Μτφρ. Γ. Κορδάτος & Η. Ηλιού. [1939] χ.χ. Αισχίνης. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[26] Και τώρα σκεφθήτε πόσον διαφέρει ο Σόλων και οι άλλοι εκείνοι άνδρες, που προ ολίγου εμνημόνευσα, από τον Τίμαρχον. Εκείνοι εντρέποντο να ομιλούν επιδεικνύοντες και το χέρι των, αυτός δε, όχι προ πολλού, προχθές ακόμα, μέσα εις την συνέλευσιν επέταξε τα ρούχα του και παρίστανε τον παγκρατιαστήν ολόγυμνος. Και το κρασί και η διαφθορά τον είχαν καταντήσει σε τέτοια άθλια και αισχρά χάλια, ώστε οι παριστάμενοι νοικοκυραίοι εσκέπαζαν το πρόσωπό τους με την άκρη του ενδύματος από ντροπή για την πόλιν, η οποία χρησιμοποιεί τέτοιους συμβούλους. [27] Τα προέβλεπεν όλα αυτά ο νομοθέτης και δι' αυτό ρητώς ώρισε ποίοι ημπορούν να ομιλούν προς τον λαόν και εις ποίους τούτο απαγορεύεται. Δεν αποκλείει από το βήμα εκείνους που δεν είχαν προγόνους στρατηγούς ή που ασκούν επάγγελμα για να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας της ζωής. Απεναντίας μάλιστα, με εύνοιαν εξαιρετικήν ακούει την γνώμην των, και δι' αυτό ρωτά και ξαναρωτά ποίος θέλει να ομιλήση. [28] Αλλά ποίους ενόμισεν ότι έπρεπε ν' αποκλείση από το βήμα; Τους αισχράς διαγωγής. Εις αυτούς απαγορεύει να ομιλούν εις δημοσίας συνελεύσεις. Και πόθεν προκύπτει αυτό; Από την διάταξιν «περί δοκιμασίας ρητόρων». Αν θέλη κανείς να αγορεύση ενώπιον του λαού, ενώ δέρνει τον πατέρα του ή την μητέρα του, ή δεν τους παρέχει τροφήν ή στέγην, του απαγορεύει ο νόμος να ομιλήση. Και πολύ σωστά, μα την αλήθεια, καθώς εγώ νομίζω. Διατί; Διότι εάν κανείς φέρεται ελεεινά προς εκείνους τους οποίους οφείλει να τιμά όσον και τους θεούς, τι άρα γε, διερωτάται, έχουν να πάθουν από αυτόν οι ξένοι και η πόλις ολόκληρος; Δεύτερον σε ποιους άλλους επέβαλε την ιδίαν απαγόρευσιν; [29] Ορθότατα, εις εκείνους οι οποίοι «δεν μετέβησαν εις τας εκστρατείας που είχαν διαταχθή να μεταβούν, ή επέταξαν την ασπίδα των και ετράπησαν εις φυγήν». Πώς το θέλεις, φίλε μου; Δεν μπορείς να δίδης συμβουλάς εις την πόλιν, αφού δεν επήρες τα όπλα υπέρ αυτής, ή από δειλίαν την εγκατέλειψες ανυπεράσπιστον. Και περί τίνων, τρίτον, πραγματεύεται ο νόμος; «Απαγορεύεται επίσης» λέγει «να ομιλούν εις τας δημοσίας συνελεύσεις και όσοι αντί χρημάτων, είχαν γίνει ερωμένοι ενός ή περισσοτέρων ανδρών». Διότι έκρινεν ο νομοθέτης ότι εκείνος που πωλεί το σώμα του προς εξευτελιστικήν χρήσιν, ευκόλως και τα συμφέροντα της πόλεως θα πωλήση. [30] Ποίους, τέταρτον, αποκλείει του δικαιώματος να ομιλούν δημοσία; «Εκείνους», λέγει, «όσοι έφαγαν την πατρικήν των περιουσίαν ή οποιανδήποτε άλλην κληρονομίαν». Διότι έκρινεν ότι εκείνος που κακώς διεχειρίσθη τα ιδιωτικά του συμφέροντα, καθ' όμοιον