Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΕΞΟΔΟΣ

[στ. 1218–1221:

ΧΟΡΟΣ
Εγώ κιόλα θε να 'μουνα στο δρόμο
για το καράβι μου, αν δε βλέπαμε
να 'ρχουνται κατά μάς εδώ ο Οδυσσέας
και του Αχιλλέα ο γυιος, που πλησιάζουν.]

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δε θα μου πης, τι πάλι αυτό σημαίνει
που έτσι πίσω γυρνάς με τόση βιάση;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Οσ' αμάρτησα πριν να διορθώσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Περίεργα λες· και ποια ήταν η αμαρτία;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πού για ν' ακούσω εσένα και τους άλλους ―

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Έκαμες τι, που να μη σου ταιριάζη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Που εγέλασ' άνθρωπο μ' αισχρές απάτες
και με δόλο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τον ποιον; ω αλλίμονό μου!
μη μελετάς τίποτα νέο στο νου σου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτα νέο· στο γυιο του Ποίαντα θέλω ―

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Να κάμης τι; πώς μου έρχετ' ένας φόβος!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σε κείνον, που τα τόξ' αυτά τού πήρα,
πίσω πάλι ―

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Για το Θεό, ποιο λόγο
θα πής; δεν έχεις βέβαια στο νου σου
να του τα δώσης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, γιατί τα πήρα
με τρόπο αισχρό και τα κρατώ όχι δίκια.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Στο Θεό σου, θες ν' αστειευτής μαζί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν αστειεύεται κανείς σαν λέγη
την αλήθεια.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι λες, γυιε του Αχιλλέα;
ποιο λόγο από το στόμα σου έχεις βγάλη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θες δυο και τρεις φορές τα ίδια τα λόγια
να ξαναλέω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καθόλου· μήτε μία
φορά δε θα 'θελα να τα 'χα ακούση.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε τώρα λοιπόν, πως αυτός είναι
ο τελευταίος μου λόγος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, μα υπάρχει,
υπάρχει κάποιος που θα σ' έμποδίση
να το κάμης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι λες; ποιος θα 'ν' εκείνος
που θα μπόδιζ' εμένα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ολόκληρος
των Αργείων ο στρατός κι εγώ απ' τους πρώτους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μ' όλη σου τη σοφία, καθόλου λόγια
δε μιλάς γνωστικά.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σένα ίσα–ίσα
κι αυτά που λες κι αυτά που θες να κάμης
δεν είναι παρά τρέλλα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φτάνει να 'ναι
δίκια, κι αξίζουν πιο πολύ για μένα
απ' τις σοφίες σου όλες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και λες δίκιο,
να δώσης πίσω εκείνα που τα πήρες
με τις δικές μου συμβουλές;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το σφάλμα
που έφταιξα πριν το αισχρό, θα προσπαθήσω
να διορθώσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και ώστε δε φοβάσαι
το στρατό των Αργείων, μ' αυτά που κάνεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Με το δίκιο μαζί μου δεν τρομάζω
τη φοβέρα σου αυτή κι ούτε στη βία
τη δική σου ποτέ θενά υποκύψω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ώστε όχι με τους Τρώες, αλλά με σένα
θα πολεμήσωμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ό,τι θέλει ας γίνη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Βλέπεις το χέρι μου έτοιμο να σύρη
το σπαθί;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το ίδιο θα με δής να κάνω
κι εγώ χωρίς ν' αργώ.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλά· σ' αφήνω·
μα θα τα πω όλα στο στρατό, σαν πάω,
που θα σε τιμωρήση αυτός.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να που ήρθες
στο νου σου· κι αν αυτή τη γνώση δείξης
ως το τέλος, μπορ' ίσως να γλυτώσης
από χειρότερα κακά την κεφαλή σου.
Μα αι συ, γυιε του Ποίαντα, Φιλοχτήτη,
εσένα κράζω, έλα εβγ' απ' τη σπηλιά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι 'ναι αυτή παλ' η αντάρα κι οι φωνές
που εδώ έξω ακούω; τι με φωνάζετ' έτσι;
τι θέλετ' από μένα εσείς; ω αλλί μου,
κακό που βλέπω·μήπως έρχεστε
καμιά μεγάλη ακόμα δυστυχία
να φέρετε, πάνω στις άλλες πόχω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη φοβάσαι μ' άκου τα λόγια πού ηρθα
να σου φέρω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και πώς να μη φοβούμαι;
μήπως και πριν απ' τα καλά τα λόγια
δε χάθηκα, που πήα να σε πιστέψω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τάχα και δε μπορεί ποτέ κανένας
να μετανοιώση;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έτσι έδειχνες και τότε
που μου 'κλεβες τα τόξα· όλο ειλικρίνεια
στα λόγια και στο βάθος προδοσία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τώρα όχι πια· μα θα 'θελα νακούσω
τι έχεις αποφασίση; εδώ να μείνης
οριστικά ή να 'ρθής μαζί μας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάψε,
μήτε μια λέξη παραπάνω· κι όσα
να πης, όλα θα πήγαιναν χαμένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ώστε αποφάσισες;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και πιο πολύ
απ' όσο λέγω, νοιώσε το.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα εγώ
θα 'θελα να μπορούσαν να σε πείσουν
τα λόγια μου, μ' αφού δεν χρησιμεύουν
τίποτα, παύω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κι άδικα θα χάσης
τον κόπο σου μ' όσα κι αν πης, γιατί
ποτέ δε θα κερδίσης την καρδιά μου,
συ που με δόλους τη ζωή μου εμένα
