Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σωπάστε τώρα κι έχετε το νου σας,
γιατ' ανοίγει τα μάτια και σηκώνει
το κεφάλι του.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω φως, που ξανά βλέπω
μετά 'π' τον ύπνο κι ω η απίστευτη
κι ανέλπιστητων ξένων παρουσία
που με φυλάγουν· γιατ' εγώ, παιδί μου,
δε θα 'λεγα ποτέ πως θα βαστούσες
να υποφέρης τα πάθη μου με τέτοια
συμπόνια και να μου παρασταθής
με κάθε σου βοήθεια· μα οι Ατρείδες
πώς θα μπορούσαν βέβαια να την είχαν
την ίδια υπομονή να με υποφέρουν,
οι καλοί μας στρατάρχες; μα εσύ, γυιε μου
που είσαι ψυχή γενναία κι από γενναίους,
τίποτα δε λογάριασες απ' όλα τούτα,
φωνές κι αποφορές που ήσουν γεμάτος.
Μα, τώρα μια που φαίνεται πως μ' έχει
ξεχάση το κακό και να συνήρθα,
σήκωσέ με και στήσε με, συ, γυιέ μου,
στα πόδια μου, που σα μ' αφήση τέλος
κι η κούραση, να πάμε στο καράβι
και κάμωμε πανιά χωρίς ν' αργούμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρω που σε είδα παρά καθ' ελπίδα
να ζης και ν' αναπνέης και δίχως πόνους·
γιατ' αν συγκρίνω με όπως είσαι τώρα,
όλα σου τα σημάδια εφανερώναν
πως πια ζωή δεν είχες· λοιπόν σήκω
ή, αν προτιμάς, αυτοί να σε σηκώσουν
στα χεριά· δε θα βαρεθούν τον κόπο,
αν είναι η θέληση σου κι η δική μου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σ' ευχαριστώ, παιδί μου· βοήθησέ με
λοιπόν εσύ, καθώς στο νου σου το 'χεις,
κι άφις αυτούς, μήπως τους ενοχλήση
η βαριά αποφορά πριν απ' την ώρα·
τους φτάνει ό,τι έχουν να υποφέρουν μέσα
στο καράβι μαζί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα έτσι ας γίνη·
έλα, σηκώσου και πιάσου από μένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έγνοια σου και συνηθισμένος είμαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αλλίμονο· τι έχω να κάμω τώρα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι 'ναι, γυιε μου, πού πάει αυτός σου ο λόγος;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι εγώ δεν ξέρω πώς να τη γυρίσω
τη δυσκολί' αυτή.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποια δυσκολία;
μην το λες, γυιε μου, εσύ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι όμως έτσι 'ναι
και σ' αυτή τώρα βρίσκομαι τη θέση.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δεν πιστεύω να σ' έκαμε το βάρος
της αρρώστειας, που να μη θέλης πια
να με πάρης μαζί σας στο καράβι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όλα είναι βάρος, όταν, τη γενιά του
προδίδοντας κανείς, πάη να κάμη
πράμα που δεν ταιριάζει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα δεν κάνεις
ούτε τίποτα λες που να ντροπιάζη
τη γενιά σου, όταν έρχεσαι βοήθεια
σ' ένα δυστυχισμένο που του αξίζει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Άτιμος θα φανώ κι αυτό με πνίγει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καμιά ατιμία δε βλέπω σ' ό,τι κάνεις,
μόνο μ' αυτά που λες ― τα χάνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω Θεέ μου, τι να κάμω; ξανά πάλι
θα γίνω επίβουλος να κρύβω εκείνα
που δεν πρέπει κι αχρείες ψευτιές να λέγω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έτοιμος είναι, φαίνεται, να με
προδώση και χωρίς εμέ να φύγη. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι χωρίς εσέ· μα ίσα – ίσα, μήπως
κακό για σένα θα 'ναι να σε πάρω
μαζί απ' εδώ ― αυτό με βασανίζει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι λες, παιδί μου, δεν καταλαβαίνω. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε θα σου κρύψω τίποτα· είναι ανάγκη
να 'ρθης στην Τροία και στον ελληνικό
στρατό των Ατρειδών.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ωιμένα, τι είπες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη φωνάζης, πρι μάθης. . .

