Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Άς προχωρούμε αν θέλης· μα πώς έτσι
χωρίς κανένα λόγο στέκεσαι
αμίλητος και σαν αλλοπαρμένος;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άα, άα!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι τρέχει;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίποτα δεν είναι·
έλα, πάμε, παιδί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μήπως σου ήρθε
κανένας πόνος από την πληγή σου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι όχι· μάλιστα σα να τη νοιώθω
πολύ τώρα καλύτερα. ― Θεέ μου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κράζεις το Θεό κι αναστενάζεις;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να φανή σπλαχνικός και να μας σώση.
Άα, άα !

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι έχεις πάθη; δε θα πής; θα μένης
έτσι λοιπόν αμίλητος; μα εσύ
πολύ υποφέρεις, φαίνεται.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί μου,
χάνομαι, πάω και δε θα μπορέσω
να κρύψω το κακό από σας. Πω, πω, πω!
Με περνά, με σουβλίζει· ωιμένα, ο μαύρος,
χάθηκα, μ' έφαγε, με ρούφηξε,
παιδί μου, ω πω πω, πω, πω πω, πω πω πω!
Για όνομα του θεού, παιδί μου, αν έχης
κανένα σπαθί πρόχειρο μαζί σου,
χτύπα, κόψε μου αμέσως απ' την άκρη
το πόδι· μη λυπάσαι τη ζωή μου.
Έλα, παιδί!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι κακό 'ναι τούτο
το ξαφνικό, που τόσο να βογγάς
σε κάνει και να κλαις τον εαυτό σου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις, παιδί.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι 'ναι που ξέρω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι έχεις; δεν ξέρω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα πώς να μην ξέρης;
Ω πω πω, πω πω!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φοβερό είν' αλήθεια
κι ασήκωτο φορτίο το πάθημά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φοβερ' όσο δε λέγεται· μα ελέησέ με. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι θες να κάμω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κοίτα μη σε πιάση
φόβος και με προδώσης· γιατ' η αρρώστεια
ξανάρχεται πολύν καιρό κατόπι
κι αφού χορτάση αλλού ίσως να γυρίζη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω τι δυστυχισμένος που είσαι, αλήθεια
δυστυχισμένος, πόχεις περασμένα
όλα τα βάσανα του κόσμου· θέλεις
να σε πιάσω; να σε στηρίξω κάπως;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι, άφησέ με· μόνο αυτά τα τόξα,
καθώς μου τα ζητούσες πριν, να, παρ' τα
ως να περάσ' η κρίση της αρρώστειας,
που τώρα με βαστά, και φύλαξέ τα
και σώσε μού τα· γιατί, σα μ' αφήνει
πια το κακό, με κυριεύει ο ύπνος
και δε μπορεί να πάψη πριν, μα πρέπει
ήσυχο να μ' αφήσουν να κοιμούμαι.
Κι αν στ' αναμεταξύ φτάσουν εκείνοι,
στους θεούς σε ξορκίζω, να μην τύχη
και τους τα παραδώσης, μήτε μόνος
με θέλημά σου, μήτε με τη βία,
μήτε μ' άλλο κανένα τρόπο, αν θέλης
να μη γενής αιτία και του δικού σου
χάμου και μένα, που σου είμαι ικέτης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έγνοια σου και το νου μου θα 'χω· σ' άλλου
χέρια δεν πάνε, εκτός απ' τα δικά μου
και τα δικά σου· δόσε τα κι ας είναι
η ώρα η καλή.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να, πάρε τα, παιδί μου,
και το Φθόνο προσκύνα, μη σου γίνουν
και σένα πολυστέναχτα, όπως ήταν
σε μένα και τον πρώτο κάτοχό τους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω θεοί, ας μας έβγη σε καλό των δυο μας
κι ο αγέρας πρίμος ας μας προβοδίζη
όπου ο Θεός το κρίνει δίκιο κι όπου
ετοιμαζόμαστε να πάμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αχ, γυιε μου,
φοβούμαι μην του κάκου πάη η ευχή σου,
γιατί μου ξαναρχίζει μαύρο γαίμα
βαθιά 'πο την πληγή μου ν' αναδίνη
και νέα πάλι θα 'χωμε· ω πω, πω πω!
Θεοκατάρατε Θειακέ, και να 'ταν
πέρα και πέρα μες στα σωθικά σου
να σου ρίζωνε αυτός ο σφάχτης. Αχ, αχ
και πάλιν αχ· ω διπλοί στρατηλάτες,
Μενέλαε και Αγαμέμνονα, πως να 'ταν
αντίς εμέ να θρέφατε ίσα χρόνια
την αρρώστεια μου εσείς. Ω αλλίμονό μου,
ω θάνατε, αχ ω θάνατε, πώς έτσι
που σε καλούνε πάντα νύχτα – μέρα,
πώς δεν μπορείς τέλος να 'ρθής; Μα, γυιε μου,
εσύ έλα καν, γενναία ψυχή, και πιάσε
σ' αυτή που λένε τη φωτιά της Λήμνου
να με κάψης· και 'γω το ίδιο να κάμω
δέχτηκα μια φορά στο γυιο του Δία,
αντίς γι' αυτά που μου φυλάς τα τόξα.