μου έχεις στερήση, και τολμάς ακόμα
να δίνης συμβουλές, εσύ, το ανάξιο
παιδί ενός τέτοιου ασύγκριτου πατέρα.
Στ' ανάθεμα όλοι σας, οι Ατρείδες πρώτοι,
έπειτα του Λαέρτη ο γυιος και συ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάψε να καταριέσαι και να, πάρε
απ' το δικό μου χέρι αυτά τα τόξα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς είπες; μήπως μας δολώνουν πάλι;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι, μά τ' άγιο σέβας του Ύψιστου Δία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω τι λαχτάρα, λόγια αν λες αλήθεια!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να ευτύς κι η απόδειξη– άπλωσε το χέρι
και κράτα να 'χης τα όπλα που σου ανήκουν.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα εγώ το απαγορεύω ―μάρτυρες μου
οι θεοί― εξ ονόματος των Ατρειδών
κι όλου μας του στρατού.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίνος, παιδί μου,
είναι ή φωνή; δεν είναι του Λαέρτη
π' άκουσα ο γυιός;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εγώ όλος κι όλος, να με
κι εμπρός σου να με δης, εγώ που θα σε
στείλω στης Τροίας τους κάμπους με τη βία
κι αν του Αχιλλέα ο γυιος θέλη ή δε θέλη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα δε θα το χαρής, αν ίσια πάη
αυτό το βέλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη, για το Θεό,
στάσου, μη ρίχνης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις με, παιδί μου,
σε ξορκίζω, μη μου βαστάς το χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι· δε θα σ' αφήσω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αχ, τον εχθρό μου
κι αντίμαχο γιατί να μ' εμποδίσης
με τα βέλη μου αυτά να τον σκοτώσω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα ούτε για μεν' αυτό κι ούτε για σένα
καλό δεν είναι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα τουλάχιστο
μάθε και συ να ξέρης, τι δειλοί 'ναι
οι πρώτοι του στρατού και των Αργείων
οι ψευτοκήρυκες, όταν βρεθούνε
μπρος σε όπλο, και γενναίοι στα λόγια μόνο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καλά· τώρα λοιπόν τα τόξα σου έχεις
στην κατοχή σου κι άλλη δε σου μένει
θυμού αφορμή μαζί μου ή παραπόνου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σύμφωνος· και τ' απόδειξες, παιδί μου,
από ποια φύτρα εβλάστησες· δεν έχεις
το Σίσυφο πατέρα εσύ, μα ένα Αχιλλέα,
που κι όταν ήταν στη ζωή και τώρα
μες στους νεκρούς αθάνατη έχει δόξα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι που έτσι τον πατέρα μου
παινάς και μέ τον ίδιο· μ' άκουσέ μου
τι 'ναι εκείνο που εγώ ποθώ από σένα.
Οι άνθρωποι ανάγκη να υπομένουν ό,τι
τους τύχη απ' τους θεούς, μ' αυτοί που πέφτουν,
καθώς εσύ, σε συφορές που μόνοι
τις θέλησαν, αυτούς δεν είναι δίκιο
να συγχωρά κανείς ή να λυπάται.
Εσύ ένας άγριος είσαι, π' ούτε λόγο
δε δέχεσαι κι αν μ' όλη την καρδιά του
κανείς σε συμβουλεύη για καλό σου,
συ τον μισείς κι εχθρό σου τον νομίζεις
που σου θέλει κακό· μα μολαταύτα
θα μιλήσω κι όρκο το Δία σού παίρνω
για να νοιώσης αυτά που θα μ' ακούσης
και γράψε τα καλά μέσα στο νου σου.
Εσένα από θεού σε βρήκε αυτό σου
το πάθος, γιατί πήες να πλησιάσης
της Χρύσας το φυλάχτορα, το φίδι
το σπιτικό, που της φυλάει κρυμένο
το ξέσκεπο το κλείσμα του ιερού της
και ξέρε πως ποτέ γιατρειά δε θά 'βρης
απ' την κακιά σου αρρώστεια, όσο που ο ήλιος
βγαίνει απ' εδώ και κάτω εκεί βυθίζει,
πριν το θελήσης μόνος σου να 'ρθης
στης Τροίας τους κάμπους, όπου στο στρατό μας
θα βρης τους γυιους του Ασκληπιού και κείνοι
θα σου γιατρέψουν την πληγή και τότε
μ' αυτά τα τόξα και μαζί με μένα
θα δείξης πώς την παίρνουνε την Τροία.
Και πώς τα ξέρω αυτά, θα σου εξηγήσω·
ένας αιχμάλωτός μας απ' την Τροία,
ο Έλενος, μάντης άριστος, μας λέγει
ξάστερα, πως αυτά πρέπει να γίνουν
εξάπαντος κι ακόμα πως ανάγκη
να πέση αυτό το καλοκαίρι η Τροία
ή δίνει το κεφάλι του να κόψουν,
αν βγουν οι προφητείες του γελασμένες.
Και τωρ' αφού τα ξέρεις, θέλησέ το
να υποχωρήσης· πόσο ωραίο κέρδος,
αφού κριθής ο άριστος των Ελλήνων,
πρώτα χέρια να βρης να σε γιατρέψουν
κι έπειτα την αθάνατη να πάρης
τη δόξα, πως κυρίεψες την Τροία,
που έκαμε να χυθούνε τόσα δάκρυα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω ζωή μαύρη, πώς ακόμη απάνω
στον κόσμο με κρατείς και δε μ' αφήνεις
να πάω στον Άδη; αλλί μου, τι να κάμω;
και πώς στα λόγια αυτού να μην πιστέψω,
που έτσι καλοπροαίρετα για μένα
με συμβουλεύει; λοιπόν πρέπει
να υποχωρήσω· κι επειτ' αν το κάμω,
πώς θα μπορώ να βγαίνω ο άμοιρος
στης ημέρας το φως; με ποιο θε να 'χω
να πω ένα λόγο; πώς θα το βαστάτε,
ω μάτια, που είδατ' όλα μου τα πάθη,
να ζω με τα παιδιά μαζί του Ατρέα
που με κατάστρεψαν, και πώς με του
Λαέρτη τον καταραμένο γυιο;
Γιατί δεν είναι ο πόνος που με σκίζει
των περασμένων, μα θαρρώ, προβλέπω
κι όσα πρέπει απ' αυτούς να πάθω ακόμα·
γιατ' ο νους που γεννήση άπαξ το κρίμα,
μαθαίνει πια κακός και στ' άλλα να 'ναι.
Μα εγώ 'μαι ν' απορήσω και με σένα,
που έπρεπ' εσύ μήτε ποτέ κι ο ίδιος
στην Τροία να πας κι άλλους να μην αφήνης,
μια που και τέτοια προσβολή σού εκάμαν,
να σου κλέψουν του πατέρα σου τα όπλα·
κι έπειτα θες να πας να πολεμήσης
μαζί μ' αυτούς και βιάζεις και μένα;
Όχι, παιδί μου, μα πιστός στους όρκους
που μου 'δωσες πάρε με να με πας
στον τόπο μου· και συ μείνε στη Σκύρο
κι άφις τους άθλιους άθλια να χαθούνε·
κι έτσι διπλή θε νάχης κι από μένα
διπλή κι απ' τον πατέρα σου τη χάρη
και δε θενά φανής, αν θα συντρέξης
κακούς ανθρώπους, πως και συ είσαι τέτοιος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έχεις δίκιο σ' αυτά· μα έλα εμπιστέψου
στους θεούς και σε μένα που 'μαι φίλος,
κι εμπρός ας φεύγωμ' απ' εδώ, να πάμε ―