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι να μάθω;
τι έχεις στο νου σου να μου κάμης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρώτα
να σώσω εσένα κι έπειτα μαζί σου
να πάω να διαγουμίσωμε της Τροίας
τους κάμπους.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και στ' αλήθεια έχεις στο νου σου
να το κάμης αυτό;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ανάγκη πάσα
να γίνη· μ' άκου δίχως να θυμώνης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα ο δύστυχος, μ' έχουν προδώση·
ξένε, τι μόχεις κάμη; δος μου αμέσως
πίσω τα τόξα μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα αυτό να γίνη
δεν είναι δυνατό· με υποχρεώνει
το καθήκον μαζί και το συμφέρον
να υπακούσω σ' αυτούς που εξουσιάζουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω του Άδη εσύ φωτιά, ω σωστό τέρας,
της πιο άτιμης ψευτιάς αρχιτεχνίτη,
–πώς το 'καμες; πως μ' απάτησες έτσι;
και δεν ντρέπεσαι ακόμη να με βλέπης
εμένα, που σου πρόσπεσα στα πόδια,
εμένα τον ικέτη σου, πανάθλιε;
Μου στερείς τη ζωή μου που μου παίρνεις
τα τοξ' αυτά, μα σε καθικετεύω,
δοs μου τα πίσω, δος μου τα, παιδί μου,
στους πατρικούς θεούς σου σε ξορκίζω,
μη θες να μου αφαίρεσης τη ζωή μου.
Μα, ω δυστυχία μου, αυτός ουτ' ένα λόγο
πια δε μου λέει και, σαν να το 'χη πάρη
απόφαση, γυρίζει αλλού τα μάτια.
Ω λιμιώνες, ω κάβοι, ω άγρια βράχια
κι ω σύντροφοι μου εσείς του λόγγου αγρίμια,
σε σας τα λέω γιατί δεν ξέρω κι άλλον
να του κλαυτώ, σε σας που, μαζί πάντα,
μ' έχετε συνηθίση να μ' ακούτε·
να, τι μόκαμε ο γυιος ενού Αχιλλέα!
μου ωρκίστηκε πως θα με φέρη πίσω
στον τόπο μου κι αυτός με πάει στην Τροία·
το δεξί χέρι μόδωσε για πίστη
κι αυτός μου πήρε και κρατάει τα τόξα
τα ιερά του Ηρακλέα του γυιου του Δία·
και θέλει στους Αργείους να μ' επιδείξη
πως ένα ήρωα δυνατό τους πάει
που έπιασε με τη βία και δε γνωρίζει
πως σκοτώνει νεκρό, σκιά του αγέρα,
φάντασμ' άδειο· γιατί ποτέ του, αν είχα
τη δύναμή μου, δε θα με νικούσε,
αφού ούτε ως είμαι, παρά με το δόλο·
τώρα είμαι προδομένος και δεν έχω
ο άμοιρος τι να κάμω· μα έλα, δος τα·
καιρός ακόμα να γενής ό,τ' ήσουν.
Τι λες; σιωπάς; τέλειωσα ο άμοιρος, πάω.
Ω βράχε με τις δυο μπασιές σου, να 'με,
σε ξαναμπαίνω πάλι, άοπλος, δίχως
να 'χω πώς να τραφώ κι έτσι αυτού μέσα,
στη σπηλιά αυτή θα ξεραθώ μονάχος
κι ούτε πουλί πετάμενο ούτε αγρίμι
του βουνού θα 'χω με τα τόξα αυτά μου
να σκοτώνω· μα το νεκρό κορμί μου
θροφή θα γίνη εκείνων που με θρέφαν
και τωρ' αυτά που εγώ πριν κυνηγούσα
θενά με κυνηγούν ν' αντιπλερώσω
φόνο με φόνο ο τρισδυστυχισμένος,
κι όλα χάρη σ' αυτόν που φαίνονταν
πως ούτε ιδέα 'πο κακό δεν είχε.
Στο ανάθεμα να πας ― μα όχι, πρι μάθω
α δε θα πης ν' αλλάξης γνώμη ακόμα,
ειδεμή, θάνατος κακός να σ' εύρη.

