Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (απόσπασμα)

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ξέρετε τάχα, πως τα μοιρολόγια
και τους θρήνους δε θα' παυε κανένας
πριν του θανάτου, αν ήταν να ωφελούσαν;
Δε θα την πάρετε απ' εδώ κι αμέσως;
αμέτε την και κλείνοντάς την μέσα
σε θολωτό, καθώς πρόσταξα, τάφο,
αφήστε την εκεί μονάχη κι έρμη
κι είτε θέλει ας πεθάνη, είτε κι ας ζήση
μέσα σε τέτοια στέγη ταφιασμένη·
γιατί το κρίμα εμείς γι' αυτή την κόρη
δε θα' χωμε, μ' ας βγάλη από το νου της
πως στον απάνω κόσμο πια θα ζήση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω τάφε μου, ω νυφιάτικό μου, ω αιώνια,
βαθιά στη γη σκαμμένη κατοικιά μου,
για σένα τώρα ξεκινώ να πάω
προς τους δικούς μου, που ένα τόσο πλήθος
έχει δεχτή απ' αυτούς η Περσεφόνη·
στερνή τους τώρα εγώ και πολύ πιο άθλια
πριν να 'ρθη ακόμα η ώρα μου πηγαίνω·
μα όταν θα φτάσω βέβαιη θρέφω ελπίδα
να με δεχτή ο πατέρας μου με αγάπη,
με αγάπη και συ, μάννα μου, με αγάπη,
και συ, αδερφέ μου πολυλατρεμένε·
γιατί νεκρούς μ' αυτά μου εγώ τα χέρια
σας έλουσα, σας στόλισα και μ' όλα
τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα·
και τώρα, για να θάψω, Πολυνείκη,
το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω·
κι όμως δίκαια σε τίμησα, όπως κρίνουν
όσοι έχουν γνώση, γιατί εγώ ποτέ μου
μήτε παιδιών αν ήμουνα μητέρα,
μητ' αν νεκρός ο άντρας μου εσεπόνταν,
δε θα 'παιρνα πάνω μου τέτοιο αγώνα
ενάντια στην απόφαση της χώρας.
Και χάρη σε ποιο νόμο αυτό που λέω;
Ο άντρας αν μου πεθάνη, θα μπορούσα
κι άλλον να πάρω, και παιδί να κάμω
απ' άλλον άντρα, αν θα 'χανα το πρώτο·
μα μια που μόχουν μάννα και πατέρας
στον Άδη κατεβή, δεν είναι τρόπος
ποτέ να γεννηθή αδερφός για μένα·
κι ενώ μ' αυτό το νόμο πάνω απ' όλους
σ' έβαλα εγώ, μυριάκριβε αδερφέ μου,
έγκλημα ο Κρέοντας έκρινε και τόλμη
ανήκουστη την πράξη αυτή, και τώρα
με παίρνει έτσι απ' τα χέρια και με σέρνει
πριν τις χαρές του υμέναιου να γνωρίσω,
πρι δω άντρα πλάι μου, πριν παιδιά αναστήσω,
μα έτσι παρατημένη από τους φίλους,
ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα
στων πεθαμένων τα λημέρια, ενώ
ποιο νόμο των θεών έχω πατήση;
και γιατί πρέπει πια η δυστυχισμένη
να ελπίζω στους θεούς; ποιο σύμμαχό μου
να κράξω, όταν με την ευσέβειά μου
της ασεβείας την καταδίκη βρήκα;
μ' αν περνούν στους θεούς αυτά για δίκια,
πεθαίνοντας θα ομολογούσα τότε
πως ένοχη πεθαίνω, αν όμως οι άλλοι
έχουν την αμαρτία, ειθ' ας μην πάθουν
πιο πολλ' απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν.

ΧΟΡΟΣ
Πάντ' ακόμα το ίδιο φύσημα του ανέμου
την κρατά και δεν το λέει να την αφήση.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα γι' αυτό θα κλάψουν που έτσι αργούνε
τούτοι εδώ, που έχω προστάξη να την πάνε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αχ αλλίμονό μου, αυτός ο λόγος
την ολόστερνη την ώρα μου σημαίνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε σου συνιστώ πολύ να ελπίζης
πως αυτό που λες δε θ' αληθέψη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω της Θήβας πατρική μου πόλη,
ω πανάρχαιοι θεοί της γενεάς μας,
πάει τέλειωσε, με παίρνουν
βλέπετε, άρχοντες της Θήβας,
τη στερνή βασιλοπούλα σας,
τι παθαίνω κι από ποιους,
γιατί φύλαξα το σέβας στους θεούς.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (απόσπασμα)

