Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
A! α !
Ποιοι 'σαστε, ξένοι εσείς, που πιάσατε
με καράβι σ' αυτό τον τόπο, που είναι
χωρίς λιμάνια κι έρμος απ' ανθρώπους;
Ποια την πατρίδα, ποια να πω γενιά σας
χωρίς να γελαστώ; βέβαια το σχήμα
της φορεσιάς, το πιο μου αγαπημένο,
ελληνικό ειναι·μα θέλω ν' ακούσω
και τη φωνή. Αχ, μη σας παίρνει ο φόβος,
μην ξαφνιάζεστε που άγριος έτσι δείχνω,
μα σπλαχνιστήτε αυτόν τον δύστυχο άντρα,
μονάχον, έρμο κι έτσι δίχως φίλο
και μιλήστε του ― αν ήρθατε σα φίλοι.
Μα αποκριθήτε· και σωστό δεν είναι
αυτό καν από σας να μην πετύχω,
καθώς και γω αν σε σας το ίδιο δεν κάμω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα μάθε πρωτ' αυτό· ναι, Έλληνες, ξένε,
είμαστε, γιατ' αυτό θέλεις να ξέρης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω μυριοπόθητη λαλιά! κι αχ, που ήταν
να διαβούν τόσα χρόνια για ν' ακούσω
τον ήχο σου ξανά από στόμα ανθρώπου!
Ποια σ' έφερε, ποια σ' άραξε, παιδί μου,
ανάγκη εδώ; ποια αιτία, ποιος σπλαχνικός μου
αγέρας; πες μου τα όλ' αυτά, να ξέρω
ποιος είσαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ γεννήθηκα στη Σκύρο
και γυρνώ στην πατρίδα· τ' όνομά μου
Νεοπτόλεμος, γυιος του Αχιλλέα. Να, που όλα
τα 'μαθες τώρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω πολυαγαπημένου
παιδί πατέρα κι απ' αγαπημένο
τόπο, του γέρου Λυκομήδη θρέμμα,
πώς ήρθες κι από πού σ' αυτά τα μέρη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ότι κι έφτασα τώρα ίσια απ' την Τροία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς είπες; μα δεν είχες ακλουθήση
μαζί απ' αρχής το στόλο μας στην Τροία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ήσουν λοιπόν και συ μαζί των τότε;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα δεν ξέρεις, παιδί, ποιον βλέπεις μπρος σου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πώς θες να ξέρω άνθρωπο που ωςτώρα
ποτέ δεν είδα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα ουδέ τ' όνομά μου
δεν άκουσες λοιπόν ποτέ, ούτε λόγο
κανένα για τα πάθη που με λυώσαν;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτ' απ' όλ' αυτά, σου λέω, δεν ξέρω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω εγώ ο τρισάθλιος! τόση λοιπόν πίκρα
οι θεοί μόχουν, π' ούτε καν μια φήμη
για την κατάστασή μου αυτή δεν ήρθε
στην πατρίδα μου κι ούτε σε κανένα
μέρος μες στην Ελλάδα· μα οι κακούργοι
που με παραπετάξανε δω πέρα
κρυφογελούνε ξέγνοιαστοι, ενώ εμένα
φουντώνει πάντα η αρρώστεια μου και πάει
όλο και στο χειρότερο από πρώτα.
Ω τέκνο μου, ω παιδί πόχεις πατέρα
τον Αχιλλέα, εγώ που βλέπεις είμαι
εκείνος που ίσως ν' άκουσες πως έχει
στην κατοχή του του Ηρακλέα τα όπλα,
του Ποίαντα ο γυιος ο Φιλοχτήτης,
που οι δυο οι Ατρείδες και των Κεφαλλήνων
ο βασιλιάς με ρίξανε άτιμα έτσι
σ' αυτή την ερημιά ξεκομωμένον
απ' αρρώστεια φριχτή, που μέ ειχε σκίση
το φονικό της όχεντρας το δόντι.
Σε τέτοιο χάλι μ' έβγαλαν εκείνοι
μονάχο εδώ και φύγανε, σαν ήρθαν
με τα καράβια απ' το νησί της Χρύσας.
Τότε, με τι χαρά τους, όταν μέ ειδαν
απ' τον πολύ το σάλο του πελάγου
παραδομένο πτώμα εκεί στον ύπνο
σ' απόσκεπη σπηλιά στο ακροθαλάσσι,
με παράτησαν κι έφυγαν, οι σκύλοι,
αφήνοντας μου σαν του τελευταίου
ανθρώπου λίγα μοναχά κουρέλια
κι όση έφτανε θροφή να μην πεθάνω,
που άμποτε τέτοια και σ' αυτούς να λάχουν.
Μα εσύ μπορείς να φαντασθής, παιδί μου,
ποιο ήταν το ξύπνημα μου, όταν τους βρήκα
σαν ξύπνησα φευγάτους, ποια τα δάκρυα,
ποιοι οι σπαραγμοί μου για τη συφορά μου,
όσο έβλεπα τα πλοία, που μέ ειχαν φέρη,
όλα να' χανε φύγη και κοντά μου
κανένας να μη βρίσκεται, ένα χέρι
μια βοήθεια στην αρρώστεια μου να δίνη,
παρά όπου γύρω μου έστρεφα το μάτι
όξω από πόνους άλλο να μη βρίσκω
και μ' όλη, όσο γι' αυτούς, την αφθονία;
Όμως κυλούσαν μια 'π' την άλλη πίσω
οι μέρες μου κι ήταν ανάγκη, κάτω
απ' τη στενή μου αυτή σπηλιά, όπως – όπως
ο ίδιος να υπηρετώ τον εαυτό μου.
Για την κοιλιά μου, τα εξοικονομούσα
μ' αυτό το τόξο στο φτερό χτυπώντας
τις άγριες φάσσες, μα ό,τι ήθε βαρέσω,
έπρεπε το κορμί να φιδοστρίφω
σέρνοντας το σακάτικό μου πόδι,
για να το φτάσω ο δόλιος· κι αν χρειαζόμουν
νερό να πάρω ή κι όταν το χειμώνα
έπιανε η παγωνιά να βγω να σπάσω
τίποτα ξύλα, σέρποντας ο μαύρος
τα 'βγαζα πέρα κι ούτε φωτιά θα 'χα
παρ' αν με στουρναρόπετρες, χτυπώντας
τη μια στην άλλη, θα 'βγαζα από μέσα
μόλις και μετά βιας κρυμμένη σπίθα·
κι αυτό με σώζει ως τώρα· γιατ' η στέγη
που με σκεπάζει κι έχω τη φωτιά μου,
με φτάνει για όλα ― εχτός για την υγειά μου.
Τώρ' άκου και για το νησί πώς είναι·
κανείς δεν πιάνει εδώ καραβοκύρης
με θέλημα του, π' ούτε ένα λιμάνι
δεν έχει που για κέρδος μια πραμάτεια
να εμπορευτή ή να βρη κονάκι ο ξένος·
ποιος έχασε το νου του εδώ να πιάση;
Μα ίσως, θα πης, να ξέπεσε και κάποιος
χωρίς να θέλη· βέβαια πολλά τέτοια
μπορεί να τύχουν στου καιρού το διάβα·
σαν έρχονται λοιπόν αυτοί, μου δείχτουν
όλη τους με τα λόγια τη συμπόνια,
κάπου και κάτι από θροφές μού αφήνουν
ή καμιά φορεσιά· κανείς των όμως,
σαν κάμω λόγο, ούτε ν' ακούση θέλει
να με γλυτώση φέρνοντάς με πίσω
στον τόπο μου· κι έτσι ο δυστυχισμένος
σαπίζω εδώ τωρ' από δέκα χρόνια
βόσκοντας μες στην πείνα και τους πόνους
την αχόρταγη αρρώστεια που με τρώει.
Τέτοια οι Ατρείδες κι ο τρανός Δυσσέας
μόχουνε κάμη, που ειθ' οι θεοί τούς δώσουν
για μένα αντάξια πλερωμή μια μέρα.