ΧΟΡΟΣ
Τι κάνομε; από σένα, βασιλιά μας,
ν' αποφασίσης, αν θα φεύγωμ' έτσι
ή αν όπως σε παρακαλεί θα κάμης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νοιώθω μια τρομερή γι' αυτόν συμπόνια
κι όχι τώρα μονάχα, μ' από πρώτα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σπλαχνίσου με και μην αφήσης
τέτοια στ' όνομά σου ντροπή, πως μ' έχεις κλέψη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αχ, τι να κάμω; ανάθεμα την ώρα
πόφευγ' από τη Σκύρο· γιατί τέτοια
δε θα 'παιρνα ποτέ μου στενοχώρια.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εσύ κακός δεν είσαι, μ' από ανθρώπους
ήρθες βέβαια κακούς δασκαλεμένος
σ' αυτές τις ατιμίες· μ' άφηνέ τις
σ' άλλους που τους ταιριάζουνε και φεύγα,
αφού μ' αφήσης τα όπλα μου σε μένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι να κάμωμε, φίλοι;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι πας, άθλιε
των αθλίων, να κάμης; δος μου εμένα
ευθύς τα τοξ' αυτά και τράβα πίσω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Συφορά μου, ποιος ειν' αυτός; δεν είναι
ο Οδυσσέας π' ακούω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, ο Οδυσσέας,
κατάλαβέ το, εγώ που βλέπεις μπρος σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ωιμέ, πουλήθηκα και πάω χαμένος,
αυτός είναι λοιπόν που μ' έχει πιάση
και μου στέρησε τα όπλα μου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εγώ ο ίδιος
σα θες να ξέρης και κανένας άλλος,
το 'μολογώ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δος μου, παιδί μου, δοs μου
τα τόξα πίσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αυτό κι αν θέλη ακόμα
ποτέ δε θα το κάμη· μα και συ ο ίδιος
πρέπει να 'ρθης μαζί μ' αυτά·ειδεμή,
θα σε πάρουν και με τη βία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εμένα;
ξεδιάντροπε, ακούργε των κακούργων,
εμέν' αυτοί θα πάρουν με τη βία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν δεν έρθης με το καλό.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω χώρα
της Λήμνου, ω φοβερές φωτιές του Ηφαίστου,
μα είναι να το βαστάξετε, αν με πάρη
δια της βίας αυτός απ' τα δικά σας;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ο Δίας, αν θες να ξέρης, ειν' ο Δίας
ο κύριος αυτής της χώρας, που έτσι
τ' αποφάσισε· εγώ το θέλημά του
απλώς υπηρετώ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καταραμένε,
τι κάθεται και κατεβάζει ο νους σου·
τουs θεούς παίρνεις πρόφαση και κάνεις
τους θεούς ψεύτες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όχι, αληθινούς,
και, θες δε θες, το δρόμο αυτό θα πάρης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αυτό δε θενά γίνη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αυτό θα γίνη
και παρ' το απόφαση.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δυστυχισμένος
εγώ· τότε λοιπόν φαίνεται δούλους
μας έφερ' ο πατέρας μας στον κόσμο
και λεύτερους καθόλου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όχι, αλλά ίσους
με τους πρώτους τούς ήρωες, που μαζί των
είναι γραφτό την Τροία να κυρίευσης
και κατασκάψης με τη δύναμή σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ, κι αν πρέπει ό,τι κακό να πάθω,
όσο που θα πατώ σ' αυτό εδώ πάνω
το ψηλό το γκρεμνό.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι λες να κάμης;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα πέσω από το βράχο ευτύς και κάτω
στους βράχους το κεφάλι μου θα σπάσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κρατήστε τον εσείς, να μην το κάμη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι παθαίνετ', ω χέρια μου, που τώρα
σας έλειψε η νευρά σας και πιασμένα
στην εξουσία του σας κρατά ένας τέτοιος;
Ω που δεν έχεις μέσα σου μα ούτε ίχνος
ντροπής μητ' ανθρωπιάς, πώς έτσι πάλι
με γέλασες; πώς μ' έπιασες στα βρόχια
πίσω από τούτο το παιδί κρυμμένος
που δε γνώριζα εγώ, μα πού ηταν άξιο
για μένα, όσο δεν άξιζε για σένα,
που άλλο δεν ήξερε παρά να κάνη
ό,τι του πρόσταξαν και που και τώρα,
το βλέπεις, το τι πόνο δοκιμάζει
για ό,τι έχει φταίξη αυτός κι εγώ έχω πάθη;
Μα εσένα η μαύρη σου η ψυχή, που πάντα
στήνει καρτέρια 'π' τις γωνιές, τον είχε
καλ' από πριν δασκαλεμένο, να 'ναι,
παρά το φυσικό του κι άθελά του,
σοφός στο κακό. Και τώρα, τρισάθλιε,
λες και καλά δετό να με σηκώσης
απ' αυτούς τους γιαλούς, που άλλοτε μέ ειχες
παραπετάξη χωρίς φίλους, έρμο,
δίχως πατρίδα, ζωντανό νεκρό;
Στ' ανάθεμα να πας! μ' αχ, τι ωφελεί
που έτσι μύριες φορές σού καταριούμαι,
αφού οι θεοί δεν δίνουνε σε μένα
καμιά χαρά· συ ζής και βασιλεύεις,
μα εμένα αυτό ίσα – ίσα με σκοτώνει,
που ζω, μα μέσα σ' όλα τα μαρτύρια
του κόσμου, ο μαύρος· για να με γελάτε
εσύ κι οι δυο σου οι στρατηγοί, οι Ατρείδες,
που σ' ολ' αυτά τών είσαι ο υπηρέτης·
αν και με δόλο εσένα και με βία
σ' ανάγκασαν μαζί των να εκστρατεύσης,
ενώ εμένα, που πρόθυμος εκείνους
ακλούθησα με στόλο εφτά καράβια,
άτιμα εδώ με πέταξαν, καθώς
το λες εσύ και αυτοί το λεν για σένα.