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αν ήτανε να ωφελούν θρήνοι και μοιρολόγια
μπροστά στο θάνατο, κανείς δε θα τα σταματούσε.
Πάρτε την το ταχύτερο· κι όπως η προσταγή μου,
κλείστε την στον υπόγειο το θολωτό τον τάφο·
μόνη να την αφήσετε· κι αν θέλει, ας πεθάνει,
αν θέλει πάλι ζωντανή σε τέτοια στέγη ας μένει.
Έτσι το αποφεύγουμε το μίασμα από τούτην·
μόνο που δε θα κατοικεί πια στον απάνω κόσμο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω τάφε μου, νυφιάτικο υπόγειό μου σπίτι,
παντοτινή μου φυλακή, όπου προς τους νεκρούς μου
πορεύομαι αλύπητη, που μέγα πλήθος πήρε
η Περσεφόνη απ' αυτούς και χάθηκαν για πάντα!
Και τελευταία πια εγώ, χειρότερα απ' όλους,
θα κατεβώ, πριν να με βρει η μοίρα του θανάτου.
Μα όταν πάω, με κρατεί η ελπίδα πως θα φθάσω
αγαπητή για το γονιό, αγαπημένη κιόλας,
μάνα, από σε, και φίλη σου, καλέ μου αδελφέ μου.
Γιατί, όταν πεθάνατε, με το δικό μου χέρι
σας έλουσα, σας στόλισα, τα νεκρικά τα δώρα
σας πρόσφερα, όπως ταίριαζε· και τώρα, Πολυνείκη,
εσένα νεκροστόλισα και το πληρώνω έτσι.
Κι όμως εγώ σε τίμησα κατά τους μυαλωμένους.
Γιατί ποτέ, για τέκνα μου που μάνα τους θα ήμουν,
είτε κι αν έλιωνε νεκρός ο άνδρας μου, το βάρος
αυτό δε θα το σήκωνα ενάντια στους πολίτες.
Πάνω σε ποια αρχή ορθή στηρίζονται όσα λέω;
Αν πέθαινε ο άνδρας μου, θά 'παιρνα κάποιον άλλον,
κι αν το παιδί μου έχανα, άλλο θα αποχτούσα·
μ' αφού ο γονιός κι η μάνα μου χάθηκαν μες στον Άδη,
δε θα μπορούσε αδελφός άλλος πια να βλαστήσει.
Μ' αυτό το νόμο έβαλα εσένα πάνω απ' όλους,
μα ο Κρέοντας την έκρινε έγκλημα τέτοια πράξη
και λέει την τόλμη μου φριχτή, μυριάκριβε αδελφέ μου.
Τώρα απ' τα χέρια μ' έπιασε και με τραβάει τη δόλια
απάντρευτη, ανύμφευτη, χωρίς χαρά του γάμου
νά 'χω γευτεί κι ούτε παιδιά να έχω αναστήσει·
μα έτσι έρμη, η δύσμοιρη, άφιλη κατεβαίνω
και ζωντανή για των νεκρών τη μαύρη κατοικία.
Όμως ποιον νόμο των θεών έχω παραβιάσει;
Γιατί πρέπει η βαριόμοιρη πια στους θεούς να ελπίζω;
Ποιον να καλέσω σύμμαχο, αφού με την ευσέβεια
την καταδίκη δέχτηκα η μαύρη για ασέβεια;
Μα αν ετούτα οι θεοί τα θεωρούνε δίκια,
παθαίνοντας θα μάθουμε τι κρίμα μας βαραίνει·
κι αν τούτοι εδώ κριμάτισαν, πιότερα ας μην πάθουν
απ' όσα κάνουνε σ' εμέ με τόση αδικία.

ΧΟΡΟΣ
Των ίδιων ανέμων οι ίδιες ριπές
κρατούν την ψυχή της και δεν την αφήνουν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γι' αυτό και αυτοί που την παν από δω
θα κλάψουν πικρά που αργούν και δε φεύγουν.

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, δείχνει ο λόγος του πια
πως έφτασε ο θάνατος, είναι κοντά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ελπίδες δε δίνω για παρηγοριά·
ο θάνατος τέλος, σφραγίστηκε πια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω πόλη μου Θήβα, πατέρων μου χώρα,
θεοί των προγόνων,
με σέρνουν, τελείωσε πια.
Κοιτάτε, της Θήβας μου αρχοντολόι
τη μόνη που έμεινε βασιλοκόρη,
τι πάθη με δέρνουν και ποιοι με παιδεύουν,
γιατί σεβασμό στην ευσέβεια δείχνω.