ΧΟΡΟΣ
Το ίδιο και γω μ' αυτούς που λες τους ξένους
και βέβαια, γυιε του Ποίαντα, σ' ελεούμαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και γω, σ' όσα μας είπες μάρτυράς σου,
ξέρω πως είν' αληθινά· γιατί
κι ο ίδιος καλά τους έχω δοκιμάση
τους κακοατρείδες και τον Οδυσσέα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έχεις λοιπόν και συ αφορμή από κείνους
τους πανάθλιους Ατρείδες, που έτσι να' σαι
φρενιασμένος, μ' ό,τι θα σόχουν κάμη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να δώση ο Θεός μια μέρα το θυμό μου
με το χέρι μου αυτό να τον χορτάσω,
για να γνωρίσ' η Σπάρτη κι η Μυκήνα
πως άντρες μια φορά γεννά κι η Σκύρος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εύγε, παιδί μου, έλα λοιπόν και πε μου,
ποιαν αφορμή τους έχεις που ένα τόσο
μεγάλο να κρατάς θυμό μαζί τους;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, γυιε του Ποίαντα, θα σ' τα πω και μ' όλο
το κακό που μου κάνει να τις λέω
τις ατιμίες που μου 'καμαν σαν πήγα·
όταν η μοίρα θέλησε να πέση
ο Αχιλλέας νεκρός ―

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ωιμένα, στάσου
κι άλλο μην προχωρής, πριν αυτό πρώτα
μου πης αλήθεια πέθανε ο Πηλείδης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε, όχι από άνθρωπο, όπως λέγουν,
μα από θεό, το Φοίβο τοξεμένος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ένας θεός ήταν μονάχα ο άξιος
τον άξιο του τον ήρωα να σκοτώση·
μα δεν ξέρω, παιδί μου, αν πρέπη πρώτα
για τα δικά σου να ρωτώ τα πάθη
ή να κλαίω για κείνον.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα νομίζω
πως σε φτάνουν, βαρυόμοιρε, οι δικές σου
οι συφορές, που να μην είναι ανάγκη
να θρηνής και για ξένες.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σωστά το 'πες
και λοιπόν γύρνα πάλι στα δικά σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ήρθαν με κοκκινόπλωρο καράβι
ο άρχοντας ο Οδυσσέας μαζί κι ο γέρος
ο τροφός του πατέρα μου στη Σκύρο
να με ζητήσουν λέγοντας, ή αλήθεια
ή έτσι του βρόντου, πως δε θα γενόνταν,
μια κι ο πατέρας μου έλειψε, να πάρη
άλλος κανείς έξω από μέ την Τροία.
Αυτά και τέτοια ακούοντας, δεν ήταν
και πολύ που χρειάστηκε να πάρω
αμέσως την απόφαση, προ πάντων
απ' τη λαχτάρα που είχα, πριν τον θάψουν,
να ιδώ τον πεθαμένο μου πατέρα,
που δεν τον είχα ζωντανό γνωρίση·
μα έκτος αυτό, καλός ήταν κι ο λόγος
να πάω να πάρω εγώ της Τροίας τα κάστρα.
Κι έτσι αφού κάμαμε πανιά, την άλλη
μέρα στο Σίγειο το πικρό είχα κιόλας
αράξη κι άμα βγήκα, ο στρατός όλος
μ' ανοιχτές με τριγύρισαν αγκάλες
κι ωρκίζονταν πως έβλεπαν τον ίδιο
τον Αχιλλέα ξαναζωντανεμένο·
μα εκείνος κοίτονταν νεκρός και γω,
αφού τον έκλαψα ο άμοιρος, πηγαίνω
σε λίγες μέρες στους Ατρείδες, όπως
σε φίλους φυσικά, να τους ζητήσω
του πατέρα μου τ' άρματα κι ό,τι άλλο
ήταν δικό του· πού να βάλη ο νους μου
πως θ' άκουα τέτοια ξεσκισμένα λόγια;
«Γυιε του Αχιλλέα, όλα τ' άλλα πού ηταν
του πατέρα σου, παρ' τα, είναι δικά σου·
μα εκείνη την αρματωσιά του τώρα
άλλος, του Λαέρτη ο γυιος εξουσιάζει.»
Μα εμένα βούρκωσαν τα μάτια· επάνω
πετιούμαι ευτύς, βαρύ θυμό γιομάτος,
κι «Άθλιοι» τους λέγω «κι έχετε στ' αλήθεια
τολμήση, τα όπλα τα δικά μου σ' άλλον
αντίς εμέ να δώσετε και δίχως
πριν καν να με ρωτήσετε και μένα;»
Κι ο Οδυσσέας παρών εκεί μου λέει:
«Μάλιστα, νέε, μου τα 'χουν δώση μ' όλο
το δίκιο, γιατ' εγώ με τα δικά μου
τα χέρια τα 'σωσα κι αυτά και κείνον.»
Μ' άφρισα εγώ κι ευτύς σού τον αρχίζω
μ' όλες του κόσμου τις βρισιές, χωρίς
καμιά ν' αφήσω, που καλά και σώνει
θα μου 'παιρνε τ' άρματα τα δικά μου.
Κι αυτός, σαν έφτασε ως εκεί το πράμα,
κεντημένος μ' όσα άκουσε, αν και ξέρει
να κρατά το θυμό, μου απάντησ' έτσι:
«Δεν ήσουν όπου εμείς, μα έλειπες όπου
δεν έπρεπε· μ' αφού το θράσος έχεις
και να μιλάς, ποτέ δε θα γυρίσης
με τα οπλ' αυτά, και ξέρε το, στη Σκύρο.»
Έτσι λοιπόν εγώ, μετά 'πο τέτοιες
προσβολές και βρισιές, γυρίζω τώρα
στην πατρίδα μου πίσω, στερημένος
χτήμα δικό μου απ' τον κακόψυχο
και κακής φάρας γέννημα Οδυσσέα.
Μα πάλι τόσο και μ' αυτόν δεν τα 'χω,
όσο μ' εκείνους που 'ναι η εξουσία·
γιατ' είναι αυτοί το παν στην πολιτεία
και σ' όλο το στρατό· κι όσοι απ' τους άλλους
παραστρατούν, με το παράδειγμά τους
να γίνουνται κι αυτοί κακοί μαθαίνουν.
Είπα όλα που είχα· κι όποιος τους Ατρείδες
εχθρεύεται, είθε τόσο και δικός μου
φίλος να 'ναι καθώς και των θεών.

ΧΟΡΟΣ
Ω θεά των βουνών, παντοθρόφα
Γη, μητέρα και του ίδιου του Δία,
που κυβερνάς το μεγάλο
Παχτωλό τον πολύχρυσο,
Σένα, ω σεβάσμια Μάννα,
κι εκεί κάτω εκαλούσα να ιδής
τη μεγάλη κι απόκοτη αδικία
που απ' τους Ατρείδες επάθαινε αυτός,
τότε που του πατέρα του τ' άρματα,
ω μακαρία που το άρμα σου σέρνουν
ταυροφάγα λιοντάρια,
στου Λαέρτη το γυιο τα παράδιναν
για τιμή του και δόξα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φως φανερή, όπως φαίνεται, είναι, ξένοι,
η απόδειξη της αγανάχτησής σας,
που ήρθατε φέρνοντάς μου εδώ· και βέβαια
μαζί μου σύμφων' είστε, πως αυτά ειναι
δουλειές των Ατρειδών και του Οδυσσέα·
γιατί καλά τον ξέρω που έχει πάντα
το ψέμα και την πανουργία στα χείλη
απ' όπου δίκιο τίποτε στο τέλος
δεν είναι για να βγη κι έτσι καθόλου
δε με παραξενεύει αυτό, μα μόνο
πώς το βαστούσε να το βλέπη, αν ήταν
εκεί παρών ο Αίαντας ο μεγάλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν ζούσε πια, γιατ' αν ήταν εκείνος
στη ζωή, κανείς δε θα μ' ελήστευε έτσι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι λες; πάει λοιπόν κι αυτός αλήθεια;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αλήθεια· και δε βλέπει πια τον ήλιο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω αλλί μου εγώ! μα του Τυδέα η γέννα
και του Σίσυφου ο γυιος ο αγορασμένος
απ' το Λαέρτη, βέβαια και δε λένε
να πεθάνουν, που αυτοί 'ταν να μη ζούνε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Απ' εναντίας, ζουν και βασιλεύουν
κι οι πρώτοι κι οι καλύτεροί 'ναι τώρα
μες στων Αργείων το στρατό, να ξέρης.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα ο γέροντας ο ενάρετος και φίλος
δικός μου, ο Πύλιος Νέστορας, δεν είναι
πια στη ζωή; που εκείνος τους κρατούσε
απ' τ' άδικα με τις σοφές του ορμήνειες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ζη, μα είναι τώρα μες στη δυστυχία,
γιατ' έχασε τον ακριβό το γυιο του
τον Αντίλοχο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλλίμονο, δυο μού 'πες
αυτούς νεκρούς, που εγώ το θάνατό τους
παρά καθ' άλλου θα 'θελα ν' ακούσω.
Αχ, αχ, και τι να λέη κανείς, σα βλέπη
να πεθαίνουν οι τέτοιοι και να ξέρη
πως ο Οδυσσέας ζη, που αντί για κείνους
αυτόν νεκρό θε να 'πρεπε να μάθω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είν' αλήθεια στο πάλαιμα τεχνίτης
εκείνος πρώτης· μα συχνά και μ' όλες
τις τέχνες του κανείς πέφτει από κάτω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα έλα πε μου να ζης, πού σού ηταν τότε
κι ο Πάτροκλος ο πολυαγαπημένος
ο φίλος του πατέρα σου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και κείνος
είχε πεθάνη· μα θα σου εξηγήσω
με δυο λόγια το παν· ο πόλεμος
δεν αγαπά τους κακούς να ξεκάνη,
μα όλο τους πιο καλούς.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Της ίδιας γνώμης
είμαι και 'γω· γι' αυτό θα σε ρωτήσω
για κάποιο ανάξιο βέβαια, μα που είχε
φοβερή γλώσσα και κακία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιος άλλος
είν' αυτός που ρωτάς, παρ' ο Οδυσσέας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δε λέω αυτόν, μα έναν κάποιο Θερσίτη,
που δεν ήτανε τρόπος να του κλείση
κανείς το στόμα, μια κι ήθε τ' ανοίξη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν τον είδα τον ίδιο, μ' άκουγα
να μιλούνε γι' αυτόν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα δε μπορούσε
να' ταν κι αλλιώς, αφού ποτέ κανένα
δε χάνεται κακό, μα τα φροντίζουν
καλά οι θεοί και μάλιστα και χαίρουν
ν' αφήνουν τους εξώλεις και προώλεις
να γυρνούν απ' τον Άδη, ενώ τους δίκιους
και τους καλούς τούς ξαποστέλλουν πάντα.
