Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Να τον αυτός ο έρμος ο γιαλός της Λήμνου
που ανθρώπου δεν πατεί ποτέ ποδάρι·
εδώ είν', ω γυιε του πρώτου των Ελλήνων,
του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμε, που τότε
παράτησα, κρυφά το Φιλοχτήτη
μονάχο κι έφυγα, καθώς να κάμω
με είχαν προστάξη οι αρχηγοί του στόλου,
εξ αφορμής το πόδι του που σάπιο
έσταζεν όμπυο απ' την κακιά πληγή του
και με τις άγριες του φωνές, τους βόγγους
και τις βλαστήμιες, το στρατόπεδό μας
εγιόμιζε όλο, που έτσι ούτε θυσία
ούτ' αγιασμό να κάμωμε ήταν τρόπος.
Μα τις η ανάγκη τωρ' αυτά να λέμε;
καιρός για λόγια περιττά δεν είναι,
μήπως με νοιώση που 'μαι δω φτασμένος
κι έτσι όλο να χαθή το σχέδιό μου,
που λέω μ' αυτό στο χέρι να τον βάλω.
Δουλειά σου τώρα εσύ να με βοηθήσης
στα επίλοιπα και να κοιτάξης, πού είναι
μια δίστομη σπηλιά εδώ κάπου, τέτοια
που να την πιάνη ο ήλιος το χειμώνα
κι από τις δυο μεριές και που το θέρος
να φέρνη ύπνο το ρέμμα απ' τίς δυο πόρτες·
και λίγο απάνω, αριστερά, θε να 'ναι
μια βρυσούλα νερό ― αν ακόμα υπάρχη.
Άμε λοιπόν σιγά να δης κι έτσι κατόπι
θα σου εξηγήσω εγώ και συ θ' ακούσης
όσα έχω να σου πω, για να τραβήξη
μπροστά η δουλειά μαζί κι από τους δυο μας.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βασιλιά μου Οδυσσέα, δεν είν' ανάγκη
να πάω μακρυά γι' αυτό που λες· μια τέτοια,
μου φαίνεται, σπηλιά πως βλέπω κιόλας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Απάνω ή κάτω; εγώ δε διακρίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, εδώ από πάνω· μα κανένα κρότο
από βήματ' ανθρώπου δεν ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κοίτα, μην κάπου το 'στρωσε στον ύπνο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βλέπω άδεια τη σπηλιά και κανείς μέσα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και τίποτε νοικοκυριό ή προμήθειες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, στοίβες φύλλα, σα για να κοιμάται
κανείς επάνω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο αυτό, και τίποτ' άλλο
σε καμιά κόχη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, κι εν' από ξύλο
ποτήρι, σα να το 'χη μαστορέψη
αδέξιο χέρι· να και πυροδότες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δικά του είναι νοικοκυριά όλα τούτα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω, ω! κι ακόμα τ' αλλ' αυτά: κουρέλια
για στέγνωμ' απλωμένα ― όμπυο γιομάτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άσφαλτο αυτό σημάδι, πως εδώ 'ναι
που ο άνθρωπός μας κάθεται· και θα 'ναι
όχι κάπου μακρυά· γιατί και πώς
θα μπορούσ' ένας άνθρωπος με πόδι
αρρωστημένο απ' την παλιά πληγή του
να πάη μακρυά; μα θενά βγήκε
ή θροφή να ζητήση ή κάπου αν ξέρη
βοτάνι, που τους πόνους ν' αλαφρώνη.
Στείλε λοιπόν αυτόν εδώ πιο πάνω
για να φυλάγη, μήπως βγη από κάπου
μπροστά μου εκείνος δίχως να τον νοιώσω·
γιατί θα προτιμούσ' εμέ παρ' όλους
μαζί τους Αχαιούς να 'βαζε χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έφυγε κιόλας και το μονοπάτι
θα φυλαχτή· μ' αν έχης τίποτ' άλλο
να μου προστέσης, λέγε και σ' ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γυιε του Αχιλλέα, πρέπει σ' αυτή τώρα
τη δουλειά πόχεις έρθη, να φανής
γενναίος, κι όχι μοναχά στα χέρια,
μα κι αν τίποτ' ακούς αλλιώτικο
απ' όσα σου είπα πριν, με προθυμία
να το εχτελής, σαν βοηθός μου πού εισαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι προστάζεις λοιπόν;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το Φιλοχτήτη,
πρέπει να κάμης τρόπο με τα λόγια
που θα του λες, πώς να τον ξεγελάσης.
