρώσω πρόστιμο, και ενώ υπάρχουν μερικοί άλλοι πολίτες που πάντρεψαν με δικά τους έξοδα κορίτσια όχι μόνο συγγενών αλλά και φίλων που βρίσκονταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, ο Άφοβος και την προίκα που έλαβε αρνείται να επιστρέψει, παρότι έχουν περάσει δέκα χρόνια.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1955. Δημοσθένους Λόγοι Επιτροπικοί. Κατ' Αφόβου Α΄–Β΄, Προς Άφοβον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[60] Αφού λοιπόν μου εκληροδοτήθη περιουσία τόση, όσην εξ αρχής ηκούσατε, και της οποίας το τρίτον μέρος απέδιδεν εισόδημα πεντήκοντα μνας, ενώ ήτο δυνατόν εις τούτους, παρά την ακόρεστον φιλοχρηματίαν των, και εάν δεν ήθελον να μισθώσουν την οικίαν, από των εισοδημάτων τούτων, αφήνοντες ανέπαφον την αρχικήν περιουσίαν, και να παρέχουν εις ημάς διατροφήν και τας υποχρεώσεις προς την πόλιν να καταβάλλουν και όσα εξ αυτών θα επερίσσευον να τα προσθέτουν εις την αρχικήν περιουσίαν, [61] την δε υπόλοιπον περιουσίαν να καταστήσουν παραγωγικήν, η οποία ήτο διπλασία ταύτης (του ενός τρίτου), και εάν ήθελον χρήματα, να ελάμβανον και αυτοί, αλλ' εν μέτρω, εις εμέ δε με τα εισοδήματα να επηύξανον την αρχικήν περιουσίαν μου, ενώ ηδύναντο να κάμουν όλα αυτά, όμως τίποτε από αυτά δεν έκαμαν, αλλά επώλησαν προς αλλήλους τους μεγαλυτέρας αξίας δούλους μας, άλλους εξηφάνισαν όλως διόλου, από εμέ δε αφήρεσαν και τα πραγματικά μου εισοδήματα, δι' αυτούς τους ιδίους όμως ουχί μικράν περιουσίαν εδημιούργησαν εκ της ιδικής μου περιουσίας.

[62] Αφού δε ήρπασαν και όλα τα άλλα τόσον αισχρώς, αμφισβητούν όλοι από κοινού ότι κατελείφθη πλέον του ημίσεος της περιουσίας, ισχυριζόμενοι δε ότι η περιουσία του αποθανόντος ήτο μόνον πέντε τάλαντα, παρουσίασαν τους λογαριασμούς των ορμώμενοι εκ τοσούτου ποσού, μη εμφανίζοντες μεν και αυτών ακόμη τα εισοδήματα, αναγνωρίζοντες δε τα αρχικά κεφάλαια, αλλά ισχυριζόμενοι αναιδώς ότι και αυτά κατηναλώθησαν. Και δεν αισχύνονται να προβάλλουν τοιούτους ισχυρισμούς.

[63] Και όμως τι θα είχον πάθει εκ μέρους των, εάν ήθελον επιτροπευθή υπ' αυτών επί περισσότερον χρόνον; Δεν θα ηδύναντο να είπουν. Αφού δηλαδή μετά πάροδον δέκα ετών από αυτούς μεν λαμβάνω τόσον ολίγα, αυτός δε (ο Άφοβος) με παρουσιάζει και ως οφειλέτην του, πώς δεν πρέπει να αγανακτήση τις; Διότι είναι εις όλους φανερόν ότι, εάν έμενον ορφανός ενός έτους, και επετροπευόμην υπ' αυτών επί έξ έτη ακόμη, δεν θα ελάμβανον παρ'αυτών ουδέ τα ολίγα ταύτα. Διότι εάν αι γενόμεναι δαπάναι είναι ορθαί, τα σήμερον εις εμέ παραδοθέντα επ' ουδενί λόγω θα επήρκουν δι' έξ έτη και ή αυτοί εξ ιδίων των θα με έτρεφον ή θα με άφηναν να αποθάνω εκ της πείνης.

[64] Και όμως πώς δεν είναι φοβερόν, εάν άλλαι μεν περιουσίαι αξίας, όταν κατελείφθησαν, ενός ταλάντου ή δύο μόνον ταλάντων, διά της εκμισθώσεως εδιπλασιάσθησαν και ετριπλασιάσθησαν κατά την αξίαν, ώστε να κρίνωνται άξιαι να υποβάλλωνται εις λειτουργίας, ενώ η ιδική μου περιουσία η οποία ήτο συνηθισμένη να εξοπλίζη τριήρεις και να συνεισφέρη μεγάλας εισφοράς εις την πόλιν, να μη δύναται να εισφέρη ουδέ τας ελαχίστας εξ αιτίας της αναισχυντίας τούτων; Διότι ποίας υπερβολικάς μεθόδους δεν παρέλειψαν ούτοι να μεταχειρισθούν; Διότι ούτοι και την διαθήκην εξηφάνισαν διά να κρύψουν τας παρανομίας των, και τας μεν ιδικάς των περιουσίας επηύξησαν εκ της καρπώσεως της ιδικής μου, και τα αρχικά κεφάλαιά των έκαμαν πολύ μεγαλύτερα διά της ιδικής μου περιουσίας, τουναντίον δε αφήρπασαν ολόκληρον το ποσόν της περιουσίας μας, ωσάν να είχον υποστή εκ μέρους μας τας μεγαλυτέρας αδικίας.