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στης Τροίας τους κάμπους αι; στους μισητούς μου
τους Ατρείδες, μ' αυτό τ' άθλιο μου πόδι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σε κείνους, που απ' τους πόνους θα σε σώσουν
και τ' ομπυασμένο πόδι θα σου γιάνουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω φρίκη λόγια· τί 'ν' αυτά που λες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα που για σένα και για μένα βλέπω
πως είναι τα καλύτερα, αν γενούν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και τους θεούς δε ντρέπεσαι, μ' αυτά
που κάθεσαι να λες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί κανένας
να ντρέπεται, σαν ωφελεί τους φίλους;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Για ωφέλεια λες των Ατρειδών ή εμένα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εσένα βέβαια, γιατί σου είμαι φίλος
και σου μιλώ σαν τέτοιος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και πώς, όταν
θες στους εχθρούς μου να με παραδώσης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε, καλέ μου, να μην είσαι τόσο
περήφανος μέσα στις συφορές.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εσύ, το βλέπω, θα με καταστρέψης
μ' αυτά τα λόγια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ; καθόλου·μόνο
σου λέγω, πως εσύ δε θες να νοιώσης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δε με φτάνει να ξέρω πως οι Ατρείδες
στην εξορία με πέταξαν;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μ' αν θέλουν
να σε σώσουνε πάλι, αυτό να βλέπης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ μου δε θα το δεχτώ, αν είναι
να ιδώ την Τροία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι άλλο λοιπόν μου μένει
να κάμω, αφού και μ' όλα μου τα λόγια
ποτέ δε θα μπορέσω να σε πείσω
σ' αυτά που λέγω; το πιο απλούστερο είναι
να μην προστέσω λέξη και ν' αφήσω
να ζης και συ καθώς ως τώρα εζούσες,
χωρίς καμιάν ελπίδα σωτηρίας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις μ' εμένα να τραβώ όσα πάθη
μου μέλλουνται· μα την υπόσκεσή σου
που μόδωσες πιάνοντας το δεξί μου
το χέρι, να με ξαναφέρης πίσω
στην πατρίδα μου, κάμε το, παιδί μου,
χωρίς ν' αργής και πια μη μου θυμίζης
την Τροία κι αρκετά την έχω κλάψη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λοιπόν πάμε αν θες.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω λόγος μεγαλόψυχης καρδιάς!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάνω μου στηρίξου κι έρχου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μ' όση δύναμη μπορώ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα εγώ πώς θενά ξέφυγω την οργή των Αχαιών;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μην ανησυχής.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι αν έρθουν και τη χώρα μου χαλούν;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εγώ παρών ―

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι θα ωφελήσης;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με τα τόξα του Ηρακλή..