Μα τι να λέη κανείς; πώς να το εγκρίνη,
όταν, ενώ επαινεί τα θεία τα έργα,
άδικους τους θεούς βρίσκει μπροστά του;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα εγώ, ω βλαστέ πατέρα από την Οίτη,
τα μέτρα μου θα πάρω εδώ και πέρα
ν' ακούω από μακρυά Τροία κι Ατρείδες.
Γιατ' όπου έχει πιο πέραση η κακία
και χάνεται η αρετή και θριαμβεύουν
οι άνανδροι ― εγώ να ζω εκεί δε θα στρέξω.
Η Σκύρο με τα βράχια της θε να 'ναι
για μένα δω και μπρος ο κόσμος όλος,
να τον χαίρωμαι εκεί στο σπιτικό μου.
Τώρα τραβώ για το καράβι. Χαίρε
λοιπόν του Ποίαντα γυιε· σ' αφήνω γεια
κι είθε καθώς το επιθυμά η καρδιά σου
να σ' απαλλάξη ο Θεός απ' την αρρώστεια.
Μ' ας πηγαίνωμ' εμείς, που μόλις πάρη
πρίμα ο καιρός να ξεκινούμε αμέσως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λοιπόν, αλήθεια φεύγετε, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα για ταξίδι, κάλλιο κανείς να 'χη
το νου του από κοντά παρ' απ' αλάργα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα σε ξορκίζω στ' όνομα, παιδί μου,
του πατέρα σου και της μητέρας σου,
ή αν έχης κι άλλο π' αγαπάς στον κόσμο,
λυπήσου με και μη μ' αφήσης έτσι
μονάχο κι έρμο μες σ' αυτή που βλέπεις
τη συφορά και σ' όσα έχεις μου ακούση
που με ζώνουν κακά. Βάλε με κάπου
σαν παραφόρτι. Ενόχληση μεγάλη
θα 'ναι, το ξέρω, το κουβάλημά μου,
μα υπόφερέ την· οι ευγενείς οι φύσεις
μισούν τα αισχρά και για δόξα τους το 'χουν
να κάνουν το καλό· μ' αν δεν θελήσης
να το κάμης αυτό, θα 'ναι για σένα
όχι μικρή ντροπή, ενώ αν με πάρης,
πόση θε να 'ναι η δόξα σου, παιδί μου,
αν έρθω ζωντανός ξανά στην Οίτη!
Κάμε καρδιά, έλα λοιπόν, δε θα 'ναι
ο μόχτος σου ούτε μιας ακέριας μέρας·
πέταξέ με όπου θες· στ' αμπάρι κάτω,
στην πρύμνα, στην πλώρη, παντού που θα 'ταν
να βάραινα λιγώτερο τους άλλους·
πες το το ναι, αποφάσισ' το, σε ορκίζω
στον ίδιο τον Ικέσιο το Δία.
Πέφτω εμπρός σου στα γόνατα κι ας είμαι
σακατεμένος και χωλός, ο μαύρος,
και μη μ' αφήσης έτσι εδώ, μονάχο
κι έρμο μακρυά από κάθε χνάρι ανθρώπου·
μα σώσε με κι ή πάρε με μαζί σου
στον τόπο σου ή σε κάποιο απ' τα λιμάνια
της Εύβοιας, του Χαλκώδοντα, που εκείθε
δε θα 'ν' μακρύ το πέρασμα ως την Οίτη
και στης Τραχίνας τα βουνά και τ' άγια
νερά του Σπερχειού. Δόσε με πίσω
στο γέρο μου πατέρα, αν και φοβούμαι
μήπως τον έχω από καιρό πια χάση·
γιατί συχνά μ' όλους εδώ που ερχόνταν
μ' απελπισμένες δέησες του μηνούσα,
ή νά 'ρθη ο ίδιος με καράβι, ή στείλη
να με πάρη απ' εδώ και με γλυτώση·
μα ή έχει πεθάνη ή, ίσως, καθώς είναι
και φυσικό, καθ' άλλο ή τη δική μου
να 'χαν την έγνοια αυτοί και θα βιαζόνταν
μια ώρα πιο μπρος στον τόπο τους να φτάσουν·
τώρα σε σένα κρέμομαι, να γίνης
ο ίδιος και κομιστής και μηνυτής μου,
συ σώσε, συ σπλαχνίσου με, στοχάσου
πως πάντα στέκει ο άνθρωπος σε φόβο
και κίντυνο, ναι μεν και να ευτυχήση,
μα πάλι και το ενάντιο να του τύχη·
πρέπει λοιπόν, όταν κανείς είν' έξω
από τα κακά, τη δυστυχία να βλέπη
που μπορεί νά 'ρθη· κι όταν ζη ευτυχής,
τότε προ πάντων να 'χη και το νου του
μην πάη χαμένη ξαφνικά η ζωή του.

ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά μου, σπλαχνίσου τον π' άκουσες τόση
να σου λέη δυστυχία κι αβάσταχτα βάσανα,
που θεός μην το δώση
να γνωρίση κανένας απ' όσους αγαπώ.
Μ' αφού αλήθεια μισείς, βασιλιά, τους Ατρείδες,
το κακό που σου εκάμαν, στη θέση σου εγώ
θα γυρνούσα σε κέρδος γι' αυτόν
και εκεί που όλη η λαχτάρα
τα στήθια του ανάβει,
στην πατρίδα του πίσω θα τον έφερνα, πάνω
στο καλαρματωμένο γοργό μας καράβι
κι έτσι θα 'σωνα ως τόσο
κι απ' των θεών την οργή να γλυτώσω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φυλάξου να μη δείχνεσαι έτσι τώρα
πρόθυμος κι ύστερα, όταν θα σε πνίγη
της αρρώστειας η παρουσία, ν' αλλάξης
κι αλλ' απ' αυτά τα λόγια να λες τότε.

ΧΟΡΟΣ
Κάθε άλλο κανείς φόβος δεν υπάρχει
τέτοιο πράμα ποτέ να μου ονειδίσης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα λοιπόν θα 'τανε ντροπή για μένα
κατώτερός σου να φανώ, αν στον ξένο
δεν κάμω ό,τι μπορώ για να τον σώσω.
Εμπρός, αφού 'ναι η γνώμη σου, τραβούμε·
ας ξεκινήση ευτύς και το καράβι
δε θ' αρνηστή μαζί μας να τον πάρη.
Μόνο οι θεοί να μας ξεπροβοδίζουν
με το καλό από δω για όπου ποθούμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω μέρα τρισευτυχισμένη, ω απ' όλους
τους ανθρώπους εσύ πιο αγαπημένε,
κι ω ναύτες ακριβοί μου, πώς να δείξω
μ' έργα το πόσο μ' έχετε σκλαβώση;
Πηγαίνομε, παιδί μου, αφού εκεί μέσα
πρώτα αποχαιρετήσωμε μαζί
την έρμη κατοικιά μου, για να μάθης
και το πώς ζούσα και τι θάρρος είχα·
γιατί θαρρώ πως άλλος από μένα
δε θα τα βάστα αυτά και με τα μάτια
μονάχα να τ' αντίκρυζε· μα εμένα
με δίδαξε η ανάγκη να τα στρέγω.

ΧΟΡΟΣ
Σταθήτε, για να μάθωμε τι τρέχει·
να ένας δικός μας ναύτης μ' έναν ξένο
έρχουνται κατά δω· να δήτε πρώτα
τι θέλουν και κατόπι πάτε μέσα.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Γυιε του Αχιλλέα, ζήτησ' απ' αυτό
το ναύτη σου που φύλαε το καράβι
μαζί με δυο άλλους, να μου πη πού να 'σουν
αφού τον βρηκ' ανέλπιστα μπροστά μου
στο ίδιο το μέρος που και μένα η τύχη
όλως διόλου μ' έφερε ν' αράξω.