Και τώρα τι με θέτε; ποιος ο λόγος
να με σηκώνετ' απ' εδώ; που εγώ ειμαι
τίποτα πια κι έχω για σας πεθάνη
από καιρό. Πώς, θεομισημένε,
τώρα δεν είμαι πια χωλός, δε βγάζω
βρωμ' ανυπόφορη; πώς θα μπορήτε,
αν έρθω εκεί, να κάνετε θυσίες
στους θεούς και τις άλλες προσφορές σας;
Γιατ' αυτή 'χες την πρόφαση, να βγάλης
εμέν' από τη μέση· ω να χαθήτε!
και θα χαθήτε, δίχως άλλο, αφού έτσι
μ' αδικήσατε, αν οι θεοί φροντίζουν
για το δίκιο· και ξέρω πως φροντίζουν.
Γιατί δε θα κινούσατε ποτέ
να' ρθήτ' εδώ για ένα συφοριασμένο,
αν κάποιο δε σας έσπρωχνε για μένα
θεϊκό κεντρί. Μα ω πατρική μου χώρα,
ω θεοί, που από ψηλά τα βλέπετ' όλα,
εκδικηθήτε μια φορά επί τέλους,
εκδικηθήτε όλους αυτούς, αν κάποια
φυλάτε και για μένα ψυχοπόνια,
που άθλια βέβαια ζω, μα αν θα 'βλεπα
να 'χαν αυτοί χαθή, θα μου φαινόνταν
πως γιατρεύτηκ' απ' όλα τα δεινά μου.

ΧΟΡΟΣ
Βαρύς και βαριά λόγια σου 'πε κι ούτε
στη δυστυχία να υποταχθή δε λέει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα 'χα πολλά να λέω σ' αυτά που είπε,
αν ο καιρός το συγχωρούσε· τώρα
ένα μονάχα λόγο εξουσιάζω:
Όπου τέτοιοι χρειάζουνται, είμαι τέτοιος
εγώ· κι όπου είναι πάλι να κριθούνε
οι δίκαιοι κι οι ενάρετοι, κανένα
δε θα 'βρισκες καλύτερο από μένα.
Μα έτσι βέβαια γεννήθηκα, να θέλω
να 'χω παντού τη νίκη πάνω σ' όλους ―
έξω από σένα· γιατί τώρα εμπρός σου
θα το θελήσω εγώ να υποχωρήσω.
Αφήστε του τα χέρια· τραβηχτήτε
και παρατήστε τον εδώ· καμιά σου
ανάγκη πια δεν έχομε, μια πού ειναι
τα τοξ' αυτά δικά μας· στο στρατό μας
είναι κι ο Τεύκρος, πόχει αυτή την τέχνη,
και 'γω πιστεύω πως καθόλου κάτω
από σένα δεν πέφτω, ούτε στου τόξου
το χειρισμό κι ούτε στο ίσιο σημάδι.
Τι σε χρειαζόμαστε λοιπόν εσένα;
Χαίρε και χαίρου τη Λήμνο σου· εμείς
πηγαίνομε· κι ίσως το δώρο αυτό,
που σου είχαν δώση για τιμή, μου φέρει
εμένα την τιμή που ήταν συ να 'χης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αχ, τι να κάμω ο δύστυχος; εσύ
με τα δικά μου τα όπλα στολισμένος
θα παρουσιαστής μπρος στους Αργείους;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν έχω πια ν' ακούσω λόγο· φεύγω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω σπέρμα του Αχιλλέα, ούτε τη δική σου
θ' ακούσω καν φωνή, μα έτσι θα φύγης;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Προχώρει εσύ, μην τον κοιτάζης, αν και
γενναίος είσαι, μη μου τα χαλάσης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα και σεις, φίλοι, θα μ' αφήσετ' έρμον
έτσι και δε θε να με σπλαχνιστήτε;

ΧΟΡΟΣ
Κύριος του καραβιού μας είναι ο νέος
αυτός κι ό,τι να πη, τα ίδια θα λέμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θ' ακούσω βέβαι' απ' αυτόν, πως είμαι
γεμάτος ψυχοπόνια, μ' αν το θέλη
κι ο Φιλοχτήτης, μείνετε, ως που οι ναύτες
το καράβι ετοιμάσουνε και στους θεούς
προσευχηθούμε· ίσως κι αυτός σε τούτο
το μεταξύ πιο φρόνιμη να πάρη
απόφαση. Λοιπόν οι δυο μας τώρα
πηγαίνομε και σεις έτοιμοι να 'στε,
ευτύς που σας καλέσωμε, να 'ρθήτε.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Dian Books.