τρόπον θα διέθετε και τα κοινά, και δεν του εφάνη δυνατόν, ένα και το αυτό πρόσωπον, εις μεν τας ιδιωτικάς του υποθέσεις να είναι κακόν, εις δε τας δημοσίας ωφέλιμον, ούτε ενόμισε ότι διά να ανέλθη ο ρήτωρ εις το βήμα ήρκει να επιμεληθή του λόγου του και επερίττευε να επιμεληθή των έργων του. [31] Έκρινε λοιπόν ότι όσα ήθελεν είπει ενώπιον του λαού ο καλός και φρόνιμος, και αν τα έλεγεν εντελώς άτεχνα και απλά, θα ήσαν ωφέλιμα εις τους ακροατάς· ενώ όσα λέγονται από άνθρωπον διεφθαρμένον, που αδιάντροπα μετεχειρίσθη αυτό τούτο το σώμα του και χωρίς συστολήν κατέφαγε την πατρικήν του περιουσίαν, και αν ακόμη αυτός ήτο ο καλύτερος των ρητόρων, ότι πάλιν δεν θα συνέφεραν εις τους ακροατάς του. [32] Αυτούς τους πολίτας αποκλείει από το βήμα και δεν τους επιτρέπει να ομιλούν εις τας δημοσίας συνελεύσεις. Αν δε κάποιος της διαγωγής αυτής, παρ' όλ' αυτά, όχι μόνον τον λόγον λαμβάνη, αλλά και συκοφαντή και ασχημονή και γίνεται ανυπόφορος εις την πόλιν, ο νόμος ορίζει ότι «κάθε Αθηναίος απολαύων των πολιτικών του δικαιωμάτων, δικαιούται να εγείρη δημοσίαν αγωγήν και να αξιώση την δοκιμασίαν του ρήτορος». Σας δε έταξεν ο νόμος δικαστάς διά ν' αποφανθήτε επί της δοκιμασίας. Και τώρα επί τη βάσει του νόμου τούτου εμφανίζομαι ενώπιόν σας.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. [1963] 1975. Αισχίνου Λόγοι. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[26] Παρατηρήσατε δε, άνδρες Αθηναίοι, πόσον διαφέρει ο Σόλων του Τιμάρχου και οι άνδρες εκείνοι, τους οποίους προ ολίγου εμνημόνευσα εις τον λόγον μου. Διότι εκείνοι μεν εντρέποντο να ομιλούν έχοντες την χείρα έξω του ιματίου, ενώ αυτός εδώ ο Τίμαρχος, όχι προ πολλού, αλλά τώρα τελευταία, αφού επέταξε τα ενδύματά του, γυμνός εχειρονόμει βιαίως ωσάν παγκρατιαστής, και τόσον επάισχυντος ήτο η κατάστασις εις την οποίαν τον είχε καταντήσει το κρασί και η ακολασία, ώστε οι φρόνιμοι άνθρωποι να σκεπάσουν το πρόσωπόν των με το άκρον του ενδύματός των, εντρεπόμενοι διά λογαριασμόν της πόλεως, διότι έχομεν τοιούτους συμβούλους. [27] Ταύτα έχων υπ' όψιν του ο νομοθέτης, ρητώς καθώρισε ποίοι πρέπει να ομιλούν ενώπιον του λαού και ποίοι όχι. Και δεν διώχνει από το βήμα εκείνους που δεν έχουν προγόνους στρατηγούς ή ασκούν κάποιο επάγγελμα διά να επαρκέσουν εις τας ανάγκας της ζωής. Αντιθέτως μάλιστα με εξαιρετικήν εύνοιαν ακούει την γνώμην των, και διά τούτο ερωτά πολλάκις: «ποίος θέλει να αγορεύση;». [28] Ποίους δε ενόμισεν ότι έπρεπε να αποκλείση από το βήμα; Εκείνους που έχουν ζήσει αισχρώς· αυτούς δεν αφήνει να ομιλούν ενώπιον του λαού. Και πού δηλώνει τούτο; Ομιλεί περί δοκιμασίας των ρητόρων· εάν κάποιος ομιλή ενώπιον του λαού, ενώ κτυπά τον