Γιατί γυρνούσα εγώ καραβοκύρης
μ' όχι μεγάλη αρματωσιά, απ' την Τροία
στην πολυστάφυλή μου την πατρίδα
Πεπάρηθο κι άμα ήκουσ' απ' τους ναύτες
πως όλοι αυτοί ταξίδευαν μαζί σου,
νόμισα πως δεν έπρεπε να φύγω
έτσι σκιαχτά πρι σου μιλήσω πρώτα
κι όποια 'ναι δίκια πλερωμή να λάχω·
γιατ' είδηση δε θα 'χης βέβαια για όσα
σου τρέχουνται και τι σχέδια οι Αργείοι
έχουν για σένα και δεν είναι μόνο
σχέδια να πης, παρ' έργα πια, που μπήκαν
σε πράξη κιόλας δίχως χασομέρια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα η χάρη για την τόση προθυμιά σου,
ξένε, αν δεν είμαι αχάριστος, θα μένη
μες την καρδιά μου· μα έλα πε μου τώρα
για να μάθω κι εγώ, ποια είναι για μένα
τα νέα των σχέδια που λες πως ξέρεις.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Κίνησαν με καράβια από την Τροία
ο γέρο Φοίνικας και του Θησέα
τα δυο παιδιά για να σε κυνηγήσουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για να με πάρουν πίσω με τη βία
ή αφού με πείσουν;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Δε γνωρίζω, εγώ ήρθα
να σου πω εκείνα π' άκουσα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα αλήθεια
δείχνουν ο Φοίνικας κι οι σύντροφοί του
τέτοια μεγάλη προθυμία για χάρη
των Ατρειδών;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ξέρε πως δε θαργήσουν,
μα έβαλαν κιόλα τη δουλειά στο δρόμο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και πώς δεν ετοιμάστηκε ο Δυσσέας
να 'βγαινε στα πανιά, για να μας φέρη
ο ίδιος την προσταγή; μην κάποιος φόβος
να τον κρατούσε;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Εκείνος για έναν άλλο
τοιμάζονταν να πάη, με του Τυδέα
το γυιο, σαν ξεκινούσα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτός ποιος να 'ταν,
για να πηγαίνη ο ίδιος ο Οδυσσέας;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ήταν ― μα πρώτα πε μου, αυτός ποιος είναι;
και μίλα μου σιγά.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ο Φιλοχτήτης
ο ξακουσμένος σού ειν' αυτός, ω ξένε.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Λοιπόν μη με ρωτήσης άλλο, μόνο
κάμε όσο γρήγορα μπορείς να φεύγης
απ' αυτό το νησί.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι λέει, παιδί μου;
τι σου πουλά και σου αγοράζει ο ξένος
για μένα, μ' όσα στα κρυφά σού λέει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ακόμα δεν κατάλαβα· μα πρέπει
ό,τι έχει ξέσκεπα στο φως να λέη
σε σένα εμπρός, σε μένα, σ' αυτούς όλους.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Γυιε του Αχιλλέα, μη θέλεις να μ' έκθεσης
στο στρατό, που ζητάς να λέω στη μέση
όσα δεν πρέπει· εγώ από κείνους έχω
κέρδη πολλά για άνθρωπο της ανάγκης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ ειμ' εχθρός των Ατρειδών κι αυτός
ο φίλος μου ο καλύτερος· γιατ' έχει
θανάσιμο με τους Ατρείδες μίσος·
πρέπει λοιπόν και συ που λες πως ήρθες
σα φίλος, τίποτα να μη μας κρύψης
από τα λόγια π' άκουσες.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Μα σκέψου,
παιδί μου, τι ζητάς.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και πολύ ωραία
το 'χω σκεφτή.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Θα ρίξω επάνω σου όλη
την αφορμή.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να τη ρίξης, μα λέγε.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Άκου λοιπόν· γι' αυτόν οι δυο που σου 'πα,
του Τυδέα ο γυιος κι ο άρχοντας Οδυσσέας,
πλέουν ωρκισμένοι πως θενά τον πάρουν
μαζί των ή με το καλό ή με βία.
Κι άκουσαν όλ' οι Αργείοι τον Οδυσσέα
να τα λέη ανοιχτά, γιατ' ειχ' εκείνος
τα θάρρητά του πιο πολύ απ' τον άλλο
πως θα πετύχη να τα βγάλη πέρα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και ποιος ο λόγος που έξαφνα οι Ατρείδες
μετά 'πο τόσα χρόνια δείχνουν τέτοιαν
έγνοια γι' αυτόν, που είχαν παραπετάξη
τόσον καιρό; τι 'ν' αυτός τώρα ο φόβος
που τους έπιασε; ή μήπως η εκδικήτρα
δύναμη των θεών, που τιμωρούνε
τα κακά τα έργα;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Εγώ θα σου εξηγήσω
όλα τα πάντα που ίσως δεν τα ξέρεις.
Ήταν ένας στην Τροία διαλεχτός μάντης
γυιος του Πριάμου, Έλενος το' όνομά του,
που αυτός ο δολερός, ο άξιος ν' ακούη
κάθε βρισιά και πόμπιασμα Οδυσσέας,
μια νύχτα που 'χε βγη παγάνα μόνος,
τον έπιασε και πισταγκωνισμένο
τον παρουσίασε, διαλεχτό κυνήγι,
στη μέση του στρατού· αυτός λοιπόν,
εχτός απ' όσα τους προφήτεψ' άλλα,
τους είπε, πως ποτέ της Τροίας τα κάστρα
δε θα κυριεύσουν, παρ' αν καταφέρουν
τον ήρω' αυτόν με το καλό να πάρουν
απ' το νησί, που τώρα ζη μονάχος.
Κι αμ' άκουσε τα λόγια αυτά του μάντη
του Λαέρτη ο γυιος, τους έταξε πως ότι
αυτός θα πάη να τους τον φέρη αμέσως,
κι επίστευε, είπε, πως με θέλησή του
θα τον έπαιρνε· αλλιώς και στανικώς του·
και δέχονταν, αν δεν ήθε πετύχη,
να του έκοβε όποιος θέλει το κεφάλι.
Όλα τα ξέρεις τώρα, μόνο αμέσως
σε συμβουλεύω να βιαστής να φεύγης
και συ κι όποιος καλό του θέλεις άλλος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω αλλίμονό μου εγώ! αλήθεια εκείνος
ωρκίστηκε ο παμμίαρος να με πάη
στους Αχαιούς εμένα, αφού με πείση;
μα έτσι θε να πειστώ κι από τον Άδη,
όταν πεθάνω, να ξαναγυρίσω
πίσω στο φως, σαν τον πατέρα εκείνου.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Εγώ δεν ξέρω αυτά· τώρα πηγαίνω
στο καράβι μου κι είδε ο Θεός να δίνη
σε σας ό,τι 'ναι το καλύτερό σας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λοιπόν δεν ειν' έξω φρενών, παιδί μου,
να βάλη του Λαέρτη ο γυιος στο νου του
πως με γλυκόλογα θα πάη εμένα
ποτέ του και να βγαίνω απ' το καράβι
θα με δείξη μπρος σ' όλους τους Αργείους;
Ποτέ! πιο εύκολα θ' άκουα της οχιάς
της ολομίσητής μου, που έτσι μ' έχει
αφήση δίχως πόδια. Μα ο άθλιος εκείνος
μπορεί το παν να πη και να τολμήση.
Και τώρα βέβαιος είμαι πως θε νά 'ρθη·
μα ας φεύγωμε, παιδί, που να χωρίζη
πολλή θάλασσα εμάς απ' το καράβι
του Οδυσσέα. Εμπρός, πηγαίνομε κι η βιάση
στην ώρα της αφού η δουλειά τελειώση
την ξεκούραση φέρνει και τον ύπνο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, μόλις πέση ο αγέρας απ' την πλώρη,
θα κάμωμε πανιά· τώρα είν' ενάντιος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με κάθε αγέρα ταξιδεύεις πρίμα,
σα φεύγεις το κακό.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, μα και κείνοι
ενάντιο τον ίδιο τον καιρό τον έχουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σε ληστές άνεμος κανείς ενάντιος,
σαν είναι για να κλέψουν και ν' αρπάξουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καλά· ας πηγαίνωμε αφού θες, μα πάρε
πρωτ' από μέσα ό,τι πιο ανάγκη τό 'χεις
και πιότερο αγαπάς.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα βέβαια κι είναι
πράματα που χρειάζομαι· αν κι όχι
πολύ αρκετά.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι πράμα να 'ναι εκείνο,
που στο δικό μου δε θα βρης καράβι;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έχω ένα φύλλο, που μ' αυτό κοιμίζω
κάθε φορά τ' αγρίεμα της πληγής μου
και τη μερώνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Παρ' το λοιπόν, τότε·
και τι άλλο ακόμα επιθυμάς να πάρης;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μην ξέχασα παραπεσμένο κάπου
κανέν' από τα βέλη αυτά και μείνη
να τό 'βρη άλλος κανείς.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτά 'ναι αλήθεια
τα ξακουσμένα, που κρατάς, τα τόξα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άλλα δεν έχω· αυτά 'ναι δω που βλέπεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μπορώ κι από κοντά να τα κοιτάξω
και να τα πιάσω και να τ' ασπαστώ
σαν κόνισμα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Για σε κι αυτό, παιδί μου,
κι ό,τι άλλο έχω ― στη διάθεσή σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βέβαια το λαχταρώ, μα μόνο αν είναι
πράμα που συχωριέται αυτό για μένα,
θα το 'θελα ειδεμή, παράτησέ το.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μ' ευλάβεια, τέκνο μου, μιλάς και σού ειναι
συχωρεμένο, εσένα, αυτό που θέλεις·
γιατ' εσύ μόνος μου 'δωσες να βλέπω
αυτό του ήλιου το φως, εσύ της Οίτης
να δω τη γη, εσύ το γέροντα μου
πατέρα και τους φίλους μου· κι ενώ ήμουν
κάτω από τους εχθρούς μου, εσύ απάνω
με σήκωσες· μην έχεις λοιπόν φόβο,
μπορεί όσο θες να τα κρατάς στα χέρια
και, σα μου τα γυρίσης, να καυχιέσαι
πως είσαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο
που κρίθηκε άξιος, για την αρετή του,
να τα πάρη στο χέρι του· γιατί έτσι
κι εγώ, με το να κάμω το καλό
τα 'χω αποχτήση.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρω που σε βρήκα
και που σ' έκαμα φίλο μου· γιατί όποιος
ξέρει, τις καλωσύνες που λαβαίνει
με καλωσύνες να πλερώνη, αξίζει
πιότερο απ' όλα τ' αγαθά του κόσμου
να σού είναι φίλος. Τώρα νά 'μπης μέσα . . .

