Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντες, οι θεοί, αφού με πολύ σάλο
τη χώρα μας ταράξανε, ορθή πάλι
την έστησαν στην πρώτη ασφάλειά της,
Μα τώρα εσάς εγώ, χώριστ' απ' όλους
έστειλα να καλέσουν, γιατί ξέρω
πρώτα πώς πάντα στου Λαΐου τους θρόνους
και την αρχή μεγάλο είχατε σέβας,
έπειτα πάλι κι όταν κυβερνούσε
ο Οιδίποδας τη χώρα κι αφού εκείνος
εχάθηκε, την ίδια στα παιδιά τους
κι ασάλευτη φυλάξατε την πίστη.
Τώρα λοιπόν που εκείνοι σε μια μέρα
με της διπλής των μοίρας τη βουλή
χαθήκαν, χτυπημένοι και χτυπώντας
με το ανόσιό τους χέρι ο ένας τον άλλο,
εγώ όλη την αρχή του και τους θρόνους
σαν πιο στενός των συγγενής κρατώ.
Αδύνατο όμως είναι να γνωρίσης
την ψυχή, τις ιδέες και τη γνώμη
ενός ανθρώπου, πρι δοκιμαστή
στην εξουσία επάνω και στους νόμους.
Γιατί, για μένα, ένας που ενώ διευθύνει
ολόκληρη τη χώρα, δεν είν' άξιος
την πιο σοφήν απόφαση να παίρνη,
μα κλεισμένη κρατεί απ' όποιο φόβο
τη γλώσσα του, και τώρα κι από πάντα
μου φαίνεται ο πιο αχρείαστος πως είναι·
κι όποιος απ' την πατρίδα του πιο πάνω
βάζει ένα φίλο, αυτόν εγώ τον έχω
για τίποτα, γιατί ―και μαρτυράς μου
ας είναι ο Δίας που όλα τα βλέπει πάντα―
ποτέ εγώ δε θα σώπαινα, όταν βλέπω
να' ρχεται μια καταστροφή στην πόλη
αντί της σωτηρίας· κι ούτε ποτέ μου
θα' κανα φίλο έναν εχθρό της χώρας.
Γιατί το ξέρω πως αυτή 'ναι η μόνη
η σωτηρία, και μόνο όσο το πλοίο,
που μέσα ταξιδεύομε, ορθό στέκει,
τότε είναι που τους κάνομε τους φίλους.
Με τέτοιους εγώ νόμους τη στηρίζω
τη δύναμη του κράτους, και να τώρα
τι, σύμφωνα μ' αυτά, έχω προκηρύξη
για τα παιδιά του Οιδίποδα στην πόλη:
Ο Ετεοκλής, πού έπεσε πολεμώντας
γι' αυτή μας την πατρίδα, όσο κανένας
πιο ηρωικώτερ' απ' αυτόν στη μάχη,
σε μνήμα να ταφή μ' όσες ταιριάζουν
τιμές στον πιο ένδοξο νεκρό εκεί κάτω.
Μα όσο για τον ομοαίματό του ―λέγω
τον Πολυνείκη― που την πατρική του
τη γη και τους εγχώριους τους θεούς του
είχε θελήση, εξόριστος, γυρνώντας,
να κάψη απ' άκρη σ' άκρη, είχε θελήση
αδερφικό αίμα να γευτή και σκλάβους
τους δικούς του να πάρη, έχει για όλους
στη χώρ' αυτή απαγορευτή, κανένας
με τάφο να μην τον τιμήση, μήτε
να τον θρηνήση, μ' άθαφτον αφήσουν,
που το κορμί του τα σκυλιά και τα όρνια,
αποτρόπαιο θέαμα, το σπαράξουν.
Έτσι σκέφτομαι εγώ κι ούτε από μένα
τουλάχιστο, ποτέ δε θενά πάρουν
οι κακοί πιότερη τιμή απ' τους δίκιους·
και μόνον όποιος το καλό της χώρας
αυτής θέλει, το ίδιο και πεθαμένος
και ζωντανός θα' χη τιμή από μένα.

