Μτφρ. Ε. Παπανούτσος. [1939] χ.χ. Πλάτων. Φαίδων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Βεβαίως υπάρχουν άλλα πολλά και μεγάλα και κάθε λογής ρεύματα· μεταξύ όμως τούτων των πολλών διακρίνονται τέσσαρα ρεύματα· εκ τούτων εκείνο το οποίον είναι το μεγαλύτερον όλων και του οποίου η ροή διαγράφει τον πλέον εξωτερικόν κύκλον, είναι ο καλούμενος Ωκεανός. Απέναντι αυτού και με αντίθετον διεύθυνσιν ροής είναι ο Αχέρων, ο οποίος και άλλους ερήμους τόπους διασχίζει και ρέων υπό την γην φθάνει εις την λίμνην Αχερουσιάδα, όπου έρχονται αι ψυχαί του μεγάλου πλήθους των αποθαμένων και αφού παραμείνουν επί τόσον χρόνον, όσος έχει ορισθή εις αυτάς από την Μοίραν, άλλαι περισσότερον και άλλαι ολιγώτερον, στέλλονται οπίσω πάλιν εις την ζωήν υπό την μορφήν ζώων. Ένας τρίτος ποταμός πηγάζει εις το μέσον τούτων των δύο και πλησίον του σημείου, όπου πηγάζει, χύνεται μέσα εις ένα εκτεταμένον τόπον καιόμενον από πολύ πυρ καί σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν της ιδικής μας θαλάσσης, όπου ύδωρ και πηλός βράζουν∙ απ' εκεί καθώς προχωρεί θολός και λασπερός, διαγράφει κύκλον από την γην, περιελισσόμενος δε και αλλού φθάνει και εις το άκρον της Αχερουσιάδος λίμνης χωρίς να ανακατεύεται με τα ύδατά της· αφού δε κάμη πολλά στριφογυρίσματα υπό την γην χύνεται χαμηλότερα από τόν Τάρταρον∙ αυτός είναι ο ποταμός, τον οποίον ονομάζουν Πυριφλεγέθοντα και του οποίου οι ρύακες εις όσα σημεία εγγίζουν την επιφάνειαν της γης εκβράζουν πύρινον πηλόν. Απέναντι πάλιν τούτου ο τέταρτος ποταμός χύνεται κατ' αρχάς εις τόπον, ο οποίος, καθώς λέγεται, είναι φοβερός και άγριος, έχει δε ολόκληρος χρώμα σαν το κυανούν περίπου και ονομάζεται Στύγιος· ο ποταμός αυτός σχηματίζει και την λίμνην Στύγα, όπου εκβάλλει· μόλις πέση εδώ, τα ύδατά του αποκτούν φοβεράς ιδιότητας και τότε αφού εισδύση εις το εσωτερικόν της γης, προχωρεί με στριφογυρίσματα κατ' αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα διεύθυνσιν και έρχονται προς συνάντησίν του παρά την Αχερουσιάδα λίμνην από το αντίθετον μέρος· ούτε του ποταμού τούτου τα ύδατα ανακατεύονται με άλλα, αλλά και αυτός, αφού διαγράψη με την ροήν του κύκλον, χύνεται εις τον Τάρταρον από το αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα μέρος· το όνομα του ποταμού τούτου είναι, καθώς λέγουν οι ποιηταί, Κωκυτός.