Σα σε ρωτήση, ποιος και πόθεν ήρθες,
να πης, πως είσαι του Αχιλλέα ο γυιος
―αυτό δεν είν' ανάγκη να το κρύψης―
και πως παράτησες τους Αχαιούς
στην Τροία για να γυρίσης στην πατρίδα,
γιατί τους πήρες σε μεγάλην έχτρα·
που, αφού σε ξεσήκωσαν με δεήσεις
από τα σπίτια σου να πας, γιατ' ήσουν
η μόνη ελπίδα εσύ, το Ίλιο να πάρουν,
σαν πήγες, δεν τ' αξίωσαν να σου δώσουν
τ' άρματα του πατέρα σου Αχιλλέα,
που μ' όλο το δικαίωμα των ζητούσες,
μα πήγαν να τα δώσουν του Οδυσσέα.
Κι αράδιαζε όσα θες κακά για μένα
και τα πιο τρισχειρότερα· δεν έχω
να πάθω τίποτ' απ' αυτά· μ' αν έτσι
όπως σου λέω δεν κάμης, συλλογίσου
ποια συφορά θα ρίξης στους Αργείους·
γιατί αν τα τόξα αυτά δε βάλωμε
στο χέρι, αδύνατο θα σού ειν' εσένα
την πόλη του Πριάμου να κυρίευσης.
Μ' άκου να δης, πως όχι εγώ, μα μόνο
εσύ μπορείς με καθ' εμπιστοσύνη
και σιγουριά να τόνε πλησιάσης:
Εσύ στον πόλεμο ήρθες δίχως να 'σαι
δεμένος μ' όρκους σε κανένα, κι ούτε
αναγκασμένος, μα ούτε κι απ' αρχής
έλαβες μέρος με τον άλλο στόλο·
εγώ όμως απ' αυτά δε θα μπορούσα
τίποτα ν' αρνηστώ κι αν, όσο θα 'χε
τα τόξα του, με δη να βγαίνω εμπρός του,
χάθηκα και μαζί και σένα χάνω·
μα αυτό ακριβώς να σοφιστούμε πρέπει,
πώς τ' ανίκητα τόξα να του κλέψης.
Ξέρω καλά, παιδί μου, πως δεν είσαι
πλασμένος απ' τη φύση να μιλάς
τέτοια γλώσσα και τέτοιες πανουργίες
να επιχειρίζεσαι· μα τόλμησέ το
για μια φορά και συ, που έχει τι γλύκα
να κάνη χτήμα του κανείς τη νίκη!
δίκαιοι ξανά θε να 'μαστε κατόπι·
τώρα για λίγες ώρες της ημέρας
δος μου θυσία τη συνείδησή σου
κι όλος ο επίλοιπος καιρός δικός σου,
τον πιο ευσεβή του κόσμου να σε λένε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ, τα λόγια που μου προξενούνε
κακό ν' ακούω, Λαερτιάδη, φρίκη
μου δίνουν και να κάνω· γιατί τέτοιο
μ' έκαμ' η φύση, τίποτε με απάτη
και με ψευτιές να μην μπορώ να κάμω,
ούτε ο ίδιος, ούτε, καθώς λεν, και κείνος
που μ' εγέννα. Μ' αν θες, έτοιμος είμαι
με βία να σου τον πάρω αυτόν τον άντρα,
μα όχι με δόλο· γιατί μ' ένα πόδι,
πώς θα τα βγάλη πέρα με μας τόσους;
Μα μια που συνεργάτη σου με στείλαν
διστάζω μη με πουν προδότη· αν και
προτιμώ, βασιλιά, τον ίσιο δρόμο
κι ας έπεφτα έξω, παρά να κερδίσω
μα όχι με τρόπο τίμιο τη νίκη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και γω, ω λαμπρού πατέρα γυιε, σαν ήμουν
νιος, είχα γλώσσα οκνή, μα γοργό χέρι
τώρα, σαν τα εξετάζω με την πείρα
που απόχτησα, βλέπω πως στους ανθρώπους
η γλώσσα είναι το παν κι όχι τα έργα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι άλλο μου ζητάς λοιπόν, παρά
να λέγω ψέματα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σου είπα μονάχα
το Φιλοχτήτη να έπαιρνες με δόλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και γιατί τάχα με το δόλο κι όχι
με την πειθώ μαζί μας να τον πάρω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ποτέ δε θα πειστή και με τη βία
δε θα μπορέσης να τον βάλης χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι 'ναι κείνο, που του δίνει τέτοιο
θάρρος στη δύναμη του;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τ' άφευχτά του
τα βέλη, που το θάνατο σκορπούνε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ώστε δε θα 'ναι κίντυνος και μόνο
νά βγη μπρος του κανείς;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ξον αν τον βάλης