ΧΟΡΟΣ
Εσέν' αρέσει, γυιέ του Μενοικέα,
έτσι να κάμης και για τον εχθρό
και για το φίλο αυτής της χώρας. Είναι
δικαίωμα σου όποιο να βάλης νόμο
και για νεκρούς και για μας όσοι ζούμε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φρουροί να 'στε λοιπόν γι' αυτά όσα είπα.

ΧΟΡΟΣ
Σ' έναν πιο νέο ανάθεσε το βάρος
του χρέους αυτού.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα έτοιμοι κιόλας είναι
αυτοί που το νεκρό θα επιτηρούνε.

ΧΟΡΟΣ
Τι άλλο λοιπόν έξω απ' αυτό μας θέλεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Να μη δειχθήτε επιεικείς αν ίσως
και παραβή κανείς την προσταγή μου.

ΧΟΡΟΣ
Ποιος τόσο είναι τρελλός που να θελήση
το θάνατό του;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτός θα 'ναι ο μιστός του
πραγματικώς· μα η ελπίδα για το κέρδος
πολλές φορές κατάστρεψεν ανθρώπους.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφέντη, δε θα πω πως απ' τη βιά μου
δίχως πνοή 'ρθα παίρνοντας τα πόδια
στον ώμο μου, γιατί κοντοστεκόμουν
πολλές φορές στο δρόμο από την έγνοια
που πίσω με κυκλόφερνε να στρέψω,
γιατ' η ψυχή μου τέτοια πολλά λόγια
μου μιλούσε και μόλεγε: Καημένε,
τι πας εκεί που θα σε βρη άμα φτάσης
ο παιδεμός; ταλαίπωρε, έτσι ακόμα
θα στέκεσαι; κι αν θα τα μάθη απ' άλλον
ο Κρέοντας, τι κακό πόχεις να πάθης;
τέτοια κλωθογυρίζοντας στο νου μου
μόλις και μετά βίας εμπρός τραβούσα
κι έτσι μακρύς γίνεται ο λίγος δρόμος·
νίκησε μ' όλα ταύτα η απόφασή μου
να σου έρθω εδώ·κι αν τίποτα δεν έχω
για να σου πω, μα όμως θενά μιλήσω,
γιατ' ήρθα αγκαλιασμένος την ελπίδα
πως άλλο δε θα πάθω απ' το γραφτό μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τί 'ναι που έτσι ταραγμένο σ' έχει;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Να σου πω θέλω πρώτα όσο για μένα·
γιατί εγώ μήτε το' καμα, μήτε είδα
ποιος ήτανε που το' καμε· ούτε θα ήταν
δίκιο να μ' εύρουν τίποτ' αμαρτίες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Παίρνεις καλά τα μέτρα σου και γύρω
με τέχνη τα χαράκια σου τα στήνεις·
σίγουρα κάτι νέο θά ηρθες να φέρης.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Γιατί σου φέρνει πάντα πολύ ζόρι
να φανέρωσης το κακό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Λοιπόν,
δε λες ό,τι έχεις και να παίρνης πόδι;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Σου λέω, να· το νεκρό έθαψε κάποιος
λίγη πριν ώρα κι έφυγε, αφού πρώτα
του πασπάλισε απάνω στεγνή σκόνη
κι αφού μ' όλα τον άγιασε που πρέπει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι λες; ποιος άντρας είχε αυτή την τόλμη;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Δεν ξέρω, γιατ' εκεί δεν ήταν ούτε
σκάμμα απ' άξίνα ούτε φτυαριά από τσάπα,
μα τραχειά πέτρα η γης χωρίς σκισμάδα
και μήτε χάραμα τροχού απ' αμάξι,
μα ίχνος όποιος να το 'καμε κανένα
δεν άφησε· κι έτσι, καθώς ο πρώτος
φύλακας της ημέρας μάς φωνάζει
κι εμείς να δούμε, θάμα αξήγητο
βρέθηκε μπρος μας: ο νεκρός καθόλου
δε φαίνονταν, όχι ενταφιασμένος
βέβαια μες στη γη, μα ψιλό χώμα
σαν από κάποιο που 'θελε απ' το μίασμα
να γλυτώση, τον σκέπαζε από πάνω·
μα ούτε αγριμιού σημάδια ούτε και σκύλου
που να 'ρθε ή που να σπάραξε φαινόταν.