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι λοιπόν;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τα σύνορά σου δε θ' αφήσω να διαβούν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ελ' ακλούθα μου, αφού πρώτα ανασπαστής αυτή τη γη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Όχι ακόμα, του Ποίαντα ω γυιέ,
πριν ακούσης τα λόγια μου αυτά
κι ειμ' εγώ ο Ηρακλής που μ' ακούς
και την όψη μου βλέπεις,
που για χάρη σου αφήνοντας
τ' ουρανού τα σκηνώματα, έρχομαι
του Διός να σου πω τις βουλές
και το δρόμο σου αυτό που ξεκίνησες
να εμποδίσω· λοιπόν άκουσέ με.
Θα σου θυμίσω πρώτα της ζωής μου
τις περιπέτειες όλες· πόσους μόχτους
υπόφερα και πέρασα, για να 'χω
τη δόξα την αθάνατη που βλέπεις.
Και συ χρωστάς της Μοίρας, ν' ακλουθήσης
τον ίδιο δρόμο κι απ' τα τωρινά σου
τα βάσανα να δοξαστής στον κόσμο.
Λοιπόν μαζί μ' αυτόν θα πας στους κάμπους
της Τροίας και πρωτ' απ' τη φριχτή σου αρρώστεια
θ' απαλλαχτής κι αφού κριθής ο πρώτος
του στρατού στην αντρεία, θα σκοτώσης
μ' αυτά τα τόξα μου τον Πάρη, πού ηταν,
σ' όλες αυτές τις συφορές, η αιτία.
Τότε θα κυρίευσης και την Τροία
και θα στείλης τα λάφυρα, που πάρης
για την αντρεία σου απ' το στρατό, στην Οίτη,
στου Ποίαντα του πατέρα σου τα σπίτια·
κι όσα ο στρατός ξεχωριστά σου δώση
για θύμηση των τόξων μου, στον τόπο
της πυράς μου θα πας ν' αφιερώσης.
Και σένα, του Αχιλλέα γυιε, σου λέγω
να ξέρης, ούτε συ μπορείς να πάρης
χωρίς αυτόν της Τροίας τη χώρα, μήτε
κι αυτός χωρίς εσένα, μα σα δύο
λιοντάρια, που βόσκουν μαζί, ας φυλάη
ο ένας τον άλλο. Κι εγώ πάλι αμέσως
θα στείλω τον Ασκληπιό εκεί κάτω,
που μια για πάντα αυτός θα σ' απαλλάξη
απ' την κακιά σου αρρώστεια· γιατί πρέπει
για δεύτερη φορά με τα δικά μου
τα τόξα να παρθούν του Ιλίου τα κάστρα.
Μα αυτό στο νου σας να 'χετε, όταν
κουρσεύετε τη χώρα, να φυλάτε
την πάσα ευσέβεια στους θεούς· γιατ' όλα
τ' άλλα δεύτερα τα 'χει ο Δίας πατέρας·
η ευσέβεια τους ανθρώπους συνοδεύει
ως τη στερνή πνοή τους και ποτέ
δε χάνεται, είτε ζουν ή αφού πεθάνουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω εσύ, που με τόση λαχτάρα μου
η φωνή σου στ' αυτιά μου αντιλάλησε,
θα υπακούσω σ' αυτά που προστάζεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και 'γω με την ίδια τη γνώμη μαζί.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Μην αργείτε λοιπόν περισσότερο,
γιατί βιάζει ο καιρός,
που φυσά 'πο την πρυμν' ο αγέρας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λοιπόν τώρα που φεύγω, ας τα πω
τα στερνά μου στη χώρα έχε γεια.
Χαιρ' εσύ, που πιστά με φρουρούσες, σπηλιά
και σεις των χλωρών λιβαδιών Νεροκόρες
και του πόντου ολοτράνταχτο βρόντημα,
κι ορθόστηθε κάβε, που τόσες φορές
και κει μέσα βαθιά το κεφάλι μου
στης νοτιάς τα δαρσίματα εμούσκευε,
και του Ερμή το βουνό, που συχνά πίσω μού 'στελλε
των δικών μου των θρήνων τ' αντίφωνα,
σαν παράδερνα μες στη φουρτούνα μου.
Τώρα, ω κρήνες και Λύκεια νερά,
σας αφήνομε, πια σας αφήνομε,
που τέτοια ποτέ δε μας πέρασ' ελπίδα.
Έχε γεια, κυματόζωστη ολόγυρα Λήμνο,
και προβόδα με πρίμα και δίχως κακό
εκεί όπου με στέλλουν η Μοίρα η μεγάλη
και των φίλων η γνώμη κι η Δύναμη
της θεότητας, π' όλα νικά
και έτσι τα ώρισε αυτά να γενούνε.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν όλοι ας πηγαίνωμε τώρα μαζί,
αφού στις θεές ευχηθούμε της θάλασσας
να μας δίνουν καλό κατευόδιο.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Dian Books.