πατέρα του ή την μητέρα του ή δεν τρέφει αυτούς ή δεν τους παρέχει στέγην, εις τούτον ο νόμος απαγορεύει να ομιλήση. Και, μα τον Δία, πολύ ορθώς, καθώς εγώ νομίζω. Διά τι; Διότι, εάν κάποιος φέρεται άσχημα προς τούτους, τους οποίους πρέπει να τιμά όσον και τους θεούς, τι άρα γε, διερωτάται, έχουν να πάθουν απ' αυτόν οι ξένοι και ολόκληρος η πόλις; Δεύτερον, εις ποίους άλλους απηγόρευσε να ομιλούν; [29] Ορθότατα ορίζει, ότι δεν πρέπει να ομιλή εκείνος, ο οποίος δεν μετέσχε εις τας εκστρατείας, εις τας οποίας ήτο υποχρεωμένος να μετάσχη, ή επέταξε την ασπίδα και ετράπη εις φυγήν. Ε! Λοιπόν, φίλε μου, ο νόμος έκρινεν ορθόν να μη δίδης συμβουλάς εις την πόλιν, υπέρ της οποίας δεν έλαβες τα όπλα, ή ένεκα δειλίας δεν είσαι ικανός να την υπερασπίσης. Τρίτον, περί τίνων ομιλεί ο νόμος; Περί εκείνων, οι οποίοι έχουν παραδοθή εις την πορνείαν ή έχουν συνάψει αισχράς σχέσεις· διότι εκείνος, ο οποίος έχει πωλήσει το σώμα του δι' αισχρούς σκοπούς, ενόμισεν ο νομοθέτης ότι ευκόλως θα πωλήση και τα συμφέροντα της πόλεως. [30] Τέταρτον, ποίους ακόμη αποκλείει από του να ομιλούν δημοσία; «Εκείνους, λέγει, οι οποίοι κατέφαγον την πατρικήν περιουσίαν ή πάσαν άλλην εν γένει κληρονομίαν»· διότι εκείνος ο οποίος διεχειρίσθη κακώς τα ιδιωτικά του συμφέροντα, ενόμισεν ο νομοθέτης ότι ομοίως θα διαθέση και τα κοινά της πόλεως, και δεν του εφάνη δυνατόν, ένα και το αυτό πρόσωπον εις μεν τας ιδιωτικάς υποθέσεις του να είναι κακόν, εις δε τας δημοσίας ωφέλιμον, ούτε ενόμισεν ο νομοθέτης ότι διά να ανέλθη ο ρήτωρ εις το βήμα ήτο αρκετόν να φροντίση πρωτύτερα διά τον λόγον του, αλλ' ότι δεν έπρεπε να φροντίση διά τον βίον του. [31] Και εκ μέρους μεν ενός τελείου ψυχικώς ανθρώπου, και αν έστω η ομιλία του είναι πλήρης σφαλμάτων και ασήμαντος, ο νομοθέτης έκρινε πως τα λόγια εκείνου είναι χρήσιμα στους ακροατάς του· ενώ του βρωμερού ανθρώπου, ο οποίος μάλιστα κατεξηυτέλισε το ίδιο του το σώμα, και κατέφαγε σε προστυχιές την πατρική του περιουσία, και άριστος ακόμη να είν' ο λόγος του, ο νομοθέτης έκρινε ότι δεν συμφέρει στους ακροατάς του. [32] Αυτούς λοιπόν τους πολίτας αποκλείει από του βήματος και δεν τους επιτρέπει να ομιλούν ενώπιον του λαού. Εάν δε κάποιος εκ τούτων, παρά τας διατάξεις ταύτας, όχι μόνον παρουσιάζεται διά να ομιλήση ενώπιον του λαού, αλλ' εξακολουθεί ακόμη να συκοφαντή και ασχημονή εις σημείον που να μη δύναται η πόλις να τον υποφέρη, ο νόμος ορίζει: «πας πολίτης Αθηναίος, από εκείνους που έχουν το δικαίωμα, δύναται να του κάμη πρόσκλησιν και υποβληθή εις εξέτασιν». Σας δε ο νόμος έταξε δικαστάς διά να αποφανθήτε επί της εξετάσεως ταύτης. Και τώρα, σύμφωνα προς τον νόμον τούτον, εμφανίζομαι ενώπιόν σας.