Κι άρχισε τότε μεταξύ μας λόγια
να ρίχνουνται βαριά κι ο ένας τον άλλο
κατηγορούσε φύλακας και τέλος
και στα χέρια θα φτάναμε, χωρίς
να 'ταν κανείς εκεί να μας χωρίση·
γιατ' ήτανε ο καθένας μας ο φταίχτης
και για κανένα απόδειξη δεν ήταν,
μα ξεσκιζόνταν όλοι πως δεν ξέρουν
κι όλοι μας έτοιμοι ήμαστε να μπούμε
και στη φωτιά και σίδερα αναμμένα
στα χέρια να σηκώσουμε και σ' όλους
τους θεούς ορκιζόμαστε πως μήτε
το 'καμε αυτός και μήτε που γνωρίζει
ποιος σκέφτηκε ή ποιος το' καμε το πράμα.
Στο τέλος, αφού τίποτα πιο πέρα
δεν έβγαινε με τα ψαξίματά μας,
λέει ένας κάτι που μας έκαμε όλους
να σκύψωμε στη γη την κεφαλή μας
απ' το φόβο, γιατί μήτε να πούμε
μπορούσαμε όχι, μήτε κι ήταν τρόπος
να μη βγη κάνοντάς το σε κακό μας·
κι ο λόγος του ήταν, πως σε σένα αμέσως
έπρεπε ν' αναφέρωμε το πράμα
και να μην το σκεπάσωμε· όλοι εμείναν
σύμφωνοι και καταδικάζει ο κλήρος
εμένα τον ταλαίπωρο να πάρω
αυτή τη χάρη απάνω μου· και νά με,
δίχως να θέλω, δίχως να με θέλουν,
το ξέρω αυτό, γιατί ποιος ποτέ στρέγει
το μηνυτή με τα κακά μαντάτα;

ΧΟΡΟΣ
Εμένα, ω βασιλιά, μέσα στο νου μου
μια συλλογή πολύωρα τριγυρίζει,
μην ίσως κι είναι από θεού το πράμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πάψε, πριν με τα λόγια αυτά σου ανάψης
μέσα μου το θυμό, μήπως βρεθής
πως είσαι ανόητος μαζί και γέρος·
γιατί δεν είναι υποφερτό ν' ακούω
αυτά που λες, πως οι θεοί φροντίζουν
για τούτο το νεκρό· και για ποιο λόγο,
τάχα να τον τιμήσουν; για ευεργέτη
τον έθαφταν; αυτόν που ήρθε να βάλη
φωτιά στους γυροστηλωτούς ναούς των
και στ' αφιερώματά τους και τη γη τους
ν' αναποδογυρίση και τους νόμους;
ή βλέπεις να τιμούν οι θεοί κακούργους;
Όχι, δεν είν' αυτό· μα κι από πριν
κάποιοι μεσ' απ' εδώ, που μετά βίας
μ' ανέχονταν, τα κρυφομουρμούριζαν
κουνώντας μουλωχτά τήν κεφαλή τους·
κι ουτ' εννοούσαν στο ζυγό να σκύψουν
τον τράχηλο, όπως απαιτεί το δίκιο,
και να με στρέγουν· απ' αυτούς ―το ξέρω
πολύ καλά― πως παρακινημένοι
και τούτοι εδώ με πλερωμή, έχουν κάμη
ό,τι έκαμαν· γιατί μες στους ανθρώπους
εύρεμα πιο κακό δε βλάστησε άλλο
απ' το χρυσάφι· αυτό τις πολιτείες
φέρνει άνω κάτω·αυτό και ξεβγατίζει
τους άντρες απ' τα σπίτια των· αυτό
και των δικαίων τις γνώμες ξεπλανεύει
κι αλλάζοντάς τις στρέφει σ' αισχρές πράξεις
και κάθε ανόσιο έργο τούς μαθαίνει.