ΕΞΟΔΟΣ

[στ. 1218–1221:

ΧΟΡΟΣ
Θα ήμουνα στο δρόμο μου και από ώρα τώρα
τραβώντας για το πλοίο μας, εάν τον Οδυσσέα
δεν έβλεπα να έρχεται κοντά μας, και μαζί του
να βηματίζει και ο γιος του ξακουστού Αχιλλέα.]

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δε θα μου πεις λοιπόν γιατί με τόση γρηγοράδα
τρέχεις ξαναγυρίζοντας στον ίδιο δρόμο πάλι;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για να ξεπλύνω κρίματα που πρώτα είχα κάνει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Λόγια περίεργα μου λες· και ποιο είναι το κρίμα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είναι που άκουσα εσέ και όλο το στρατό μας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι έκανες τι το άπρεπο, το αταίριαστο για σένα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ξεγέλασα τον άνθρωπο με δόλο και απάτη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ποιον εννοείς; Αλίμονο! Κακό μού μαγειρεύεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κακό κανένα· μα στο γιο του Ποίαντα ωστόσο…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα κάνεις τι; Για το θεό! Με συνεπαίρνει ο φόβος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
… που πήρα τα δοξάρια του αυτά, σ' εκείνον πάλι…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ω Δία μου! Τι θες να πεις; Πως θα τα ξαναδώσεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βέβαια, γιατί τ' άρπαξα αισχρά, μ' άδικο τρόπο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Για τους θεούς, αυτά τα λες για να με περιπαίξεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν είναι περιπαίξιμο να λέω την αλήθεια…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι λες, του Αχιλλέα γιε; Ποιος λόγος σού 'χει φύγει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θέλεις και δυο και τρεις φορές να ξαναλέω τα ίδια;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ούτε και μια δε θά 'θελα, την πρώτη, να τ' ακούσω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε λοιπόν πως άκουσες οριστικό μου λόγο.

ΔΥΣΣΕΑΣ
Υπάρχει όμως, βρίσκεται κάποιος να σ' εμποδίσει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι λες; Και ποιος απόκοτος εμπόδιο θα γίνει;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα ο στρατός των Αχαιών όλος, κι εγώ μαζί τους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν και σοφός, τίποτα πια σοφό δεν ξεστομίζεις.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εσύ ούτε σοφά μιλάς ούτε σοφά θα πράξεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μ' αν είναι δίκια, πιο καλά απ' τα σοφά θα είναι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πώς είναι δίκια, αν αυτά, που με τα σχέδιά μου
τά 'χεις στο χέρι, πάλι εσύ τα δώσεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα φροντίσω
την ατιμία την αισχρή να την επανορθώσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και το στρατό των Αχαιών δεν το φοβάσαι διόλου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε σκιάζομαι το φόβο σου, όταν κρατώ το δίκιο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
……………………………………………………………….

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα ούτε και το χέρι σου μπορεί να μ' αναγκάσει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μ' εσένα ο πόλεμος λοιπόν και όχι με τους Τρώες…