Μα δε μιλάς, παιδί, γιατί σωπαίνεις;
πού είσαι; πού βρίσκεσαι, παιδί;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έτσι στέκω
βουβός και κλαίω από μέσα μου για σένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα έχε και θάρρος, γυιε μου· όπως με πιάνει
με μιας η αρρώστεια, έτσι με μιας και φεύγει.
Μα σε ξορκίζω, μη μ' αφήσης μόνο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη φοβάσαι, θα μείνωμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα μείνης
αλήθεια;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να είσαι βέβαιος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα με όρκους
δε θα 'θελα, παιδί μου, να σε δέσω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κανείς θεός δε θα το συχωρούσε
να σηκωθώ να φύω χωρίς εσένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δόσε λοιπόν το χέρι σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το δίνω
πως θε να μείνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εκεί, να, από κει τώρα. .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι εκεί;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να, επάνω. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι παθαίνεις πάλι;
γιατί στον ουρανό γυρνάς τα μάτια;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις, άφις με.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πού θες να σ' αφήσω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις με τέλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι, δε σ' αφήνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα με σκοτώσης, αν μ' αγγίξης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να που
σ' αφήνω, αν είσαι πιο στα σύγκαλά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω γη, δέξου με συ, όπως είμαι τώρα
του θανάτου, γιατί πια δε μ' αφήνουν
οι πόνοι αυτοί στα πόδια μου να στέκω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φαίνεται δε θ' αργήση ακόμα ο ύπνος
να τον πάρη· να, γερν' η κεφαλή του
κι ο ίδρως απ' όλο το κορμί του στάζει·
μια φλέβα μαύρη τού άνοιξε στην άκρη
του ποδιού του· και τρέχει αίμα ποτάμι.
Μ' ας τον αφήσωμε ήσυχο, παιδιά,
για να τον πάρη στα βαθιά του ο ύπνος.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Dian Books.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν θέλεις πια, προχώρησε. Χωρίς αιτία όμως
γιατί στέκεις αμίλητος και αποσβολωμένος;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ωχ, ωχ! Ωχ, ωχ!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι είναι;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίποτα φρικτό· προχώρησε, παιδί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μήπως και σε ξανάπιασε ο πόνος της αρρώστιας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι, δεν είναι τίποτα· θαρρώ πως μου περνάει.
Θεοί μου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έτσι τους θεούς γιατί επικαλείσαι;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να έρθουν να μας σώσουνε γεμάτοι καλοσύνη.
Ωχ, ωχ! Ωχ, ωχ!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι τελοσπάντων έπαθες; Δε θα το πεις; Θα μείνεις
αμίλητος; Κάτι κακό φαίνεται πως σε βρήκε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί μου, πάει, χάθηκα! Δεν το μπορώ να κρύψω
τη συμφορά μου από σας. Αλί μου! Με σουβλίζει,
με διαπερνάει… Ο δύστυχος εγώ, καταραμένος!
Χάθηκα, γιε μου, έσβησα! Παιδί μου, με ρουφάει!
Πωπώ, πωπώ, αλίμονο! Όι, όι θε μου, αλί μου!
Για τους θεούς, παιδάκι μου, αν πρόχειρο σου είναι
κάνα σπαθί, στου ποδαριού την άκρη χτύπησέ με
και κόφ' το το γοργότερο· μη με λυπάσαι διόλου!
Εμπρός, παιδί μου, γρήγορα!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι το τόσο ξαφνικό σε βρήκε και σε κάνει
βόγκους και αναστεναγμούς τέτοιους να ξεφωνίζεις;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι εννοείς;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Το ξέρεις, λέω, γιε μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι σου συμβαίνει; Απορώ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς δεν το ξέρεις; Ώχου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πόνους φρικτούς, οδυνηρούς, σου φέρνει η αρρώστια…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πόνους φρικτούς κι ανείπωτους. Λυπήσου με, παιδί μου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι να κάνω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Βάσταξε, μη με εγκαταλείψεις!
Γιατί ξανάρχεται αυτό ύστερα από ώρα,
αφού χορτάσει προς στιγμή.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δόλιε, αλίμονό σου,
δύστυχε, που δοκίμασες κάθε κακό και πόνο…
Θά 'θελες με το χέρι μου να σε στηρίξω κάπως;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι αυτό, τα τόξα μου μονάχα αφού πάρεις,
αυτά που πριν μου ζήτησες, ώσπου να μου περάσει
η κρίση της αρρώστιας μου που με παιδεύει τώρα,
αυτά σώσε και φύλαξε· γιατί μού 'ρχεται ύπνος,
όταν περνάει το κακό και κάπως γαληνεύω.