Αυτή είναι η φυσική σύστασις και πορεία των ποταμών τούτων. Οι αποθαμένοι τώρα, όταν φθάσουν εις τον τόπον, όπου τον καθένα οδηγεί ο δαίμων του, κατ' αρχάς μεν δικάζονται και όσοι έζησαν ζωήν ωραίαν και αγίαν και όσοι όχι. Και εκείνοι μεν, διά τους οποίους θα αποδειχθή ότι η ζωή των υπήρξε μέση, πορεύονται προς τον Αχέροντα και αφού αναβούν επί των οχημάτων, τα οποία είναι προωρισμένα δι' αυτούς, φθάνουν επ' αυτών εις την λίμνην∙ εκεί κατοικούν και υποβάλλονται εις κάθαρσιν∙ απολύονται δηλ. των αδικημάτων, τα οποία τυχόν έχουν διαπράξει, αφού εκτίσουν τας σχετικάς ποινάς, και απολαμβάνουν τιμάς, έκαστος κατά την αξίαν του διά τας καλάς των πράξεις. Όσοι φανούν ότι διά το μέγεθος των αμαρτημάτων των είναι ανίατοι, διότι έχουν διαπράξει πολλάς και μεγάλας ιεροσυλίας ή πολλούς αδίκους και παρανόμους φόνους ή άλλα παρόμοια εγκλήματα, αυτοί ευρίσκουν την τύχην που τους αρμόζει: Ρίπτονται εις τον Τάρταρον και απ' εκεί ουδέποτε εξέρχονται. Εκείνοι πάλιν διά τους οποίους θα αποδειχθή ότι έχουν διαπράξει ιάσιμα μεν, αλλά μεγάλα αμαρτήματα, π.χ. εβιαιοπράγησαν υπό το κράτος της οργής κατά του πατρός ή της μητρός των και έζησαν τον υπόλοιπον βίον των μετανοούντες διά τας πράξεις των, ή έγιναν ανθρωποκτόνοι κατ' άλλον τινά παρόμοιον τρόπον, αυτοί, είναι μεν ανάγκη να ριφθούν εις τον Τάρταρον· αφού όμως πέσουν εκεί μέσα και παραμείνουν επί τινα χρόνον, το κύμα τους βγάζει έξω, τους μεν ανθρωποκτόνους προς τον Κωκυτόν, τους δε πατραλοίας και μητραλοίας προς τον Πυριφλεγέθοντα· καθώς δε φέρονται από το ρεύμα, όταν φθάσουν εις την Αχερουσιάδα λίμνην, εκεί καλούν με μεγάλας κραυγάς, οι μεν όσους εφόνευσαν, οι δε εκείνους, κατά των οποίων εβιαιοπράγησαν, και με ικεσίας και με παρακλήσεις ζητούν να τους αφήσουν να περάσουν εις την λίμνην και να τους δεχθούν∙ και εάν μεν τους πείσουν, περνούν εις την λίμνην και τελειώνουν τα δεινά των· ει δε μη, φέρονται οπίσω εις τον Τάρταρον και απ' εκεί πάλιν εις τους ποταμούς και δεν παύουν τα βάσανά τους αυτά πριν πείσουν όσους ηδίκησαν∙ διότι αυτήν την ποινήν τους έχουν επιβάλει οι δικασταί. Εκείνοι τέλος διά τους οποίους θα άποδειχθή, ότι έζησαν με μεγάλην αγιότητα, αυτοί είναι που ελευθερώνονται και απαλλάσσονται από τούτους τους τόπους, που ευρίσκονται εις τα έγκατα της γης, σαν να εξέρχωνται από δεσμωτήρια, ανέρχονται δε επάνω εις τον καθαρόν τόπον διαμονής και κατοικούν εις την επιφάνειαν της γης. Εκ τούτων όσοι διά της φιλοσοφίας εκαθαρίσθησαν επαρκώς τον έπειτα χρόνον ζουν τελείως άνευ σωμάτων και έρχονται εις ακόμα ωραιοτέρους απ' αυτούς τόπους διαμονής, τους οποίους να περιγράψωμεν ούτε εύκολον είναι, ούτε ο χρόνος, τον οποίον έχομεν τώρα εις την διάθεσίν μας, επαρκεί.