[65] Και σεις μεν, ω Αθηναίοι, όταν τις διαπράξη κάποιο έγκλημα και παρουσιασθή ενώπιόν σας και τον καταδικάσετε, δεν αφαιρείτε από αυτόν όλην του την περιουσίαν, αλλά ευσπλαγχνιζόμενοι ή τας γυναίκας ή τα παιδιά αυτών αφήνετε κάτι και δι' εκείνα· ούτοι δε τόσον διαφέρουν από σας ώστε, καίτοι εδέχθησαν και δωρεάς παρ' ημών, διά να ασκήσουν δικαίως τα καθήκοντά των ως επιτρόπων, τοιαύτην υβριστικήν συμπεριφοράν έδειξαν προς ημάς. Και δεν εντράπηκαν, διότι δεν ευσπλαγχνίσθησαν την αδελφήν μου, η οποία κριθείσα αξία δύο ταλάντων υπό του πατρός μου δεν θα λάβη ουδέν των ανηκόντων εις αυτήν, αλλ' ωσάν να είχομεν παραδοθή εις τους χειροτέρους εχθρούς μας και ουχί εις φίλους και συγγενείς, καθόλου δεν εφρόντισαν διά την συγγένειαν.

[66] Εγώ δε ο πλέον κατατρεγμένος εξ όλων των ανθρώπων ευρίσκομαι εις δύσκολον θέσιν διά δύο λόγους, διότι δεν γνωρίζω πώς να υπανδρεύσω την αδελφήν μου και πώς να διακανονίσω τα άλλα ζητήματα. Πιέζομαι επί πλέον από την πόλιν, η οποία αξιοί να καταβάλω τας εισφοράς, και δικαίως, διότι ο πατήρ μου μού άφησεν αρκετήν περιουσίαν προς εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων τούτων, αλλ' ολόκληρον την κληροδοτηθείσαν περιουσίαν ούτοι διήρπασαν.

[67] Σήμερον δε ζητών να λάβω την περιουσίαν μου διατρέχω μέγιστον κίνδυνον· διότι, αν ούτος εξέλθη κερδισμένος, ο μη γένοιτο, οφείλω να καταβάλω την επωβελίαν, δηλαδή εκατόν μνας. Και εάν μεν καταδικάσετε τούτον, το ποσόν της καταδίκης θα ορισθή διά της αποφάσεώς σας και θα υποχρεωθή να πληρώση ουχί εκ των χρημάτων του, αλλ' εκ των ιδικών μου, ενώ δι' εμέ το ποσόν δεν θα καθορισθή διά της αποφάσεως, αλλ' είναι καθωρισμένον εκ του νόμου (δηλαδή η επωβελία), ώστε όχι μόνον θα χάσω την πατρικήν μου περιουσίαν, αλλ' επί πλέον θα είμαι και ατιμασμένος, αν και τώρα σεις δεν συγκινηθήτε δι' εμέ.

[68] Σας παρακαλώ λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, και σας ικετεύω, λαμβάνοντες υπ' όψιν τους νόμους και ενθυμούμενοι τους όρκους τους οποίους ωρκίσθητε διά να δικάσετε, να με βοηθήσετε διά να εύρω το δίκαιον, και να μη θεωρήσετε μεγαλυτέρας αξίας τας παρακλήσεις τούτου από τα ιδικάς μου.

Είναι δε δίκαιον να ελεήτε ουχί τους αδίκους ανθρώπους, αλλά τους αδίκως δυστυχούντας, ούτε εκείνους οι οποίοι κατά τρόπον τόσον σκληρόν αποστερούν τους άλλους της περιουσίας των, αλλ' ημάς, οι οποίοι επί πολύν χρόνον εστερήθημεν εκείνων, τα οποία μας άφησεν ο πατήρ μας, και επί πλέον δεχόμεθα και τας προσβολάς τούτων και τώρα διατρέχομεν τον κίνδυνον της ατιμίας.

[69] Νομίζω δε ότι ο πατήρ μας ήθελεν εκβάλει μέγαν αναστεναγμόν, εάν ήθελεν αισθανθή ότι αι προίκες και αι δωρεαί, τας οποίας εκείνος έδωσεν εις αυτούς, έχουν φέρει εμέ, τον υιόν αυτού, εις τον κίνδυνον της πληρωμής υπέρ τούτων (των επιτρόπων) της επωβελίας και ότι, ενώ άλλοι τινές εκ των πολιτών έχουν προικοδοτήσει οι ίδιοι τας θυγατέρας ου μόνον των συγγενών, αλλά και των φίλων των, όταν ητύχησαν, ο Άφοβος δεν θέλει να αποδώση την προίκα, την οποίαν έλαβε και κατακρατεί από δεκαετίας.