Μα αυτοί που πουλημένοι έβγαλαν πέρα
μια τέτοια δουλειά, πολύ δε θ' αργήσουν
να εισπράξουν το μιστό που τους αξίζει·
μα αν μου είναι σεβαστός ο Δίας ακόμα,
καλά να ξέρης και σ' το λέω μ' όρκο,
πως αν δε βρήτε εκείνον πόχει κάμη
την ταφή αυτή και δω στα μάτια εμπρός μου
δεν τον παρουσιάσετε, δε θα 'ναι
μόνο ο Άδης αρκετός για σας, πριν πρώτα
ζωντανοί στην κρεμάλα φανερώσετε
ποιος είχε αυτό το θράσος· κι έτσι τότε
άλλη φορά θα ξέρετε από πού
αξίζει να ζητά κανείς το κέρδος
και πως δεν πρέπει από παντού να θέλη
να ωφελιέται, γιατί τ' άτιμα κέρδη
χαλούνε πιο πολλούς παρά που σώζουν.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Θα 'δινες άδεια να πω κάτι, ή πρέπει
να γυρίσω να φεύγω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και δε βλέπεις
πώς μ' ενοχλεί και τώρα να σ' ακούω;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Η ενόχληση στ' αυτιά είναι ή στην ψυχή σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι θες να ξέρης πού είναι η ενόχληση μου;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Ο φταίχτης σε πληγώνει στην καρδιά σου,
τ' αυτιά σου εγώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πόσο μα την αλήθεια
σ' έπλασε φλύαρο ο Θεός.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή όμως
δεν έκαμα τουλάχιστο την πράξη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάλιστα και πουλώντας την ψυχή σου,
για χρήματα.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Ωιμέ, τι κακό που 'ναι
να πιστεύη κανείς πως βλέπει πράμα
που είν' όμως ψέμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτό έλειψε να κάνης
και τον έξυπνο τώρα· μ' αν τους φταίχτες
δε μου παρουσιάσετε, θα δήτε
τι συφορές τα αισχρά τα κέρδη φέρνουν.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Μακάρι να βρεθούν, αυτό προ πάντων
θέλω κι εγώ· μ' αν θα πιαστούνε ή όχι
γιατ' αυτό η τύχη θα το κρίνη ― εμένα
βγάλ' το απ' το νου σου πως ποτέ εδώ πέρα
θα ξαναδής· γιατί μεγάλη χάρη
στους θεούς χρωστώ που γλύτωσα και τώρα
χωρίς να ελπίζω και να το πιστεύω.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άνδρες, την πόλη οι θεοί, αφού τη συγκλονίσαν
με φοβερή αναταραχή, την όρθωσαν και πάλι.
Κι εσάς σας κάλεσα εδώ ξεχωριστά από όλους
με κήρυκες που έστειλα, γιατί και του Λαΐου
το θρόνο ότι σέβεστε πάντοτε το γνωρίζω,
κι όταν την πόλη ανάστησε ο Οιδίποδας και πάλι
όταν εκείνος χάθηκε, για τα παιδιά του πίστη
φυλάξατε ασάλευτη και τότε, όπως πρώτα.
Αφότου με θανατικό διπλό κι αυτοί χαθήκαν
μες σε μια μέρα και οι δυο, θύματα και φονιάδες,
εγώ κρατάω τη δύναμη όλη αυτού του θρόνου,
εφόσον είμαι συγγενής των δυο αφανισμένων.
Βέβαια είναι αδύνατο να μάθεις κάθε ανθρώπου
φρόνημα, γνώμη και ψυχή, προτού στην εξουσία
εκείνος να δοκιμαστεί και να θεσπίσει νόμους.
Για μένα όποιος κυβερνάει ολόκληρη την πόλη,
χωρίς να παίρνει πάντοτε άριστες αποφάσεις,
αλλά κρατάει τη γλώσσα του κλεισμένη από φόβο,
ήτανε πάντα άθλιος, και άλλοτε και τώρα.