Δεν είναι δυνατόν πιο πριν να λήξει· κι είν' ανάγκη
ήσυχο να μ' αφήσετε να κοιμηθώ· μ' αν έρθουν
στο μεταξύ, για τους θεούς, σε εξορκίζω, γιε μου,
θέλοντας είτε κι άθελα είτε και μ' όποιον τρόπο
να μην πέσουν στα χέρια τους, μη γίνεις η αιτία
ν' αφανιστούμε εσύ κι εγώ, που ικέτης σου προσπέφτω!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα τα φροντίσω, ξένοιασε· κανείς δε θα τ' αγγίξει
έξω από σένα κι από εμέ· δώσ' τα και καλή τύχη!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά τα, παιδί μου, δέξου τα· κάνε ευχή στο φθόνο
να μη σου φέρουν στεναγμούς, όπως σ' εμέ κι εκείνον
που πριν τα αποκτήσω εγώ τά 'χε στην κατοχή του.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θεοί μου, σε καλό ας βγουν αυτά! Και το ταξίδι
το ευλογημένο κι εύκολο να είναι για κει όπου
κι εμείς προοριζόμαστε και οι θεοί το θέλουν!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φοβούμαι μήπως άκαρπη μείνει η ευχή σου, γιε μου.
Πάλι το αίμα από βαθιά κατάμαυρο αναβλύζει
Με τη βαριά τη μυρουδιά· νέο κακό ξεσπάει…
Πωπώ, αλίμονό μου!
Αχ, άθλιο ποδάρι μου, τι ετοιμάζεις πάλι;
Ζυγώνει,
πλησίασε, έφτασε κοντά… Ο δύστυχος, αλί μου!
Ξέρετε τα καθέκαστα, μείνετε εδώ κοντά μου.
Αχ, αχ, θεέ μου, χάθηκα!
Κεφαλονίτη άκαρδε, ας τρύπαγε ο πόνος
αυτός ο ανυπόφορος τα στήθια σου! Αλί μου,
μύριες φορές αλίμονο! Κι οι δυο οι στρατηλάτες,
Μενέλαε κι Αγαμέμνονα, ω να γινόταν, θε μου,
να σούβλιζε η φάουσα εσάς αντίς για μένα!
Αλίμονο!
Θάνατε, κακοθάνατε, πώς δεν μπορείς πια νά 'ρθεις,
που κάθε μέρα σε καλώ με πόνο και λαχτάρα;
Παιδί μου, παλικάρι μου, πιάσε και πέταξέ με
στο μαύρο το ηφαίστειο της Λήμνου, που ξεσπάει
καιρούς καιρούς, και κάψε με! Κι εγώ στο γιο του Δία
κάποτε αξιώθηκα να κάνω αυτό το ίδιο
κι απόχτησα τα όπλα αυτά που τώρα διασώζεις.
Τι λες, παιδί μου;
Τι σκέφτεσαι; Δε μου μιλάς; Πού τρέχει ο λογισμός σου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πίκρα βαριά μου φέρνουνε από ώρα τα δεινά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά 'χεις κουράγιο, τέκνο μου· γιατί αυτός ο πόνος
έρχεται με δριμύτητα, μα γρήγορα περνάει.
Μονάχα σε παρακαλώ να μη μ' αφήσεις μόνο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη νοιάζεσαι, θα μείνουμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα μείνεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δίχως άλλο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δεν έχω την αξίωση να ορκιστείς, παιδί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μου είναι ανεπίτρεπτο χωρίς εσέ να φύγω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δώσ' μου το χέρι σου λοιπόν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σ' το δίνω· ναι, θα μείνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εκεί, να τώρα προς τα κει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πού λες;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα προς τα πάνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί πάλι παραμιλάς; Τι βλέπεις προς τα πάνω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφησε, άσε με!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για πού;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άσε με επιτέλους!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε θα σ' αφήσω!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα, αν με κρατήσεις άλλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα νά, σ' αφήνω, αν μ' αυτό καλύτερα θα νιώθεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω γη μου, δέξου με εσύ, ως είμαι του θανάτου,
μια που ετούτο το κακό όρθιο δε μ' αφήνει!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σε λίγη ώρα φαίνεται πως θα τον πάρει ο ύπνος·
γέρνει πια το κεφάλι του και άφθονος ιδρώτας
του περιλούζει ακράτητος από παντού το σώμα,
κι αιμορραγεί μια φλέβα του στην άκρη του ποδιού του
αίμα κατάμαυρο, πηχτό· ήσυχο πρέπει, φίλοι,
να τον αφήσουμε εδώ, για να τον πάρει ο ύπνος…