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Παρακαλώ, σωπαίνετε και νά 'χετε το νου σας.
Ανοίγουν πια τα μάτια του, σηκώνει το κεφάλι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω φως που διαδέχεσαι τον ύπνο κι ω των ξένων
αυτών εδώ ανέλπιστη κι απίστευτη φροντίδα!
Δεν πίστευα, παιδάκι μου, σε τόση ευσπλαχνία,
πως θ' ανεχόσουνα ποτέ στα πάθη τα δικά μου
τόσο κοντά να μου σταθείς και να με βοηθήσεις.
Αυτό που δεν το άντεξαν καθόλου οι Ατρείδες,
να μ' ανεχθούν όπως εσύ, οι άξιοι στρατηλάτες…
Μα είσαι φύση ευγενική κι από γενιά γενναίου
και νόμισες υποφερτά όλα αυτά, παιδί μου,
κι ανέχτηκες τη μυρουδιά και τις πικρές κραυγές μου.
Και τώρα, μια που το κακό μοιάζει να με ξεχνάει
και κάποια ανακούφιση αισθάνομαι, καλέ μου,
ο ίδιος, γιε μου, πιάσε με και στήσε με στα πόδια,
κι όταν συνέλθω εντελώς από την κόπωσή μου,
στο πλοίο να τραβήξουμε, να μην καθυστερούμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι που ανέλπιστα σε βλέπω δίχως πόνους
ν' ανοίγουνε τα μάτια σου και ν' αναπνέεις πάλι.
Όλα σου τα συμπτώματα έδειχναν πως δε ζούσες
μέσα στους πόνους τους φρικτούς που σε καταπαιδεύαν.
Και τώρα σήκω μόνος σου· μ' αν προτιμάς ωστόσο,
θα σε σηκώσουνε αυτοί· δε με φοβίζει ο κόπος,
αφού τ' αποφασίσαμε εσύ κι εγώ πια έτσι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σύμφωνος, γιε μου, μα εσύ ο ίδιος σήκωσέ με·
άφησε αυτούς, μη βαρεθούν απ' την αποφορά μου
πριν απ' την ώρα· αρκετό το βάρος που θα έχουν
μόνο συνταξιδεύοντας μ' εμέ στο ίδιο πλοίο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα γίνει· τώρα όρθιος σηκώσου και στηρίξου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μη με φοβάσαι· να σταθώ με βοηθάει η συνήθεια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αλίμονο! Και τώρα πια τι πάω να κάνω, θε μου!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα τι συμβαίνει, γιόκα μου; Τι έχεις στο μυαλό σου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν ξέρω πώς πρέπει να πω το δύσκολο το λόγο…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και ποια η δυσκολία σου; Μη λες, παιδί μου, τέτοια!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σ' αυτή τη θέση βρίσκομαι την τραγική πια τώρα…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δε σ' έπεισε η δυσχέρεια απ' την ανημποριά μου
να μη με πάρεις βέβαια μαζί σου στο καράβι…

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μεγάλη η δυσχέρεια, όταν κανείς ξεφεύγει
από το χαρακτήρα του κι αταίριαστα κινείται.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αταίριαστα για το γονιό που σ' έσπειρε δεν πράττεις
ούτε μιλάς, αν βοηθάς άντρα που το αξίζει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αδιάντροπος θ' αποδειχτώ· αυτό με βασανίζει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι μ' αυτές τις πράξεις σου· μ' αυτά που λες τα χάνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κάνω, Δία; Άτιμος δε θα φανώ και πάλι
όσα δεν πρέπει κρύβοντας και λέγοντας το ψέμα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αυτός εδώ με πρόδωσε, αν πάει καλά ο νους μου,