Κι εκείνον που το φίλο του πιο πάνω απ' την πατρίδα
έχει, για ένα τίποτα εγώ τον λογαριάζω.
Εγώ –ο Δίας μάρτυρας, που όλα τα βλέπει πάντα–
ποτέ μου δε θα σώπαινα βλέποντας την κατάρα
να έρχεται στην πόλη μας αντίς τη σωτηρία
ούτε της χώρας τον εχθρό θα έπαιρνα για φίλο·
ξέρω καλά πως είναι αυτή η μόνη σωτηρία
και μόνο όταν πλέουμε πάνω σε όρθια πόλη
μπορούμε ν' αποκτήσουμε άνετα και τους φίλους.
Με τέτοιους νόμους πρόκειται την πόλη να στηρίξω.
Και τώρα, σύμφωνα μ' αυτά, έχω διακηρύξει
για τα παιδιά του Οιδίποδα σ' όλη την πόλη ετούτα:
Ο Ετεοκλής, που έπεσε γι' αυτήν εδώ την πόλη
και την υπερασπίστηκε σαν ήρωας στη μάχη,
τάφο να βρει και να δεχτεί τις προσφορές τις άγιες,
που αρμόζουνε στους άριστους νεκρούς του Κάτω Κόσμου.
Τον αδελφό όμως αυτού, τον Πολυνείκη λέω,
που θέλησε την πατρική τη γη και τους θεούς μας
να κάψει, όταν γύρισε από την εξορία,
να πυρπολήσει με φωτιά, και θέλησε και αίμα
αδελφικό του να γευτεί και στη σκλαβιά να σύρει
τη χώρα του, γι' αυτόν αυτή η προσταγή μου βγήκε:
Όχι νεκροστολίσματα, κανείς να μην τον κλάψει·
να τον αφήσουν άθαφτο, να δούνε το κορμί του
βορά σε όρνια και σκυλιά και καταρημαγμένο.
Έτσι στοχάζομαι εγώ· κι ουδέποτε από μένα
θα έχουν μεγαλύτερη τιμή οι κακοί απ' τους δίκιους.
Μονάχα όποιος αγαπάει την πόλη αυτή, το ίδιο
είτε νεκρός ή ζωντανός θα τιμηθεί από εμένα.

ΧΟΡΟΣ
Δικιά σου η απόφαση, τέκνο του Μενοικέα,
και για της πόλης τον εχθρό και για το φίλο είναι.
Δικαίωμά σου βέβαια να βγάζεις όποιον νόμο
και για νεκρούς μα και γι' αυτούς που τώρα ζούμε ακόμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Για να φυλάξετε αυτά που έχω ανακοινώσει…

ΧΟΡΟΣ
Βάλε κάποιον νεότερο το βάρος να σηκώσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα οι φρουροί για τον νεκρό έτοιμοι είναι κιόλας.

ΧΟΡΟΣ
Τότε ποια άλλη εντολή θέλεις σ' εμάς να δώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Να μην το επιτρέψετε σ' όσους δεν πειθαρχήσουν.

ΧΟΡΟΣ
Τόσο τρελός δε βρίσκεται να θέλει να πεθάνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτή θα είναι η πληρωμή· ελπίζοντας στο κέρδος
άνθρωποι καταστράφηκαν πολλές φορές ώς τώρα.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Δε λέω κι απ' την τρεχάλα μου πως ήρθα, βασιλιά μου,
λαχανιασμένος βάζοντας φτερούγες στα ποδάρια·
γιατί κοντοστεκόμουνα πολλές φορές μπλεγμένος,
στο δρόμο στριφογύριζα για να γυρίσω πίσω.
Και δα η ψυχή μου μίλαγε και μου 'λεγε η έρμη:
«Δόλιε, πού πας όπου, αν πας, εσέ θα τιμωρήσουν;
Ταλαίπωρε, σταμάτησες; Κι άμα τα μάθει ο Κρέων
από κανέναν άλλονε, εσύ δε θα πληρώσεις;».