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα και σένα θα μπάσω· γιατ' η αρρώστεια
σε θέλει για να μου είσαι παραστάτης.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Dian Books.

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αχ, ξένοι μου!
Ποιοι είστε σεις που ήρθατε εδώ με το καράβι,
σε χώρα ακατοίκητη, αλίμενη, πανέρμη;
Δε θα γελιόμουν αν σας πω ποια έχετε πατρίδα
και από πού κατάγεσθε; Τα ρούχα που φοράτε
μοιάζουν, θαρρώ, ελληνικά, πολυαγαπημένα.
Θά 'θελα όμως τη λαλιά ν' ακούσω· μη φοβάστε
καθώς την άγρια όψη μου κοιτάτε· λυπηθείτε
βλέποντας έναν άνθρωπο δύσμοιρο και μονάχο,
άφιλο και πανέρημο, πολυβασανισμένο·
μιλήστε μου, αν ήρθατε σα φίλοι εδώ πέρα
και δώστε μου απόκριση· γιατί σωστό δεν είναι
εγώ να μη μάθω για σας κι εσείς πάλι για μένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είμαστε, ξένε, Έλληνες – ν' ακούσεις αυτό πρώτα·
μοιάζει πως περισσότερο θέλεις αυτό να μάθεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ως πολυπόθητη λαλιά! Πολλά χρόνια, θεέ μου,
είχα ν' ακούσω απ' άνθρωπο τέτοια φωνή και γλώσσα!
Ποια τάχα ανάγκη, τέκνο μου, σ' έφερε εδώ κοντά μου;
Ποια αφορμή να σ' έστειλε και ποιος καλός αγέρας;
Πες μου τα όλα δυνατά να μάθω το ποιος είσαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είναι απ' τη θαλασσόλουστη τη Σκύρο η γενιά μου
και πάω για την πατρίδα μου· και γιο του Αχιλλέα
με λένε, Νεοπτόλεμο· τα ξέρεις όλα τώρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω γιε πατέρα λατρευτού, από αγαπημένη
χώρα, θρέμμα του ξακουστού γέροντα Λυκομήδη,
πούθε και πώς σ' αυτή τη γη πλέοντας έχεις φτάσει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Με πλοίο μόλις έφτασα, τώρα δα, απ' την Τροία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς τό 'πες; Μα δεν ήσουνα εσύ μαζί μας τότε
απ' την αρχή που έφυγε ο στόλος για την Τροία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πήρες λοιπόν μέρος κι εσύ σ' αυτή την εκστρατεία;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιον βλέπουνε τα μάτια σου, παιδί μου, δεν το ξέρεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και πώς να ξέρω άνθρωπο που δεν τον ξαναείδα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα ούτε για το όνομα ούτε για τα δεινά μου,
που με σαπίζουν, άκουσες να γίνεται καν λόγος;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για όσα λες ανίδεος να ξέρεις ότι είμαι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ας ο πολύπαθος εγώ, ο θεομισημένος,
που ούτε στην πατρίδα μου δεν έφτασε η φήμη
της συμφοράς μου ούτε αλλού σε μέρος της Ελλάδας!
Κι αυτοί που με πετάξανε αδιάντροπα κι ανόσια
κρυφογελούν αναίσχυντα, ενώ η δική μου αρρώστια
θρασομανάει συνέχεια, φουντώνει κάθε μέρα.
Παιδί μου, του πατέρα σου του Αχιλλέα τέκνο,
εγώ είμαι αυτός που άκουσες ίσως ότι κρατάω
στα χέρια μου του Ηρακλή τα φημισμένα τόξα,
ο Φιλοκτήτης, είμαι ο γιος του Ποίαντα, που οι δύο
οι στρατηγοί κι ο βασιλιάς απ' την Κεφαλληνία
με πέταξαν αδιάντροπα στην ερημιά να λιώνω
από αρρώστια άγρια και καταπληγιασμένο
από το δολερό κεντρί οχιάς φαρμακωμένης…
Σε τέτοιο χάλι, τέκνο μου, μ΄ αφήσανε εκείνοι
πανέρημο και έφυγαν, τότε που στ' ακρογιάλι
αυτό το μαύρο άραξαν απ' το νησί της Χρύσης.
Ως μ' είδανε πασίχαροι ο ύπνος να με πιάνει
απ' της θαλασσοταραχή, σε μια σπηλιά του βράχου
μ' αφήσανε και φύγανε, πετώντας μου κουρέλια
και λίγα ξεροκόμματα, σα νά 'μουνα ζητιάνος,
να τά 'χω τάχα για τροφή, που τέτοια να τους λάχουν!
Αχ, γιε μου, το φαντάζεσαι ποιο ξύπνημα με βρήκε,
όταν εκείνοι τό 'σκασαν κι απόμεινα παντέρμος;
Τι δάκρυα που έχυσα, τι βογκητά με πήραν;
Να βλέπω τα καράβια μου, που εγώ τα κυβερνούσα,
νά 'χουν σαλπάρει από δω, και ούτε ένας ντόπιος
να μου σταθεί στην ερημιά, ψυχή για να μου δώσει
βοήθεια στην ανημποριά! Κι όσο τα συλλογιόμουν,
μονάχα την απόγνωση έβρισκα, τίποτ' άλλο,
μα απ' αυτή, παιδάκι μου, μεγάλη αφθονία…
Χρόνος το χρόνο κύλαγε ατέλειωτος για μένα,
κι έπρεπε πια μονάχος μου κάτω απ' αυτή τη στέγη
την άβολη να πορευτώ· της πείνας τις ανάγκες
το τόξο αυτό μου γιάτρευε, τ' άγρια περιστέρια
χτυπώντας που χαμοπετούν· μα όσα η σαΐτα
του δοξαριού μου χτύπαγε μονάχος μου ο δόλιος
σερνόμουνα για να τα βρω, σακάτικο ποδάρι
με αγωνία σούρνοντας· κι αν μ' έβρισκε η δίψα
ή μ' έπιανε η παγωνιά κι έπρεπε μες στο κρύο
να σπάσω ξύλα για φωτιά, ο τρισδυστυχισμένος
έρποντας τα πολέμαγα. Κι όπως φωτιά δεν είχα,
πέτρα την πέτρα τρίβοντας με δυσκολίες χίλιες
έβγαζα τη χιλιάκριβη τη σπίθα να με σώσει.
Με τη φωτιά βολεύονται όσο να πεις τα άλλα
κάτω απ' τη στέγη της σπηλιάς, εκτός απ' την αρρώστια.
Ώρα, παιδί μου, τώρα πια για το νησί να μάθεις:
Εδώ δε φτάνει ναυτικός ποτέ με θέλησή του·
γιατί λιμάνι δε θα βρει μήτε και κέρδος θά 'χει
πουλώντας την πραμάτεια του μήτε φιλοξενία.
Εδώ δεν ταξιδεύουνε άνθρωποι μυαλωμένοι.
Ίσως κανένας άθελα· πολλά μπορεί να γίνουν
μες στη μακραίωνη ζωή του γένους των ανθρώπων.
Τέτοιοι αν τύχει κι έρθουνε, παιδί μου, με τα λόγια
δείχνουνε πως με συμπονούν, καμιά φορά μου δίνουν
λίγη τροφή από λύπηση ή και κανένα ρούχο·
όμως κανείς, αν το ζητώ, δε θέλει να με σώσει
μαζί του στην πατρίδα μου, κι έτσι σαπίζω έρμος
δέκα χρονάκια τρέφοντας τη φάουσα αρρώστια
μέσα στους πόνους τους φρικτούς, στην πείνα και στη θλίψη.
Αυτά, παιδί μου, μού 'καναν οι Ατρείδες κι ο Οδυσσέας
ο άκαρδος κι αδιάντροπος· μα οι θεοί του Ολύμπου
ας δώσουν να πληρώσουνε άξια τα δεινά μου!