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ας γίνει αυτό πού 'ναι γραφτό.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το χέρι μου το βλέπεις
πού 'χει αρπάξει τη λαβή;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτό το ίδιο όμως
θα δεις να κάνω πια κι εγώ, και μάλιστα αμέσως!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σ' αφήνω· όμως στο στρατό, όταν πια θα γυρίσω,
θα πω τα χάλια σου αυτά και θα σε τιμωρήσει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βλέπω πως έβαλες μυαλό· αν και στα άλλα δείξεις
την ίδια φρόνηση, μπορεί το κλάμα ν' αποφύγεις.
Κι εσύ, τέκνο του Ποίαντα, μιλάω στο Φιλοκτήτη,
βγες έξω πια και άφησε την πέτρινή σου στέγη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι φασαρία και φωνές έξω απ' τη σπηλιά μου;
Γιατί φωνάζετε να βγω; Τι μου ζητάτε, ξένοι;
Αλί μου, για κακό σκοπό… Έρχεστε μήπως πάλι
κακά μαντάτα φέρνοντας κοντά σ' αυτά που έχω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να μη φοβάσαι· κι άκουσε τα λόγια που σου φέρνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φοβάμαι βέβαια· και πριν απ' τα γλυκά σου λόγια
δοκίμασα τη συμφορά, που άκουσα εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν κανείς να μετανιώσει;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στα λόγια τέτοιος ήσουνα και πριν, όταν τα τόξα
μού 'κλεβες, πειστικότατος, μα συμφορά στο βάθος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι πια τώρα· θά 'θελα να ακούσω από σένα
τι απ' τα δυο αποφάσισες, να μας ακολουθήσεις
ή ν' απομείνεις πάσχοντας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάψε, όχι πια λόγια!
Άδικα όσα κι αν μου πεις θα ειπωθούνε όλα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα πήρες τέτοια απόφαση;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και πιο γερή ακόμα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα ήθελα στα λόγια μου νά 'χες εμπιστοσύνη·
μα αν μιλώ ανώφελα κι άδικα τέτοια ώρα,
πια σταματώ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όσα κι αν πεις χαμένα πάνε όλα.
Ποτέ καλοσυνάτη πια δε θά 'βρεις την καρδιά μου·
με τις δολοπλοκίες σου μου πήρες τη ζωή μου
και τώρα μού 'ρχεσαι εδώ, για να με νουθετήσεις,
που φάνηκες αδιάντροπος από λαμπρό πατέρα…
Στ' ανάθεμα πια όλοι σας, πρώτα οι δυο Ατρείδες
κι ύστερα του Λαέρτη ο γιος κι εσύ!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μην καταριέσαι!
Μόνο πάρε τα βέλη σου απ' τα δικά μου χέρια.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι είπες; Δεύτερη φορά μου στήνεις την παγίδα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ορκίζομαι στον ύψιστο, στο σεβαστό μας Δία!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω τα γλυκά τα λόγια σου, αν λένε την αλήθεια!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αμέσως θα φανερωθεί· άπλωσε το δεξί σου
το χέρι και τα όπλα σου πάρε στην κατοχή σου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αυτό το απαγορεύω εγώ –μάρτυρες οι θεοί μας–
για το καλό των Ατρειδών και όλου του στρατού μας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιου, γιε μου, η φωνή αυτή; Τον Οδυσσέα μήπως
άκουσα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το κατάλαβες· με βλέπεις και μπροστά σου
εμένα που με βία πια στην Τροία θα σε σύρω,
το θέλει δεν το θέλει αυτός, ο γιος του Αχιλλέα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δε θα χαρείς, αν υψωθεί ετούτη η σαΐτα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Α, όχι, μη, για το θεό! Μη ρίξεις τη σαΐτα!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καλό μου τέκνο, άσε με, για το θεό, το χέρι…