Τέτοια κλωθογυρίζοντας άργησα για να φτάσω·
κι έτσι ένας δρόμος σύντομος είναι που παίρνει μάκρος.
Στο τέλος όμως νίκησε η γνώμη να σου έρθω·
κι αν θα σου πω το τίποτα, θα σου το πω ωστόσο.
Ήρθα εδώ αδράχνοντας τη μόνη μου ελπίδα,
πως δε θα πάθω τίποτα εξόν απ' το γραμμένο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει και μας έρχεσαι με τέτοια ανησυχία;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Μα πρώτα θέλω να σου πω για μένα: Πως το πράγμα
ούτε εγώ το έκανα ούτε το δράστη ξέρω
κι ούτε να το πληρώσω εγώ θα ήτανε πια δίκιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Παίρνεις τα μέτρα σου καλά και τα στρεφογυρίζεις·
δείχνεις πως κάτι το κακό πρόκειται ν' αναγγείλεις.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Μα το κακό είναι ακριβώς που φέρνει και το φόβο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε μας το λες λοιπόν αυτό, κι ύστερα παίρνεις πόδι;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Νά που στο λέω: Το νεκρό κάποιος πριν από λίγο
τον έθαψε και το 'σκασε· κι έριξε στο κορμί του
χώμα ξερό και τού 'καμε τους αγιασμούς που πρέπει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι είπες; Άνδρας τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Δεν ξέρω· γιατί πέρα εκεί ούτε αξίνας σκάμμα
ούτε και τσάπας χώματα υπήρξαν· ξεραΐδια
και χέρσα γης, αχάραχτη από τροχούς κι αμάξια·
αυτός που το διέπραξε δεν άφησε αχνάρια.
Κι όπως ο πρώτος φύλακας της μέρας μας το δείχνει,
σε όλους θάμα αξήγητο μας φάνηκε πως ήταν:
Αυτός μεν αφανίστηκε – όχι μέσα σε τάφο·
σκόνη είχε απάνω του λεπτή, μόνο για ξόρκι.
Χνάρι αγριμιού είτε σκυλιού, που ήρθε εκεί πέρα
και τον εκατασπάραξε, κανένα δε φαινόταν.
Λόγια βαριά ξεσπάσανε τότε ανάμεσά μας
κι έβριζε ο ένας φύλακας τον άλλο, και στο τέλος
θά 'πεφτε ξύλο, και κανείς για να μας εμποδίσει.
Φταίχτης για τον καθένα μας ο πασαένας ήταν,
μα ούτε ένας φανερός· κρύβονταν πως δεν ξέρουν.
Κι έτοιμοι σίδερα καυτά να πιάσουμε στα χέρια
και στη φωτιά να πέσουμε, να πάρουμε και όρκο
πως μήτε εμείς το κάναμε μήτε και ξέρουμε άλλον
που το σκαρφίστηκε αυτό και τό 'χε κιόλας πράξει.
Στο τέλος, όταν τίποτα στο ψάξιμο δε βγήκε,
μας λέει κάποιος, που όλους μας την κεφαλή μας κάνει
να σκύψουμε απ' το φόβο μας· αφού ούτε χωρούσε
αντίρρηση να φέρουμε ούτε κι υπήρχε τρόπος
αλλιώς να το βολέψουμε· είπε να σου την πούμε
εσένα πια την πράξη αυτή κι ούτε να σου κρυφτούμε.
Και νίκησε η γνώμη του· κι εμένα τον καημένο
μού 'λαχε ο κλήρος τη χαρά αυτή να απολαύσω…
Και νά με άθελα εδώ που δε με θέλουν, ξέρω·
κανείς δεν καλοδέχεται κακό μαντατοφόρο.

ΧΟΡΟΣ
Εγώ από ώρα σκέφτομαι μήπως η πράξη είναι
σταλμένη πια απ' τους θεούς, δεν ξέρω, βασιλιά μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σταμάτα, πριν απ' την οργή με κάνεις να φουντώσω,
μήπως βρεθείς και άμυαλος έτσι που είσαι γέρος.