και μοιάζει ότι σκέφτεται δίχως εμέ να φύγει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι, ποτέ χωρίς εσέ· με βασανίζει μόνο
μήπως σε παίρνω από δω όχι για το καλό σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι είναι, γιε μου, αυτά που λες; Δε σε καταλαβαίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε θα σου κρύψω τίποτα: Πρέπει να πας στην Τροία,
στους Αχαιούς και στο στρατό που ορίζουν οι Ατρείδες!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα τι μου λες; Αλίμονο!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ησύχασε ν' ακούσεις…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ν' ακούσω τι; Τι βάλθηκε ο νους σου να μου κάνει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα να σε σώσω απ' το κακό πρώτα, κι ύστερα πάμε
κι οι δυο μαζί να πάρουμε τη χώρα της Τρωάδας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με τα σωστά σου σκέφτεσαι να κάνεις τέτοιο πράγμα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είναι ανάγκη απόλυτη· άκου και μη θυμώνεις!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα ο τρισάμοιρος, με πρόδωσαν! Αχ, ξένε,
τι μού 'κανες; Τα τόξα μου δώσ' τα ξανά αμέσως!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτό δεν είναι δυνατόν· το δίκιο μ' αναγκάζει
και το συμφέρον και ακούω αυτούς που διατάζουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω εσύ φωτιά κι ό,τι φρικτό, αρχιτεχνίτη μαύρε
της πιο πανούργας πονηριάς, άθλιες, τι μου κάνεις;
Ποια απάτη μηχανεύτηκες! Δεν ντρέπεσαι να βλέπεις
εμένα που στα πόδια σου έπεσα ικέτης, τέρας;
Μού 'χεις στερήσει τη ζωή τα τόξα παίρνοντάς μου…
Δώσ' μου τα, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, γιε μου!
Για τους θεούς τους πατρικούς, μη σβήνεις τη ζωή μου!
Αλίμονό μου ο δύστυχος! Ούτε μιλιά δε βγάζει!
Κοιτάει αλλού, σα να σου λέει πως δε θα τα αφήσει.
Λιμάνια, ακρωτήρια, ω άγρια θηρία,
μοναδική μου συντροφιά, απόκρημνά μου βράχια,
σε σας κλαίω τον πόνο μου, δεν ξέρω άλλον κανένα,
σε σας που συνηθίσατε χρόνια πια να μ' ακούτε,
για δείτε τι μου έκανε ο γιος του Αχιλλέα!
Αντίς για την πατρίδα μου, που ορκίστηκε, στην Τροία
με πάει· αν και μού 'δωσε και το δεξί του χέρι,
όμως κρατάει του Ηρακλή τα ιερά τα τόξα
κι έχει σκοπό στους Αχαιούς να πάει να τα δείξει.
Σα νά 'μουν άντρας δυνατός με σέρνει με τη βία
μη νιώθοντας ότι νεκρόν, ίσκιο καπνού, σκοτώνει,
είδωλο άντρα, φάντασμα. Ποτέ δε θα νικούσε,
αν είχα τις δυνάμεις μου, μονάχα με το δόλο.
Τώρα με εξαπάτησε το δόλιο· τι να κάνω;
Δώσ' μου τα! Ξαναγύρισε στον πρώτο εαυτό σου!
Τι λες; Σωπαίνεις. Χάθηκα ο τρισδυστυχισμένος!
Βραχοσπηλιά μου δίπορτη, πάλι θα μπω σ' εσένα
γυμνός από τα όπλα μου, στεγνός απ' την τροφή μου,
κι έτσι μες στο μαντρί αυτό θα ξεραθώ μονάχος,
κι ούτε πουλί πετούμενο ούτε βουνίσιο αγρίμι
θα ρίχνω με τα τόξα μου· τώρα εγώ θα γίνω
πεθαίνοντας γλυκιά τροφή σ' εκείνα που με τρέφαν,
εμέ θα κυνηγήσουνε αυτά που κυνηγούσα…
Με φόνο μου το φόνο τους θα τον πληρώσω ο δόλιος,
κι αιτία αυτός, που έδειχνε πως το κακό δεν ξέρει…
Να πήγαινες στ' ανάθεμα – μα όχι πριν να μάθω
αν θα αλλάξεις τα μυαλά· αλλιώς, κακό σου ψόφο!