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε θα σ' τ' αφήσω!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο· γιατί να μη σκοτώσω
το μισητό μου τον εχθρό με το δικό μου τόξο;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ούτε για με είναι καλό αυτό ούτε για σένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μάθε τουλάχιστον αυτό: Οι πρωτοστρατηλάτες,
οι ψευτοκήρυκες αυτοί των Αχαιών, στη μάχη
είναι δειλοί και άνανδροι, στα λόγια έχουν θράσος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έστω. Τώρα τα τόξα σου κρατάς· δεν πρέπει νά 'χεις
μαζί μου πια παράπονο ή νά 'σαι οργισμένος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Το δέχομαι· και έδειξες τη ρίζα σου, παιδί μου,
απ' την οποία βλάστησες: Γιος όχι του Σισύφου,
μα του Αχιλλέα ο βλαστός, που ζωντανός σαν ήταν
μόνο επαίνους άκουγε, όπως και πεθαμένος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαρά μου τον πατέρα μου να επαινείς κι εμένα
τον ίδιο· όμως άκουσε τι θέλω από σένα:
Ανάγκη για τον άνθρωπο να υπομένει πάντα
τις συμφορές που οι θεοί του δίνουν· όσοι όμως
ρίχνονται θεληματικά στα βάσανα μονάχοι,
όπως εσύ, συγχώρηση σ' αυτούς κανείς δε δίνει,
και δίκια, ούτε λύπηση ποτέ δεν τους αξίζει.
Εσύ όμως αγρίεψες και συμβουλές δε θέλεις,
κι αν το καλό σου θέλοντας κάποιος σε νουθετήσει,
συ τον μισείς, θαρρώντας τον πολέμιο κι εχθρό σου.
Θα σου τα πω παρ' όλα αυτά, και μάρτυράς μου ο Δίας!
Και άκουσε προσεχτικά και γράφ' τα στο μυαλό σου:
Από τη θεία βούληση σε βρήκε η αρρώστια,
γιατί στης Χρύσης σίμωσες το φύλακα, το φίδι,
που τον ακάλυπτο σηκό κρυφά παραφυλάει.
Και μάθε πως απ' τη βαριά αρρώστια δε θα έβρεις
ποτέ σου ανακούφιση, όσο ο ήλιος βγαίνει
απ' τη μεριά αυτή και πάει εκεί και βασιλεύει,
προτού νά 'ρθεις εκούσια στης Τροίας τα πεδία,
να γιατρευτείς από τους γιους του Ασκληπιού κοντά μας
απ' την πικρή αρρώστια σου και τ' οχυρό το κάστρο
να κυριεύσεις φανερά μ' εμένα και τα τόξα.
Και θα σου πω πώς έμαθα ότι θα γίνει έτσι:
Αιχμάλωτο τον Έλενο έχουμε απ' την Τροία,
που είναι μάντης άριστος· αυτός καθάρια λέει
ότι θα γίνουνε αυτά· κι ακόμα, συμπληρώνει,
το καλοκαίρι πού 'ρχεται είναι γραφτό η Τροία
να πέσει, να κυριευτεί· προσφέρεται κι ο ίδιος
να τον σκοτώσουν, αν φανεί ότι δε λέει αλήθεια.
Αφού λοιπόν τα ξέρεις πια, δέξου νά 'ρθεις μαζί μας.
Το κέρδος σου θά 'ναι λαμπρό: Ο πρώτος των Ελλήνων
αφού κριθείς, θα βρίσκεσαι και στων γιατρών τα χέρια,
μα και την πολυστέναχτη την Τροία αφού πάρεις
τη δόξα την υπέρτατη εσύ θα αποκτήσεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ζωή μου πολυμίσητη, τι με κρατάς στον κόσμο
να βλέπω; Πώς δε μ' άφησες να κατεβώ στον Άδη;
Αλί μου, τι να κάνω πια; Πώς να μη δώσω πίστη
στα λόγια του καλόγνωμου αυτού εδώ του φίλου;
Να τον ακούσω; Κι έπειτα, αν κάνω αυτό ο δόλιος,
πώς θα κυκλοφορώ στο φως; Ποιος θα με χαιρετήσει;
Πώς, μάτια μου που είδατε τις συμφορές μου όλες,
θα το αντέξετε αυτό; Σύντροφος πια να είμαι
με του Ατρέα τους δυο γιους, που μ' έχουν αφανίσει;
Πώς με τον τρισκατάρατο το σπόρο του Λαέρτη;
Δε με ξεσκίζει ο καημός για όσα περασμένα,
όμως νομίζω πως κοιτώ τα βάσανα που ακόμα
πρέπει να καρτερώ απ' αυτούς· όποιων η σκέψη είναι
μάνα κακού, στο πονηρό πάντα τους εκπαιδεύει.
Μα και μ' εσένα απορώ και δεν καταλαβαίνω:
Κι εσύ δεν έπρεπε να πας στην Τροία, μα κι εμένα
έπρεπε να εμπόδιζες, έτσι που σε προσβάλαν
αρπάζοντας τα όπλα σου τα πατρικά· σκοπεύεις
μ' αυτούς να γίνεις σύμμαχος κι εμένα μ' αναγκάζεις;
Όχι, παιδί μου, αυτό ποτέ! Μα στείλε με στο σπίτι,
όπως το υποσχέθηκες, πήγαινε εσύ στη Σκύρο
κι άσε τους άθλιους αυτούς άθλιο νά 'χουν τέλος.
Κι έτσι τη χάρη μου διπλή θα έχεις από εμένα,
διπλή κι απ' τον πατέρα σου· κι ούτε ποτέ θα δείξεις
πως βοηθώντας τους κακούς είσαι κι εσύ το ίδιο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σωστά τα λες, θα ήθελα όμως εμπιστοσύνη
δείχνοντας πια και στους θεούς και στα δικά μου λόγια,
να φύγεις απ' τη χώρα αυτή για φίλο παίρνοντάς με.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μ' ετούτο το σακάτικο ποδάρι θες να πάμε
στην Τροία και στο μισητό το γόνο του Ατρέα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σ' αυτούς που θα γιατρέψουνε τους πόνους σου στο σάπιο
το πόδι σου, θα γειάνουνε και την αρρώστια πού 'χεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Οδυνηρά τα λόγια σου· και τι με συμβουλεύεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τα πιο ωφέλιμα για σε κι εμένα, αν θα γίνουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μ' αυτά που λες δεν ντρέπεσαι πια τους θεούς καθόλου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και πώς να ντρέπεται κανείς με όσα ωφελείται;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Για τους Ατρείδες όφελος μου λες ή και για μένα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για σένα πού 'σαι φίλος μου· έτσι να το εκλάβεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς φίλος σου, που στους εχθρούς θέλεις να με πετάξεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε το πείσμα στα δεινά, φίλε μου, να το πνίγεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Το ξέρω, με τα λόγια σου πας να με καταστρέψεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γυρεύω το αντίθετο· μα δεν καταλαβαίνεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δεν ξέρω πως με πέταξαν οι Ατρείδες απ' το πλοίο;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτοί που σε πετάξανε κοίταξε αν σε σώσουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ την Τροία δε θα δω με θέληση δική μου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και τι να κάνουμε λοιπόν, αν μ' όλα μου τα λόγια
δε θα μπορέσει τίποτα εσένα να σε πείσει;
Καλύτερα τα λόγια πια εγώ να σταματήσω
κι εσύ να ζεις κατά πώς ζεις, χωρίς καμιά ελπίδα…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άσε με όσα μού 'γραψε η μοίρα μου να πάθω·
κι αυτό που υποσχέθηκες κρατώντας μου το χέρι,
πως θα με πας στο σπίτι μου, παιδί μου, να το κάνεις·
και μην αργείς· ούτε ξανά την Τροία ν' αναφέρεις·
τη θρήνησα με κλάματα πια αρκετά ως τώρα…