Δι' όλα λοιπόν αυτά, τα οποία λεπτομερώς επραγματεύθημεν, πρέπει, Σιμμία, να κάμωμεν το παν, ώστε εις την παρούσαν ζωήν μας να γίνωμεν μέτοχοι της αρετής και της φρονήσεως, διότι είναι ωραίον το βραβείον και η ελπίς μεγάλη. Βεβαίως δεν αρμόζει εις νουνεχή άνθρωπον να ισχυρισθώ, ότι αυτά έχουν έτσι, καθώς εγώ τα εξέθεσα· ότι όμως τα περί τας ψυχάς μας και τους τόπους διαμονής των μετά θάνατον είναι αυτά ή περίπου αυτά, αφού βέβαια είναι φανερόν ότι η ψυχή είναι κάτι αθάνατον, μου φαίνεται ότι και πρέπει και αξίζει κανείς να διακινδυνεύση να πιστεύση, ότι τούτο ούτως έχει. Διότι είναι ωραίος ο κίνδυνος και πρέπει να τα ψάλλη κανείς σαν εξορκισμόν εις τον ίδιον τον εαυτόν του· δι' αυτό δα και εγώ από πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον. Να! λοιπόν διά ποίους λόγους πρέπει να έχη εμπιστοσύνην διά την τύχην της ψυχής του ένας άνθρωπος, ο οποίος εις την ζωήν του τας μεν άλλας ηδονάς του σώματος και ιδίως τους στολισμούς τους περιεφρόνησε, διότι τους εθεώρησε ξένους και ενόμισεν ότι μάλλον φέρουν το αντίθετον αποτέλεσμα· διά δε τας ηδονάς της μαθήσεως εφρόντισε με επιμέλειαν και, αφού προσεπάθησε να στολίση την ψυχήν του όχι με ξένα, αλλά με τα ιδικά της στολίσματα, δηλαδή με σωφροσύνην καί δικαιοσύνην και ανδρείαν και ελευθερίαν και αλήθειαν, περιμένει τώρα να πορευθή εις τον Άδην έτοιμος να ξεκινήση, όταν η ειμαρμένη τον φωνάξη. Και σεις μεν, είπε, Σιμμία και Κέβη και οι άλλοι, θα ξεκινήσετε κάποτε, αργότερα, δια την πορείαν αυτήν, έκαστος διά λογαριασμών του· εμέ όμως, όπως θα έλεγεν ένας ήρως τραγωδίας, τώρα κι' όλας η ειμαρμένη με καλεί. Πλησιάζει, θαρρώ, η ώρα να διευθυνθώ προς το λουτρόν· διότι, μου φαίνεται, είναι καλύτερον να πίω το φάρμακον, αφού πρώτα λουσθώ και έτσι να μη βάλω εις ενόχλησιν τας γυναίκας να λούσουν ένα νεκρόν».

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1956. Πλάτωνος Φαίδων (ή περί ψυχής· ηθικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Τα μεν λοιπόν άλλα ρεύματα είναι πολλά και μεγάλα και παντός είδους· μεταξύ δε τούτων των πολλών ρευμάτων υπάρχουν τέσσαρα ρεύματα, των οποίων το μέγιστον και όλως διόλου προς τα έξω ρέον πέριξ της γης είναι ο Ωκεανός. Απέναντι τούτου και κατ' εναντίαν διεύθυνσιν ρέει ο Αχέρων, ο όποιος διά μέσου και άλλων ερήμων τόπων ρέων, και μάλιστα κάτωθεν της γης, πίπτει εις την Αχερουσιάδα λίμνην, όπου αι ψυχαί των περισσοτέρων αποθανόντων (που φροντίζουν δια το σώμα και τας ηδονάς) έρχονται, και αφού παραμείνουν ωρισμένον χρόνον, άλλαι μεν μακρότερον, άλλαι δε βραχύτερον, στέλλονται πάλιν εις την ζωήν διά να εισέλθουν εις τα σώματα άλλων ανθρώπων. Μεταξύ του Αχέροντος και του Ωκεανού πηγάζει τρίτος ποταμός και πλησίον του μέρους όπου πηγάζει χύνεται εις τόπον μέγαν, ο οποίος καίεται διά πολλού πυρός και σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν από την ιδικήν μας θάλασσαν, όπου ύδωρ και πηλός βράζουν. Από εκεί ο ποταμός προχωρεί κυκλοειδώς, θολός και γεμάτος πηλόν, περιστρεφόμενος δε πέριξ της γης και εις άλλα μέρη έρχεται και προς τας άκρας όχθας της Αχερουσιάδος λίμνης, μη ενούμενος όμως με το ύδωρ αυτής, και περιστραφείς πολλάκις χύνεται κάτωθεν της γης, πιο κάτω από τον Τάρταρον. Ούτος είναι ο ποταμός, τον οποίον καλούν Πυριφλεγέθοντα και του οποίου οι ρύακες ρίπτουν την λάβαν των, εις όποιο μέρος της γης πλησιάσουν. Αντικρύ δε τούτου πάλιν ο τέταρτος ποταμός χύνεται πρώτον εις θέσιν φοβεράν και αγρίαν, καθώς λέγεται, έχων χρώμα καθ' όλην την έκτασιν, όπως ο κυανός, ονομάζουν δε αυτόν Στύγιον και την λίμνην, την οποίαν κάμνει ο ποταμός εμβάλλων, καλούν Στύγα. Ούτος αφού πέση εδώ και λάβη εις το ύδωρ τούτο φοβεράς δυνάμεις, εισδύει κάτω από την γην, και περιελισσόμενος προχωρεί απέναντι του Πυριφλεγέθοντος και φθάνει εκ του αντιθέτου μέρους εις την Αχερουσιάδα λίμνην· και τούτου το ύδωρ δεν ενούται προς άλλο, αλλά και αυτός κυκλοτερώς περιστραφείς χύνεται εις τον Τάρταρον, αντικρύ του Πυριφλεγέθοντος· ούτος δε ονομάζεται, όπως λέγουν και οι ποιηταί, Κωκυτός.