ΧΟΡΟΣ
Τι κάνουμε; Στο χέρι σου είναι πια, βασιλιά μου,
να φύγουμε ή ν' ακούσουμε τα λόγια τα δικά του.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μεγάλη λύπηση γι' αυτόν τον άντρα με κατέχει,
κι όχι μονάχα τη στιγμή αυτή, μα από ώρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Για τους θεούς, σπλαχνίσου με, παιδί μου· μην αφήσεις
τέτοια ντροπή σου στους θνητούς, πως γέλασες εμένα…

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κάνω, θε μου; Άμποτες τη Σκύρο, την πατρίδα,
να μην την άφηνα ποτέ! Τόσο πονώ πια τώρα!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κακός δεν είσαι· από κακούς, θαρρώ, δασκαλεμένος
ήρθες να κάνεις τα αισχρά· ασ' τα σ' αυτούς που έχουν
φύση αισχρή και φύγε εσύ αφήνοντας τα τόξα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναύτες μου, τι να κάνουμε;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άνανδρε, τι θα κάνεις;
Δε θα γυρίσεις δίνοντας τα τόξα αυτά σ' εμένα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο, ποιο είναι αυτός; Τον Οδυσσέα ακούω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τον Οδυσσέα, μάλιστα· αυτόν κοιτάς μπροστά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο! Πουλήθηκα, χάθηκα! Αυτός ήταν
λοιπόν που με παγίδεψε και μου άρπαξε τα όπλα!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εγώ κι όχι άλλος, μάθε το· τ' ομολογώ με θάρρος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γιε μου, δώσ' μου τα όπλα μου, άσ' τα μου!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αυτό όχι,
ούτε κι αν θέλει δεν μπορεί. Κι εσύ όμως θα πρέπει
να 'ρθεις μαζί τους· ειδαλλιώς, με βία θα σε σύρουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εμένα, βρε πανάθλιες, αδιάντροπο θρασίμι,
θα σύρουν με τη βία αυτοί;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άμα δεν το θελήσεις…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω γη της Λήμνου, φλογερή φωτιά του ηφαιστείου,
είναι ποτέ πια δυνατόν αυτό να το ανεχθείτε,
με βία απ' τα μέρη σας ετούτος να μ' αρπάξει;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ο Δίας είναι, μάθε το, ο Δίας που το θέλει,
ο κραταιός αυτής της γης· κι εγώ ο υπηρέτης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σίχαμα! Τι σκαρφίζεσαι και λες; Αν αποδίδεις
τέτοια ψευτιά πια στους θεούς, τους λες πως είναι ψεύτες…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καθόλου· το αντίθετο. Πρέπει αυτό να γίνει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δε συμφωνώ!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα συμφωνώ εγώ· πρέπει ν' ακούσεις!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονό μου ο δύστυχος! Φαίνεται ο γονιός μας
για δούλους μάς προόριζε, όχι για ελευθέρους…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καθόλου· με τους άριστους ίσο, με τους οποίους
είναι γραφτό την Τροία εσύ να πάρεις με τη βία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ουδέποτε· κι αν χρειαστεί τα πάνδεινα να πάθω
όσον καιρό θα κατοικώ σ' αυτόν τον άγριο βράχο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι πας να κάνεις;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πέφτοντας απ' την κορφή του βράχου
αμέσως το κεφάλι μου στα βράχια θα συντρίψω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πιάστε τον, για να μην μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χέρια μου, τι παθαίνετε, γυμνά απ' τ' αγαπημένα
τα τόξα σας, από άνθρωπο τέτοιο σφιχτοδεμένα!
Ω εσύ, που σκέψη τίμια και ελεύθερη δεν ξέρεις,
πώς πάλι μ' εξαπάτησες, πώς μ' έπιασες στα δίχτυα
βάζοντας το παιδί μπροστά αυτό, το άγνωστό μου,
πού 'ταν για σένα ανάξιο, για μένα είχε αξία,
τ' άπλερο στ' άλλα, ήξερε τις προσταγές να κάνει
μονάχα, κι είναι φανερό πόσο υποφέρει τώρα
για τα δικά σου κρίματα και τα δικά μου πάθη…
Όμως μαύρη σου η ψυχή, που στα σκοτάδια βλέπει,
με τέχνη το δασκάλεψε τα πονηρά να μάθει
το αθώο κι απονήρευτο αυτό, χωρίς να θέλει.
Και τώρα εμέ, πανάθλιε, έχεις στο νου να πάρεις
δεμένον από την ακτή αυτή που μ' είχες ρίξει
άφιλο, έρμο, απάτριδο, στους ζωντανούς πια πτώμα…
Αλίμονό μου!
Στ' ανάθεμα! Πολλές φορές το ευχήθηκα για σένα…
Όμως σ' εμένα οι θεοί δεν κάνουνε χατίρια,
και ζεις εσύ χαιράμενος, ενώ εγώ πονάω
και γιατί ζω με συμφορές πολλές, δυστυχισμένος,
και γιατί με γελάς κι εσύ κι οι δυο σου στρατηλάτες,
οι Ατρείδες, που στα κόλπα τους είσαι πιστός τους δούλος.