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν νομίζεις, προχωρούμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μίλησες γενναία πια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στήριξε τα βήματά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όσο βέβαια μπορώ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Την οργή πώς θ' αποφύγω των Ελλήνων;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μη νοιαστείς!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι θα γίνει αν τη χώρα μου χτυπήσουν;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά 'ρθω εγώ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποια βοήθεια θα προσφέρεις;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με τα βέλη του Ηρακλή.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δηλαδή;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα εμποδίσω να ζυγώσουν προς τα κει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βάδιζε λοιπόν, αν θέλεις, μα προσκύνησε τη γη…

ΗΡΑΚΛΗΣ
Να μη φύγεις, προτού να ακούσεις
τι θα πω, γιε του Ποίαντα άξιε.
Βεβαιώσου πως φτάνει στ' αυτιά σου
η φωνή του Ηρακλή κι η ματιά σου
τη μορφή του κοιτάει μπροστά σου.
Για δικό σου χατίρι έχω έρθει,
την ουράνια αφήνοντας έδρα,
να σου πω αποφάσεις του Δία
και να φράξω το δρόμο που παίρνεις·
συ τα λόγια μου άκου με πίστη.
Και πρώτα θέλω να σου πω για τη δική μου τύχη:
Πέρασα πόσα βάσανα και μόχθους ν' αποκτήσω
τη δόξα την αθάνατη, όπως την αντικρίζεις!
Μάθε ότι σου μέλλονται τα ίδια να τραβήξεις,
μα απ' τα βάσανα αυτά θα δοξαστεί η ζωή σου.
Όταν στην Τροία θα βρεθείς μ' αυτό το παλικάρι,
πρώτα απ' της αρρώστιας σου τη φρίκη θα γλιτώσεις,
και αφού κριθείς απ' το στρατό στην αρετή ο πρώτος,
του Πάρη, πού 'ταν η αφορμή για τα δεινά ετούτα,
θα του στερήσεις τη ζωή με τα δικά μου τόξα·
κι όταν η Τροία θα παρθεί, τα λάφυρα θα φέρεις
έπαθλα στα παλάτια σου, απ' το στρατό τα δώρα
για το γονιό σου Ποίαντα στη χώρα σου την Οίτη.
Όμως τα λάφυρα που εσύ απ' το στρατό θα πάρεις
των τόξων αναμνηστικά να φέρεις στην πυρά μου.
Κι εσύ, του Αχιλλέα γιε, άκου τη συμβουλή μου:
Ούτε κι εσύ χωρίς αυτόν την Τροία θα κερδίσεις
ούτε κι αυτός χωρίς εσέ μπορεί να το πετύχει.
Σα δυο λιοντάρια να φυλάει ένας τον άλλο πρέπει,
αυτός εσέ κι εσύ αυτόν. Κι εγώ θα πάω να στείλω
στην Τροία τον Ασκληπιό να γειάνει την πληγή σου.
Αυτή για δεύτερη φορά με τα δικά μου τόξα
είναι γραφτό να αλωθεί. Μα νά 'χετε το νου σας
ευσέβεια προς τους θεούς να δείχνετε στη νίκη.
Τα άλλα πια κατώτερα τα θεωρεί ο Δίας·
μα η ευσέβεια ποτέ με τους θνητούς δε σβήνει,
δε χάνεται στους ζωντανούς ούτε στους πεθαμένους.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μου στέλνεις φωνή πολυπόθητη τώρα,
που χρόνια πολλά είχα πια να σ' ακούσω…
Ω, ναι, πειθαρχώ στο δικό σου το λόγο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι εγώ συμφωνώ με τη γνώμη σου ετούτη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Στο έργο δοθείτε χωρίς χασομέρι·
κατάλληλη η ώρα και πρίμο τ' αγέρι.
Επείγει το πλοίο να φύγει αμέσως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα ας χαιρετήσω τη χώρα πριν φύγω:
Σπηλιά μου, φρουρά μου και σκέπη μου, χαίρε,
και Νύμφες υδρόχαρες λιβαδολάτρες
αι κύμα της θάλασσας αγριεμένο
κι ακρόγιαλο απόκρημνο, που στη σπηλιά μου
μυριάδες φορές του Νοτιά η αντάρα
κατάβρεξε την κεφαλή μου, και τόσες
φορές το βουνό του Ερμή τη φωνή μου
μου γύρισε αντιλαλώντας το θρήνο…
Μα τώρα, ω κρήνες και νάματα Λύκεια,
για πάντα εγώ σας αφήνω και φεύγω,
που τέτοια ελπίδα ποτέ μου δεν είχα.
Κι εσύ, θαλασσόζωστη Λήμνο, αντίο!
Καλόγνωμη αίσιο ταξίδι ευχήσου
για κει που η Μοίρα η μεγάλη με στέλνει
κι η γνώμη των φίλων κι αυτός που δαμάζει
τα πάντα, ο θεός που αυτά μου ορίζει!

ΧΟΡΟΣ
Τώρα όλοι μαζί πρέπει πια να βιαστούμε,
στις θαλάσσιες Νύμφες αφού ευχηθούμε
στο ταξίδι του νόστου μας νά 'ρθουν σωτήρες…