με πανουργία στο χέρι, καθώς σού ειπα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα δε νομίζεις άτιμο το ψέμα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όχι, αν το ψέμα φέρνη επιτυχία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Α, πώς μπορεί κανείς να 'χη την τόλμη
τέτοια λόγια να λέη!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όταν μια πράξη
φέρνη κέρδος, δεν πρέπει να διστάζης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κέρδος θα 'χω αν έρθη αυτός στην Τροία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τα τοξ' αυτά την Τροία θα πάρουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν ειμ' εγώ λοιπόν, που λέγατε
πως θα την κυριεύσω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, μα ούτε
και συ χωρίς αυτά, ούτε και κείνα
χωρίς εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ανάγκη λοιπόν πασά,
μια κι έτσι 'ναι το πράμα, να τα πάρω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σαν το πετύχης, δυο θα λάβης χάρες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιες δυο; ν' ακούσω κι άλλο δεν αρνούμαι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοφό μαζί κι αντρείο θα σε κηρύξουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ας είναι· τ' αποφάσισα, κι αφήνω
τη ντροπή κατά μέρος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα θυμάσαι
βέβαια καλά τις οδηγίες μου όλες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έγνοια σου, μια που το 'χω αποφασίση. . .

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Συ λοιπόν μείνε να τον περιμένης·
εγώ πηγαίνω, μην τυχόν με πάρη
το μάτι του σα φτάνη· και θα στείλω
τον κατάσκοπο πίσω στο καράβι,
που, αν ιδώ πως πολλή ωρ' αργείτε,
να σου τον στείλω πάλι αυτόν τον ίδιο,
αλλάζοντας του τη μορφή, να μοιάζη
καραβοκύρης, κι έτσι αγνώριστος
να βγη μπροστά· και συ πια απ' τα πλαστά του
τα λόγια, που θ' ακούς να λέη, θα παίρνης
ό,τι κάθε απ' αυτά θα σου ταιριάζη.
Φεύγω λοιπόν για το καράβι κι όλη
πια τη δουλειά σε σεν' απάνω αφήνω·
και ειθ' ο Ερμής ο κατευοδωτής μας
Θεός του δόλου να μας παραστέκη
κι η Νικ' η Αθηνά, η προστάτισσά μου.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Dian Books.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Της Λήμνου το ακρόγιαλο της θαλασσοζωσμένης
είναι αυτό, πανέρημο, απάτητο απ' ανθρώπους.
Κάποτε, Νεοπτόλεμε, καμάρι του Αχιλλέα,
του πιο λαμπρού απ' τους Έλληνες, άφησα από χρόνια
εδώ το γιο του Ποίαντα, το θρέμμα της Μηλίδας.
Των αρχηγών διαταγή είχα για να το κάνω,
γιατί σαπίλα τού 'τρωγε κι αρρώστια το ποδάρι,
κι ήταν αδύνατο για μας ν' αγγίξουμε θυσίες
ή νά 'χουμε ήσυχες σπονδές, καθώς με τις βλαστήμιες
τις άγριες, με στεναγμούς και βόγκους ενοχλούσε
συνέχεια το στράτευμα. Τι να τα λέμε όμως;
Καιρός για λόγια περιττά δεν είναι τέτοια ώρα,
μην καταλάβει που έφτασα, και πάνε πια χαμένα
τα σχέδια κι η απαντοχή στο χέρι να τον βάλω.
Τώρα δικιά σου η δουλειά στ' άλλα να βοηθήσεις:
Κοίτα πού είναι κάπου εδώ σπηλιά με δυο πορτάρια,
τέτοια που καταχείμωνα μπορεί να μπαίνει ήλιος
κι από τα δυο τ' ανοίγματα, το καλοκαίρι πάλι
τ΄ αγέρι από τις διπλές τις τρύπες φέρνει ύπνο.
Λίγο πιο μέσα, αριστερά, ίσως να δεις ανάβρα
που βγάζει γάργαρο νερό, αν βρίσκεται ακόμα.