ΧΟΡΟΣ
Νιώθω, τέκνο του Ποίαντα, κι εγώ λύπη για σένα,
όπως κι οι ξένοι πού 'ρχονται καμιά φορά εδώ πέρα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μπορώ να γίνω μάρτυρας κι εγώ σε όσα είπες,
ξέρω πως είναι αληθινά· δοκίμασα κι ο ίδιος
την πονηριά των Ατρειδών και του Οδυσσέα τη βία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έχεις λοιπόν λόγο κι εσύ να είσαι οργισμένος
μ' αυτούς τους αλιτήριους Ατρείδες; Σ' έχουν βλάψει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ας ήταν με το χέρι μου να νιώσουν την οργή μου,
και να το μάθει κάποτε κι η Σπάρτη κι η Μυκήνα
πως είναι και η Σκύρος μας μάνα ανδρών γενναίων!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εύγε, παιδί μου! Μα γιατί τέτοια οργή μ' εκείνους
έχεις και τους κατηγορείς; Σαν τι σου έχουν κάνει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θ' ακούσεις, γιε του Ποίαντα –τα λέω χωρίς κέφι–
το τι βάσανα τράβηξα από κείνους μόλις πήγα:
Όταν η μοίρα τό 'φερε και χάθηκε ο Αχιλλέας…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο! Λέξη μην πεις πιο πέρα, πριν μάθω
πρώτα αυτό, αν πέθανε ο γόνος του Πηλέα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πέθανε, όχι απ' άνθρωπο· χάθηκε τοξευμένος
από θεό, ως είπανε· τον νίκησε ο Φοίβος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θεία γενιά και ο φονιάς μα και ο σκοτωμένος·
μα βρίσκομαι σε δίλημμα, παιδί μου, ποιο απ' τα δύο:
Τα βάσανά σου να ρωτώ ή να θρηνώ για κείνον;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σου φτάνουνε, αλίμονο, δύστυχε, τα δικά σου,
ώστε να περισσεύουνε τα δάκρυα για άλλους.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σωστά μιλάς· πες μου λοιπόν για τα δικά σου πάλι·
για ποια αιτία φέρθηκαν άτιμα και σ' εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ήρθαν με πολυπλούμιστο καράβι να με βρούνε
ο Οδυσσέας κι ο τροφός ο γέρος του πατέρα
λέγοντας, είτε ψέματα είτε μπορεί κι αλήθεια,
πως τάχα δεν ήταν γραφτό, μια κι έλειψε ο πατέρας,
άλλος εκτός από εμέ την Τροία να αλώσει.
Κι όπως τα λέγαν, ξένε μου, αυτά, δεν το μπορούσα
καθόλου να συγκρατηθώ και να μην μπω στο πλοίο,
απ' τη λαχτάρα πιο πολύ για το νεκρό γονιό μου,
να τον προλάβω άταφο, που ζωντανό ποτέ μου
δεν είχα τύχη να τον δω· ήταν καλή κι η αιτία,
αν έπαιρνα πηγαίνοντας το κάστρο εγώ της Τροίας.
Δεύτερη μέρα πλέοντας απ' το ξεκίνημά μου
φτάνω στο πικρο–Σίγειο μ' ευνοϊκό αγέρα.
Κι αμέσως όλος ο στρατός με κύκλωσε ένα γύρω,
μ' ασπάζονταν κι ορκίζονταν πως βλέπουνε σ' εμένα
τον Αχιλλέα ζωντανό, που είχε πια πεθάνει.
Κι εκείνος μεν ήταν νεκρός· εγώ όμως ο δόλιος,
αφού τον θρήνησα πικρά, έτρεξα στους Ατρείδες
χωρίς καμιά χρονοτριβή, περνώντας τους για φίλους,
και του πατέρα ζήταγα τα όπλα κι ό,τι είχε.
Κι αυτοί μου απαντήσανε ωμότατα, αλί μου:
«Μπορείς, του Αχιλλέα γιε, τα άλλα να τα πάρεις
τα πατρικά σου πράγματα· όμως τα όπλα εκείνου
άλλος τα έχει τώρα πια, ο γόνος του Λαέρτη».
Κι εγώ μέσα στα δάκρυα σηκώνομαι αμέσως
με αγανάκτηση, με οργή και πίκρα και τους λέω:
«Αλήθεια, λοιπόν, άθλιοι, τολμήσατε σε άλλον
να δώσετε τα όπλα μου, προτού να με ρωτήσετε;»
Κι ο Οδυσσέας, πάντοτε κοντά, πήρε το λόγο:
«Ναι, νεαρέ, τα δώσανε, και δίκαια, σ' εμένα·
εγώ είμαι που έσωσα κι εκείνον και τα όπλα».
Χολή γεμάτος τότε εγώ τον έλουσα αμέσως
μ' όλες του κόσμου τις βρισιές, δεν άφησα καμία,
που νόμιζε πως θά 'παιρνε τ' άρματα τα δικά μου.
Στη θέση που τον έφερα, αν και συγκρατημένος,
θιγμένος μ' όσα άκουσε έτσι μου αποκρίθη:
«Δεν ήσουνα όπου εμείς, έλειπες μακριά μας·
μια που θρασύτατα μιλάς ωστόσο, δίχως γνώση,
να ξέρεις πως με τ' άρματα στη Σκύρο δε γυρίζεις».
Τέτοιες βρισιές και προσβολές ακούγοντας, γυρίζω
για την πατρίδα, μ' όλο μου το έχει αρπαγμένο
απ' τον πανάθλιο, άθλιων σπορά, τον Οδυσσέα.
Μα εκείνον δεν κατηγορώ όσο τους βασιλιάδες·
γιατί η πόλη ολόκληρη τους άρχοντες ακούει,
όπως και όλος ο στρατός· κι όσοι δεν πειθαρχούνε
με λόγια των δασκάλων τους γίνονται παραβάτες.
Είπα τα πάντα τώρα πια· κι όποιος μισεί Ατρείδες
να είναι φίλος των θεών τόσο όσο δικός μου.

ΧΟΡΟΣ
Βουνόχαρη Γη, τροφοδότρα,
μητέρα του ίδιου του Δία,
που κρύβεις στους κόλπους σου αφέντρα
τον μέγα χρυσό πακτωλό σου·
και εκεί, σεπτή μάνα, δεήσεις
σ' εσένα απηύθυνα τότε
που ρίχναν την ύβρη οι Ατρείδες
σε τούτον το νέο, σα δίναν
τα άρματα τα πατρικά του
στο γιο του Λαέρτη, στεφάνι
υψίστης τιμής και ανδρείας,
ω όλβια, που ταυροκτόνα
η χάρη σου ιππεύει λιοντάρια.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Έχετε φτάσει, ξένοι μου, έχοντας, όπως μοιάζει,
σαφή σημάδια στην καρδιά της πίκρας και του πόνου,
κι είστε μαζί μου σύμφωνοι, γνωρίζετε πως είναι
έργα των Ατρειδών αυτά μόνο και του Οδυσσέα.
Ξέρω πως καθετί κακό και κάθε πανουργία
μπορεί να πει η γλώσσα του και να γεννήσει ο νους του,
απ' όπου πάντα το άδικο στο τέλος θα προβάλει.
Μ' αυτόν πια δεν ξαφνιάζομαι, μονάχα αν ο Αίας
ο μέγας ήτανε παρών κι αυτά τα ανεχόταν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δε ζούσε πλέον, ξένε μου· γιατί αν ζούσε εκείνος,
εγώ δε θά 'χανα ποτέ τα όπλα του πατέρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι είπες; Ώστε χάθηκε κι αυτός πια πεθαμένος;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έχε τον για νεκρό κι αυτόν, δε βλέπει πια τον ήλιο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονό μου ο δύστυχος! Ο γόνος του Τυδέα
Και του Σισύφου ο πουλητός ο σπόρος στο Λαέρτη
δεν ήταν πεθάνουνε, πού 'πρεπε να μη ζούνε!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι βεβαίως, μάθε το· αντίθετα, μεγάλη
δύναμη έχουν στο στρατό πια τώρα των Αργείων.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Και τι να γίνεται ο παλιός και ο καλός μου φίλος,
από την Πύλο ο Νέστορας; Αυτός τους συγκρατούσε
εκείνους από το κακό με τα σοφά του λόγια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δυστυχισμένος και αυτός, εφόσον έχει χάσει
πρόωρα τον Αντίλοχο, το λατρεμένο γιο του.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλίμονο, δυο συμφορές μού 'πες, δυο σκοτωμένους
που διόλου δεν το ήθελα ν' ακούσω πως χαθήκαν.
Αλίμονο, αλίμονο! Τι πια να πει κανένας,
όταν αυτοί πεθάνανε και ζει ο Οδυσσέας,
που έπρεπε αυτός νεκρός νά 'ναι αντίς για κείνους;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είναι πανούργος παλαιστής, μα κι οι πανούργες σκέψεις
στο δρόμο θα σκοντάψουνε κάποτε, Φιλοκτήτη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ο Πάτροκλος, για το θεό, που ήτανε; Για πες μου·
αυτός που ο πατέρας σου τον αγαπούσε τόσο;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι αυτός νεκρός· μας χάθηκε· με δυο λόγια μονάχα
θα σου το πω· άνδρα κακό δεν αγαπάει να παίρνει
ο πόλεμος, μα τους καλούς εξολοθρεύει πάντα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κι εγώ μαζί σου σύμφωνος· γι' αυτό και θα ρωτήσω
για άνθρωπο ασήμαντο κι ανάξιο, που είχε
ωστόσο γλώσσα φοβερή, παμπόνηρη· τι κάνει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιος είναι αυτός που με ρωτάς, αν όχι ο Οδυσσέας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δεν εννοώ τώρα αυτόν· κάποιος Θερσίτης ήταν,
που φύτρωνε συνέχεια εκεί που δεν τον σπέρναν·
γι' αυτόν αν είναι ζωντανός ακόμα το γνωρίζεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τον ίδιο δεν τον έχω δει, πως ζει έμαθα όμως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αυτό ήταν επόμενο· κακό ποτέ κανένα
δε χάθηκε, αλλ' οι θεοί το διπλοπροστατεύουν
και χαίρονται τους πονηρούς και τους κατεργαρέους
από τον Άδη να γυρνούν μπρος πίσω, μα τους δίκιους
κι όλους τους τίμιους πάντοτε για κει τους ξαποστέλνουν.