Κι όμως σε αναγκάσανε με πονηριά κι απάτη,
κι έτσι τους ακολούθησες, εμέ όμως τον έρμο,
πού 'θελα κι έπλευσα μαζί μ' επτά λαμπρά καράβια,
με πέταξαν, μας λες, αυτοί, μα εκείνοι λεν για σένα.
Και τώρα τι με σέρνετε; Για ποιο σκοπό και κέρδος;
Αφού δεν είμαι τίποτα, για σας έχω πεθάνει…
Πώς τώρα, θεομίσητε, χωλός για σε δεν είμαι;
Πώς και δεν είμαι βρομερός; Πώς, αν θα 'ρθω μαζί σας,
θα γίνουν οι θυσίες σας; Σπονδές μπορείς να κάνεις;
Αυτό είχες για πρόφαση να με πετάξεις τότε.
Τέλος κακό να έχετε! Θα τό 'χετε, εφόσον
εμένα αδικήσατε, αν οι θεοί το δίκιο
νοιάζονται· και το νοιάζονται, το ξέρω· το ταξίδι
αυτό δε θα το κάνατε για μένα τον τρισάθλιο,
αν κάποιο θεϊκό κεντρί δε σας παρακινούσε.
Ω χώρα των πατέρων μου, θεοί μου παντεπόπτες,
αυτούς να τιμωρήσετε, κάποτε με τα χρόνια
χτυπήστε τους αλύπητα, αν κάπως με λυπάστε!
Ζω τώρα άθλια ζωή, αν δω όμως ετούτους
να αφανίζονται, θαρρώ γλιτώνω απ' την αρρώστια.

ΧΟΡΟΣ
Βαριά θλιμμένος και βαριές κατάρες είπε ο ξένος·
η γλώσσα του δε λύγισε στη συμφορά, Οδυσσέα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πολλά θά 'χα ν' αποκριθώ στα λόγια τα δικά του,
αν ήταν ώρα· μα θα πω ένα μονάχα τώρα:
Όπου χρειάζονται σκληροί, σκληρός κι εγώ θα είμαι·
μα όπου δίκαιοι κρίνονται και παλικάρια άντρες,
κανέναν ευσεβέστερο δε θά 'βρεις από εμένα.
Τη νίκη την αποζητώ παντού, μα από σένα
δεν τη γυρεύω· θέλοντας θα υποχωρήσω τώρα.
Αφήστε τον· σ' αυτόν κανείς να μην απλώσει χέρι.
Αφήστε τον να μείνει εδώ. Δε σ' έχουμε ανάγκη,
εφόσον έχουμε αυτά τα όπλα. Και ο Τεύκρος
μες στο στρατό μας βρίσκεται, που ξέρει αυτή την τέχνη,
κι εγώ, που από σε, θαρρώ, κατώτερος δεν είμαι
να τα κρατώ και να χτυπώ με σιγουριά το στόχο.
Και τι σε χρειαζόμαστε; Να χαίρεσαι τη Λήμνο!
Πάμε εμείς! Το έπαθλο, πού 'ναι δικό σου, ίσως
να δώσει την τιμή σ' εμέ, που θά 'πρεπε να έχεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο! Ο δύστυχος τι κάνω; Τ' άρματά μου
στολίδια θα φαντάξουνε δικά σου στους Αργείους…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μη μου μιλήσεις άλλο πια· είμαι φευγάτος ήδη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω εσύ του Αχιλλέα γιε, έτσι κι εσύ θα φύγεις,
χωρίς καν να αξιωθώ ν' ακούσω τη μιλιά σου;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Προχώρα εσύ, μην τον κοιτάς· μπορεί γενναίος νά 'σαι,
όμως την τύχη μας αυτή κοίτα μην καταστρέψεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ακόμα, ξένοι μου, κι εσείς θα με αφήστε έτσι,
παντέρημο και άθλιο; Δε θα με λυπηθείτε;

ΧΟΡΟΣ
Ο καπετάνιος είναι αυτός για μας, ο νέος· σ' όσα
αυτός σου λέει και εμείς όλοι μας συμφωνούμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα μου τα ψάλει βέβαια πως έχω ψυχοπόνια
ο αρχηγός· μα μείνετε ωστόσο, αν το θέλει,
μη φύγετε από δίπλα του, ώσπου να ετοιμάσουν
το πλοίο οι ναύτες και ευχές κάνουμε στους θεούς μας.
Μπορεί κι αυτός στο μεταξύ απόφαση να πάρει
άλλη, καλύτερη για μας. Εμείς ας πάμε τώρα,
κι εσείς, όταν φωνάξουμε, να τρέξετε αμέσως.