Είναι πια απαράδεκτα αυτά που λες, πως τάχα
έχουνε έγνοια οι θεοί για τον νεκρόν ετούτον.
Γιατί να τον τιμήσουνε; Σαν ευεργέτη μήπως
σε τάφο θα τον θάβανε, που ήρθε για να κάψει
τους ομορφόστυλους ναούς και για να καταστρέψει
τη γη, τα αναθήματα, ακόμα και τους νόμους;
Είδες ποτέ σου τους θεούς κακούργους να τιμούνε;
Δε γίνεται· μα όλα αυτά από καιρό πολίτες
που δε με παραδέχονταν τα κρυφομουρμουρίζαν
σε βάρος μου και κούναγαν την κεφαλή· στο σβέρκο
ζυγό μου δεν ανέχονταν ώστε να με υπακούνε.
Ξέρω καλά ότι αυτοί ξελόγιασαν ετούτους,
τους ακριβοπληρώσανε να κάνουν τέτοια πράξη.
Γιατί δε φύτρωσε ποτέ στον κόσμο, σαν το χρήμα,
τόσο κακή εφεύρεση· αυτό γκρεμίζει πόλεις,
αυτό κι από τα σπίτια τους ανθρώπους ξεσπιτώνει,
αυτό το φρόνιμο μυαλό το ξεπλανεύει πάντα,
το παρασέρνει στο κακό και στης ντροπής τη στράτα,
και καθετί το πονηρό μαθαίνει στους ανθρώπους,
διδάσκει την ασέβεια σ' όλες της τις εκφράσεις.
Μα όσοι τα κατάφεραν στο χρήμα πουλημένοι
με τον καιρό κάποια στιγμή άσχημα το πληρώνουν.
Και αν ο Δίας σεβασμό έχει από μένα ακόμα,
κατάλαβε καλά αυτό, με όρκο σου το λέω:
Εάν το δράστη της ταφής δεν πάτε να μου βρείτε
και να τον φέρετε μπροστά στα μάτια τα δικά μου,
για σας ο Χάρος αρκετός δε θά 'ναι, πριν δηλώστε
και κρεμασμένοι ζωντανοί την άτιμή σας πράξη,
για να το μάθετε από πού θα βγάζετε το κέρδος,
κι έτσι πια να αρπάζετε, και για να διδαχθήτε
ότι δεν πρέπει απ' όλα πια κέρδος να κυνηγάτε.
Από τα κέρδη της ντροπής τους πιο πολλούς τους βλέπεις
να φτάνουν στην καταστροφή κι όχι στη σωτηρία.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Θ' αφήσεις κάτι να σου πω ή να γυρίσω πίσω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πως μ' ενοχλείς και που μιλάς δεν το καταλαβαίνεις;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Τ' αυτιά σου σου δαγκώνουνε ή μήπως την ψυχή σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και μου ζητάς λογαριασμό πού νιώθω εγώ τη λύπη;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Ο δράστης σ' ενοχλεί στο νου, εγώ μόνο στ' αυτιά σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θεέ μου, πόσο φαίνεσαι φλύαρος από γέννα!

ΦΥΛΑΚΑΣ
Παρ' όλα αυτά δεν έκανα εγώ αυτό το πράγμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και μάλιστα για τα λεφτά πούλησες την ψυχή σου.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αλίμονο!
Τι φοβερό πια ο κριτής άδικη κρίση νά 'χει!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κάνε και λογοπαίγνια· αν όμως δε μου φέρτε
τους δράστες της ταφής αυτής, όλοι θα ομολογήστε
ότι τα κέρδη της ντροπής φέρνουν τη δυστυχία.

ΦΥΛΑΚΑΣ
Πολύ μακάρι να βρεθεί· είτε τον πιάσουν όμως
είτε και όχι –αυτό πια η τύχη θα το κρίνει–
εσύ δε θα με ξαναδείς να φτάνω εδώ πέρα.
Γιατί και τώρα ανέλπιστα, χωρίς να το πιστεύω,
που σώθηκα, πια στους θεούς χρωστώ μεγάλη χάρη.