Ζύγωσε σιγανά εκεί και γνέψε μου αν είναι
αυτά στο μέρος που σου λέω ή και σε άλλη θέση,
κι ύστερα θα σε οδηγώ κι εσύ θ' ακούς τι λέω,
έτσι που η υπόθεση η κοινή μας να πετύχει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν είναι μακριά αυτό που είπες, Οδυσσέα·
θαρρώ πως βλέπω τη σπηλιά όπως την περιγράφεις.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ψηλότερα ή χαμηλά; Γιατί δε διακρίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λίγο πιο πάνω· πάτημα καθόλου δεν ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κοίταξε μήπως έπεσε πιο μέσα και κοιμάται.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τη βλέπω άδεια τη σπηλιά· κανείς δεν είναι μέσα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Νοικοκυριό ή τρόφιμα βλέπεις εκεί καθόλου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μονάχα μια φυλλοστρωσιά, σαν κάποιος να πλαγιάζει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Έρημα τ' άλλα; Τίποτα από τη στέγη κάτω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μια κούπα από μονόξυλο, δουλειά από τεχνίτη
αδέξιο· δίπλα σ' αυτό και κάτι πυροδότες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δικά του τα νοικοκυριά αυτά που περιγράφεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πωπώ! Κουρέλια βρόμικα βλέπω εδώ απλωμένα,
γεμάτα μυρουδιά βαριά από κακιά αρρώστια…

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Φως φανερό, ο άνθρωπος σ' αυτό το μέρος μένει
και κάπου βρίσκεται κοντά· πώς άνθρωπος σακάτης
θά 'σερνε το ποδάρι του μακριά το πληγιασμένο;
Μπορεί να βγήκε για τροφή ή ίσως και βοτάνι
πραϋντικό στον πόνο του, αν κάπου ξέρει κάτι.
Στείλε ετούτον το σκοπό να ψάξει εδώ γύρω,
μην τύχει και απρόσμενα μου επιτεθεί· θα ήμουν
για κείνον προτιμότερος απ' όλους τους Αργείους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έφυγε, και θα φυλαχτεί το μονοπάτι αμέσως·
λέγε μου τώρα αν ζητάς και κάτι παραπάνω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γενναίος πρέπει να φανείς, του Αχιλλέα τέκνο,
γι' αυτά που ήρθες· του κορμιού η δύναμη δε φτάνει·
κι αν κάτι ακούς αλλιώτικο που δεν τό 'χεις ακούσει,
πρέπει να είσαι πρόθυμος, δικός μου παραστάτης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και τι προστάζεις;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Την ψυχή του Φιλοκτήτη πρέπει
να ξεγελάσεις με γλυκά λόγια που θ' αραδιάζεις.
Ποιος είσαι όταν σε ρωτάει και πούθε έχεις έρθει,
να λες «του Αχιλλέα γιος»· αυτό να μην το κρύψεις·
πως τάχα για το σπίτι σου γυρνάς απαρατώντας
το ναυτικό των Αχαιών, βαρύ θυμό κρατώντας,
γιατί σε ξεσηκώσανε με θερμοπαρακάλια
να φύγεις απ' το σπίτι σου, αφού μ' εσένα μόνο
θα έπαιρναν το Ίλιο· σου αρνήθηκαν όμως
τα όπλα του πατέρα σου, που δίκια τα ζητούσες,
και τά 'δωσαν στον πονηρό τον Οδυσσέα· λέγε
και τις χειρότερες βρισιές για μας, αν το θελήσεις.
Αυτά δε με πειράζουνε διόλου· μα, αν δεν κάνεις
αυτά που λέω, λύπη βαριά στους Αχαιούς θα ρίξεις.
Γιατί, άμα δεν πάρουμε τα τόξα του, το κάστρο
του Δάρδανου αδύνατον εσύ να κυριεύσεις.
Κι άκου γιατί μόνο σ' εσέ –και διόλου πια σ' εμένα–
θα δώσει πίστη σίγουρα χωρίς καχυποψία:
Στον πόλεμο δε σ' έφερε ο όρκος ή η ανάγκη
ούτε και πήρες αρχικά μέρος στην εκστρατεία,
πράγματα που να τ' αρνηθώ εγώ δε θα μπορούσα·
έτσι και με αντιληφθεί, καθώς κρατάει τα τόξα,
χάθηκα εγώ, όμως κι εσύ μαζί μου πας χαμένος.
Αυτό ακριβώς χρειάζεται μαζί να σοφιστούμε:
Πώς θα του κλέψεις σίγουρα τ' ανίκητά του όπλα.