Πού να τα αποδώσω αυτά, πώς να τα επαινέσω,
αφού με τέτοια τους θεούς τους βρίσκω ν' αδικούνε;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ πια, γιε του Ποίαντα, του άρχοντα της Οίτης,
μονάχα από μακριά κοιτάζοντας την Τροία
και τους Ατρείδες στο εξής τα μέτρα μου θα πάρω·
εκεί που είναι ανώτερος απ' τον καλό ο σκάρτος
κι ο δίκαιος μαραίνεται κι επικρατεί η δειλία,
σε τέτοιο κόσμο εγώ ποτέ δε θα δεχτώ να ζήσω·
αλλά η κακοτράχαλη η Σκύρος θα μου είναι
στο μέλλον υπεραρκετή και θα χαρώ το σπίτι.
Τώρα θα πάω στο πλοίο μου· για σε χαρά μεγάλη
εύχομαι, γιε του Ποίαντα· χαίρε· κι απ' την αρρώστια
να σε γλιτώσουν οι θεοί, όπως ποθεί η καρδιά σου.
Εμείς ώρα να φύγουμε· μόλις θεός μας δώσει
ευνοϊκό τον άνεμο, σαλπάρουμε αμέσως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κιόλας, παιδί μου, φεύγετε;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Η ώρα μάς βιάζει
να έχουμε από κοντά το νου μας στα κουπιά μας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στ' όνομα της μητέρας σου, του κύρη σου, παιδί μου,
και σ' ό,τι άλλο αγαπάς μέσα στο σπιτικό σου,
προσπέφτω σου στα γόνατα, μη με αφήσεις μόνο,
έρημο μες στις συμφορές τέτοιες που αντικρίζεις
κι όσες ακόμα άκουσες ότι με φαρμακώνουν·
βάλε με κάπου σα φορτιό παραπανίσιο· ξέρω,
βάρος ανοικονόμητο στο δρόμο σας θα είμαι,
μα πρέπει να το υποστείς· γιατί για τους γενναίους
εχθρός τους είναι η ντροπή και το καλό τιμή τους.
Για σένα, αν το αρνηθείς, θά 'ναι η ντροπή μεγάλη,
κι αν όχι, γιε μου, η τιμή κι η δόξα η αμοιβή σου,
όταν φτάσω ζωντανός εγώ στη γη της Οίτης.
Έλα· δε θά 'ναι ο μόχθος σου ούτε καν για μια μέρα.
Δείξε το θάρρος, πάρε με και ρίξε μ' όπου θέλεις:
Στ' αμπάρι ή στην πρύμνη σου, στην πλώρη ή και όπου
ενόχληση λιγότερη θα φέρω στους δικούς σου.
Σε εξορκίζω, τέκνο μου, στο Δία, τον προστάτη
των ικετών, πες μου το ναι, πέφτω στα γόνατά σου,
αν και σακάτης και κουτσός ο δόλιος, μη μ' αφήσεις
έρημον έτσι, μακριά από ανθρώπου χνάρι!
Ή πάρε με στο σπίτι σου και σώσε με ή πέρα
στη χώρα του Χαλκώδοντα, την Εύβοια, πλευρίζεις.
Και από κει είναι κοντά ο δρόμος για την Οίτη
και της Τραχίνιας τα βουνά ή το καθάριο ρέμα
του Σπερχειού, για να με πας στο λατρευτό γονιό μου,
αν και φοβούμαι από καιρό μήπως τον έχω χάσει·
γιατί πολλά μηνύματα του έστειλα με ξένους,
που κάποτε άραζαν εδώ, θερμοπαρακαλώντας
νά 'ρθει με το καράβι του για να με πάρει σπίτι.
Μα ή εκείνος χάθηκε ή οι μαντατοφόροι,
θαρρώ, όπως περίμενα, δε νοιάζονταν για μένα,
καθώς κι οι ίδιοι βιάζονταν στον τόπο τους να πάνε.
Τώρα σ' εσένα συνοδό, σ' εσέ μαντατοφόρο
προσπέφτω και σπλαχνίσου με, σώσε με, καθώς βλέπεις
πως πάντοτε ο κίνδυνος κι ο φόβος στους ανθρώπους
φωλιάζει μήπως σε κακό γείρει η ευτυχία.
Όταν δεν έχεις βάσανα, πρέπει τη δυστυχία
να βλέπεις, κι όταν ζεις καλά, τότε κυρίως νά 'χεις
το νου σου μήπως άξαφνα καταστραφεί η ζωή σου.

ΧΟΡΟΣ
Σπλαχνίσου το δόλιο, άρχοντά μου!
Πολλά κι ανυπόφορα πάθια
μας είπε –κανείς απ' τους φίλους
μη δώσει ο θεός να τα νιώσει!–
κι αν συ σαν εχθρούς τους Ατρείδες
μισείς, το κακό που σου κάναν
ας είναι για κέρδος δικό του:
Με πλοίο γοργό αρματωμένο
τον παίρνουμε για την πατρίδα,
που τόσο πολύ λαχταράει,
γλιτώνοντας έτσι κι οι ίδιοι
της Νέμεσης την τιμωρία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φυλάξου μήπως δείχνεσαι πολύ πρόθυμος τώρα,
μα όταν όμως η βαριά αρρώστια του σε πνίξει,
μπορεί γι' αυτά τα λόγια σου τότε να μετανιώσεις.

ΧΟΡΟΣ
Αδύνατον· καμιά αφορμή δε θά 'χεις από μένα
να μου επιτρέψεις δίκαια μια τέτοια κατηγόρια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για μένα θά 'τανε ντροπή αν θα φανώ στον ξένο
εγώ απροθυμότερος και δεν τον βοηθήσω.
Κι αφού το θέλεις, φεύγουμε χωρίς αργοπορία·
δε θ' αρνηθεί το πλοίο μας μαζί του να τον πάρει.
Είθε οι θεοί από τη γη αυτή να μας γλιτώσουν
και να μας πάνε με καλό εκεί όπου ποθούμε…

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω μέρα πολυπόθητη, καλό μου παλικάρι,
ναύτες αγαπημένοι μου, πώς να σας δείξω αλήθεια
με έργα πως κερδίσατε όλη μου την αγάπη;
Ας πάμε, γιε μου, μια στιγμή μέσα να προσκυνήσω
την κακορίζικη σπηλιά, να καταλάβεις έτσι
πώς έζησα στη στέγη της, πόσο γενναίος ήμουν.
Κανένας δε θα άντεχε, εκτός από εμένα,
τα βάσανα που τράβηξα μήτε να τα κοιτάξει·
η ανάγκη όμως μού 'μαθε τη συμφορά να στέργω.

ΧΟΡΟΣ
Σταθείτε, για να μάθουμε· φτάνουν εδώ δυο άντρες,
ο ένας απ' το πλοίο μας, μα ο άλλος ξενοφέρνει·
πρώτα να τους ακούσουμε κι ύστερα μπείτε μέσα.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Από το ναύτη σου αυτόν, τέκνο του Αχιλλέα,
που φύλαγε το πλοίο σου μαζί με άλλους δύο,
ευθύς ως τον συνάντησα ζήτησα να μου δείξει
πού θα μπορούσα να σε βρω, μια και στο ίδιο μέρος
τό 'φερε η τύχη να βρεθώ χωρίς να το ελπίζω.
Γιατί καθώς ταξίδευα φεύγοντας απ' την Τροία
και πήγαινα στη Σκόπελο τη γλυκοσταφυλάτη,
που είναι η πατρίδα μου, ακούγοντας πως όλοι
οι ναύτες σου ταξίδευαν μαζί σου στο καράβι,
σκέφτηκα πως δεν έπρεπε, προτού να σου μιλήσω
και πριν να μου αποκριθείς, να προσπεράσω έτσι.
Δεν ξέρεις, όπως φαίνεται, διόλου τι σου συμβαίνει,
ποιες αποφάσεις πήρανε καινούριες οι Αργείοι
κακόβουλες εις βάρος σου· κι όχι μονάχα σκέψεις,
μα έργα βάλανε μπροστά χωρίς ν' αργοπορούνε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για το ενδιαφέρον σου, ξένε, η ευγνωμοσύνη,
άμα δεν είμαι αχάριστος, θα μείνει στην καρδιά μου.