Δεν είναι μες στη φύση σου, γιε μου, καταλαβαίνω,
με τέτοιο δόλο να μιλάς και πονηριές να στήνεις.
Αλλ' όμως είναι και γλυκό τη νίκη να κερδίζεις,
γι' αυτό και τόλμα· δίκαιοι άλλοτε θα φανούμε.
Για λίγη ώρα μοναχά της μέρας δείξου τώρα
αδίστακτος, και ύστερα σ' όλη πια τη ζωή σου
να λέγεσαι πιο ευσεβής απ' όλους τους ανθρώπους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ τα λόγια που ακούω με αποστροφή και θλίψη,
γιε του Λαέρτη, πράξη μου αρνούμαι να τα κάνω.
Από τη φύση πλάστηκα το δόλο να μη θέλω
τόσο εγώ, όσο, όπως λεν, κι αυτός που μ' έχει σπείρει.
Ωστόσο είμαι πρόθυμος τον άνδρα να τον φέρω
με βία κι όχι δολερά· γιατί μ' ένα ποδάρι
δεν το μπορεί τόσους εμάς στη βία να νικήσει.
Κι αφού για συνεργάτη σου με στείλανε, διστάζω
προδότης να ονομαστώ· για μένα, βασιλιά μου,
κάλλιο να χάσω τίμια παρά άτιμη νίκη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γιε του πατέρα του λαμπρού, κι εγώ κάποτε νέος
λίγα είχα τα λόγια μ ου και δούλευε το χέρι·
μα τώρα που έμαθα πολλά βλέπω πως στους ανθρώπους
η γλώσσα πάει πάντα μπροστά κι ακολουθούν τα έργα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εκτός από τα ψέματα τι άλλο μου προτείνεις;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το Φιλοκτήτη ξαναλέω να πιάσεις με το δόλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί με δόλο; Δεν μπορώ με λόγια να τον πείσω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν πείθεται· και δεν μπορείς με βία να τον πιάσεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τόσο τρανή πεποίθηση έχει στη δύναμή του;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σαΐτες έχει αλάθευτες και θάνατο σκορπίζουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και δεν είναι αποκοτιά να μετρηθείς μαζί του;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν είναι, αν, όπως σου λέω, τον πιάσεις με το λόγο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα δεν το θεωρείς ντροπή να λέει κανείς το ψέμα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καθόλου, αν τα ψέματα φέρνουν τη σωτηρία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Με ποια μάτια θα τόλμαγε κανείς να λέει τέτοια;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα δε χωράει δισταγμός, αν φέρνει η πράξη κέρδος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και ποιο θά 'ναι το κέρδος μου, αν έρθει αυτός στην Τροία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τα τόξα του αυτά θα πάρουνε την Τροία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν είμαι, όπως λέγατε, εγώ ο πορθητής της;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εσύ μπορείς μόνο μ' αυτά, κι αυτά μόνο μ' εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ανάγκη να τα πάρουμε λοιπόν, αν έτσι είναι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Διπλό θά 'ναι το κέρδος σου, αν ενεργήσεις έτσι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιο κέρδος; Δε θα αρνηθώ την πράξη, αν το μάθω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γενναίο και σοφό μαζί θα σ' ονομάζουν όλοι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ωραία· θα συμμορφωθώ και την ντροπή θ' αφήσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Έβαλες με στο νου καλά αυτές τις συμβουλές μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μην έχεις έγνοια· δέχτηκα, σου έδωσα το λόγο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μείνε λοιπόν εσύ εδώ, για να τον περιμένεις,
κι εγώ θα φύγω, μη με δει εκείνος από κάπου,
και το σκοπό στο πλοίο μας θα τον εξαποστείλω.
Κι αν δω η ώρα πως περνάει κι εσείς καθυστερείτε,
τον ίδιο αυτόν άνθρωπο θα σας τον ξαναστείλω
εδώ με άλλη πια μορφή: Ρούχα καραβοκύρη
θα του φορέσω, να φανεί αγνώριστος τελείως.
Κι εσύ, παιδί μου, αν τον δεις με πονηριά και δόλο
να φέρεται, να δέχεσαι αυτά που σε συμφέρουν.
Σ' εσένα εμπιστεύομαι κι εγώ πάω στο πλοίο.
Και οδηγός μας ο Ερμής, ο δόλιος συνοδός μας,
κι η Νίκη και η Αθηνά, η παραστάτιδά μου.