Μα εξήγησέ μου τι μου λες, να μάθω ποιο καινούριο
σχέδιο μαγειρεύουνε για μένα οι Αργείοι.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Έφυγαν με τα πλοία τους, για να σε κυνηγήσουν,
ο Φοίνικας ο γέροντας κι οι δυο γιοι του Θησέα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για να με ξαναφέρουνε με λόγια ή με βία;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Δεν ξέρω· όσα άκουσα μονάχα μεταφέρω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ο Φοίνικας κι οι ναύτες του με τόση προθυμία
για χάρη πια των Ατρειδών κάνουνε τέτοια πράξη;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Κατάλαβε πως βρίσκονται στο δρόμο, δε θ' αργήσουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και πώς δεν ήταν πρόθυμος να έρθει ο Οδυσσέας
ο ίδιος, για να μας τα πει; Ή τον κρατούσε ο φόβος;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Για άλλον άντρα έφευγε αυτός με του Τυδέα
το γιο, για να τον ψάξουνε, την ώρα που ανοιγόμουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για ποιον λοιπόν μπαρκάρισε ο ίδιος ο Οδυσσέας;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ήτανε κάποιος – μα αυτός εδώ ποιος είναι, πες μου·
κι όσα θα πεις με τη φωνή χαμηλωμένη πες τα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είναι αυτός ο ξακουστός ο Φιλοκτήτης, ξένε.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Μη με ρωτήσεις πιο πολλά· μονάχα εσύ να φύγεις
όσο μπορείς πιο γρήγορα από αυτή τη χώρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τι λέει αυτός, παιδάκι μου; Και τι με παζαρεύει
με λόγια τόσο μουλωχτά αυτός ο ξένος ναύτης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ακόμα δεν κατάλαβα· μα πρέπει να μιλήσει
μπροστά σ' εσένα φανερά, σ' εμένα και στους ναύτες.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Μη με εκθέσεις στο στρατό, τέκνο του Αχιλλέα,
μ' αυτά που δεν πρέπει να πω· κερδίζω από κείνους
εγώ με το εμπόριο, έτσι φτωχός που είμαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Είμαι εχθρός των Ατρειδών· κι ο πιο καλός μου φίλος
είναι αυτός, που μάχεται το ίδιο τους Ατρείδες.
Αφού λοιπόν σα φίλος μου ήρθες κι εσύ, θα πρέπει
να μη μας κρύψεις τίποτα απ' όσα έχεις μάθει.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Σκέψου, παιδί μου, τι ζητάς.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το σκέφτηκα από ώρα.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Θα είσαι συ υπεύθυνος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να είμαι, λέγε μόνο.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Άκου λοιπόν: Γι' αυτόν εδώ οι άντρες που σου είπα,
ο ένας του Τυδέα ο γιος κι ο άλλος ο Οδυσσέας,
ορκίστηκαν και έρχονται με πλοίο να τον πάρουν
με το καλό, αν θα πειστεί, ειδάλλως με τη βία.
Όλοι οι Αργείοι τ' άκουσαν καθάρια να τα λέει
ο Οδυσσέας όλα αυτά· είχε εμπιστοσύνη
ότι θα τα κατάφερνε καλύτερα από άλλον.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιος λόγος τους ανάγκασε κι άλλαξαν οι Ατρείδες
στα ξαφνικά τη γνώμη τους και νοιάστηκαν για τούτον,
που τόσα χρόνια άσπλαχνα τον είχαν παρατήσει;
Ποιος πόθος να τους έπιασε; Ή των θεών η ανάγκη
κι η Νέμεση, που τιμωρεί τ' ανόσια τα έργα;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Θα σου τα πω όλα αυτά – ίσως να μην τα έχεις
καν ακουστά. Από γενιά ευγενική υπήρχε
μάντης, ο γιος του Πρίαμου, που τ' όνομά του ήταν
Έλενος· νύχτα κάποτε τον πιάνει ο Οδυσσέας
ο δόλιος, που τα αισχρά και πρόστυχα συνήθειο
ν' ακούει τό 'χει πάντοτε, κι αφού τον είχε δέσει
τον έφερε στους Αχαιούς σα διαλεχτό κυνήγι.
Αυτός λοιπόν προφήτεψε σ' εκείνους και τα άλλα
και ότι δε θα πάρουνε το κάστρο της Τρωάδας,
άμα δε φέρουνε αυτόν απ' το νησί, που τώρα
παρατημένος κατοικεί, με λόγια πείθοντάς τον.
Το μάντη όταν άκουσε ο γόνος του Λαέρτη
να λέει αυτά, πετάχτηκε και δήλωσε σταράτα
στους Αχαιούς ότι θα πάει και θα τον φέρει ο ίδιος.
Πίστευε πως εκούσια μπορούσε να τον φέρει,
μ' αν δε δεχθεί, και άθελα· κι αν δεν τα καταφέρει,
έδινε το κεφάλι του να πάρει όποιος θέλει.
Όλα, παιδί μου, τ' άκουσες· σε συμβουλεύω μόνο
κι εσύ ο ίδιος να βιαστείς κι όποιος σ' ενδιαφέρει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αλί μου ο δόλιος! Έδωσε όρκο αυτή η λέρα
πως θα με πάει στους Αχαιούς με λόγια πείθοντάς με;
Το ίδιο θα πειστώ εγώ, όταν νεκρός πια θά 'μαι,
πως απ' τον Άδη θ' ανεβώ στο φως, σαν το γονιό του.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Εγώ δεν τα γνωρίζω αυτά· τώρα θα πάω στο πλοίο·
σ' εσάς μακάρι ο θεός το πιο καλό να δώσει!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γιε μου, δεν είναι φοβερό ο σπόρος του Λαέρτη
να ελπίζει πως με γαλιφιές θα καταφέρει εμένα
στους Αχαιούς με πλοίο του να με παρουσιάσει;
Πιο εύκολα θα άκουγα την τρισκαταραμένη
οχιά, που με κατάντησε πανάθλιο σακάτη.
Όμως εκείνος ικανός είναι να λέει τα πάντα
και να τολμάει το καθετί· και όπου νά 'ναι φτάνει.
Αλλά, παιδί μου, ας φύγουμε, ώστε να μας χωρίζει
μεγάλη πια απόσταση απ' το δικό του πλοίο.
Πάμε λοιπόν· και η σπουδή την ώρα που ταιριάζει
μετά το μόχθο ανάπαυση και ύπνο θα μας φέρει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μόλις κοπάσει ο άνεμος που μας χτυπάει στην πλώρη,
αμέσως θα σαλπάρουμε· τώρα μας εμποδίζει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αν αποφεύγεις το κακό, πάντα καλά αρμενίζεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ο άνεμος αντίθετα φυσάει και για κείνους.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Για τους ληστές αντίθετος άνεμος δεν υπάρχει,
αν είναι για να κλέψουνε, ν' αρπάξουν με τη βία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αν το νομίζεις, φεύγουμε· μα πάρε από μέσα
ό,τι αγαπάς ξεχωριστά κι αυτό πού 'χεις ανάγκη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ναι, κάτι το χρειάζομαι από τα λίγα πού 'χω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και τί 'ναι που δε βρίσκεται στο πλοίο το δικό μου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Υπάρχει κάποιο βότανο που την πληγή ετούτη
αποκοιμίζει πάντοτε, μου την καταπραΰνει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάρ' το λοιπόν· επιθυμείς να πάρεις τίποτ' άλλο;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κι αν κάποιο απ' τα τόξα μου μού έχει παραπέσει
κάπου από αμέλεια, να μην τους το αφήσω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αυτά τα τόξα που κρατάς είναι τα ξακουσμένα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αυτά πού 'χω στα χέρια μου, δεν έχω άλλα όπλα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θα το μπορούσα άραγες στα χέρια να τα πιάσω,
να τα θαυμάσω από κοντά και να τα προσκυνήσω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Για σένα, γιε μου, και αυτό θα γίνει κι ό,τι άλλο
ζητήσεις απ' τα πράγματα που ανήκουνε σ' εμένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το θέλω, μα η θέληση έχει τα όριά της:
Να θέλω, αν είναι σωστό· ειδάλλως, άφησέ το.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με σεβασμό, γιε μου, μιλάς κι είναι σωστό να γίνει·
εσύ μονάχα μού 'δωσες τη χάρη να κοιτάω
το φως του ήλιου και να δω ξανά τη γη της Οίτης,
το γέροντα πατέρα μου, τους φίλους· κι ενώ ήμουν
κάτω απ' τα πόδια των εχθρών μ' έβαλες από πάνω.
Μη νοιάζεσαι· εσύ μπορείς να τα κρατάς στο χέρι
κι ύστερα να το καυχηθείς, όταν τα ξαναδώσεις,
πως τ' άγγιξες μόνο εσύ για την παλικαριά σου·
γιατί κι εγώ τ' απόχτησα ευεργετώντας άλλους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαρά μου που σε γνώρισα και φίλο μου σε έχω·
γιατί όποιος ξέρει το καλό που πήρε να πληρώνει
με το καλό, πολύτιμος φίλος μπορεί να γίνει.
Πήγαινε μέσα!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα κι εσύ θέλω να μπεις μαζί μου·
εσένα η αρρώστια μου θέλει συμπαραστάτη.