Αφού δε ταύτα έχουν τοιουτοτρόπως, όταν φθάσουν οι αποθανόντες εις τον τόπον, όπου ο δαίμων φέρει έκαστον, πρώτον μεν υποβάλλονται εις δίκην οι καλώς και οι συμφώνως προς τους θείους νόμους ζήσαντες και οι μη. Και όσοι μεν φανούν ότι έζησαν ούτε καλά ούτε κακά, πορευθέντες εις τον Αχέροντα, αφού αναβούν εις τας δι' αυτούς προωρισμένας σχεδίας, φθάνουν εις την Αχερουσιάδα λίμνην και εκεί κατοικούν, και αφού τιμωρηθούν δια τα αδικήματα που διέπραξαν και καθαρισθούν, απαλλάσσονται, εάν διέπραξε κάποιος κάποιο αδίκημα, και διά τας καλάς των πράξεις λαμβάνουν ανταμοιβήν σύμφωνα προς την αξίαν του έκαστος. Όσοι δε φανούν ότι είναι αθεράπευτοι ένεκα του μεγέθους των αμαρτημάτων, διότι έχουν διαπράξει πολλάς ή μεγάλας ιεροσυλίας ή πολλούς φόνους αδίκους και παρανόμους ή άλλα παρόμοια αδικήματα, αυτοί ευρίσκουν την τύχην που τους αρμόζει: ρίπτονται εις τον Τάρταρον, οπόθεν δεν εξέρχονται ποτέ. Όσοι δε φανούν, ότι έχουν διαπράξει αμαρτήματα δυνάμενα μεν να θεραπευθούν, αλλά μεγάλα, όταν παραδείγματος χάριν προς τον πατέρα ή την μητέρα διέπραξαν κάτι βίαιον υπό το κράτος της οργής, και έζησαν τον υπόλοιπον βίον εν μεταμέλεια, ή καθ' όμοιον τρόπον έχουν φονεύσει άνθρωπον, ούτοι είναι ανάγκη να πέσουν εις τον Τάρταρον, αφού δε πέσουν και διαμείνουν εκεί έν έτος, τους ρίχνει έξω το κύμα, τους μεν φονεύσαντας άνθρωπον προς το μέρος του Κωκυτού, τους δε φονεύσαντας τον πατέρα των ή την μητέρα των προς το μέρος του Πυριφλεγέθοντος. Αφού δε φθάσουν εις την Αχερουσιάδα λίμνην, εδώ φωνάζουν και προσκαλούν οι μεν εκείνους τους οποίους εφόνευσαν, οι δε εκείνους τους οποίους ύβρισαν, και τους παρακαλούν και ικετεύουν να τους αφήσουν να εξέλθουν εις την λίμνην και να τους δεχθούν· και εάν μεν τους πείσουν, εξέρχονται και ευρίσκουν τέλος των δεινών, άλλως φέρονται πάλιν εις τον Τάρταρον και εκείθεν πάλιν εις τους ποταμούς και δεν παύουν να πάσχουν τα κακά αυτά παρά αφού πείσουν εκείνους, τους οποίους ηδίκησαν. Διότι αυτή είναι η τιμωρία, η οποία ωρίσθη δι' αυτούς υπό των εν τω Άδη δικαστών. Όσοι δε φανούν ότι έζησαν εξαιρετικά συμφώνως προς τους θείους νόμους, ούτοι μεν ελευθερώνονται από τούτους τους βαθείς τόπους της γης και απαλλάσσονται τούτων, σαν να βγαίνουν από φυλακάς, έρχονται δε άνω εις την καθαράν κατοικίαν και κατοικούν επί της γης. Όσοι δε μεταξύ αυτών εκαθαρίσθησαν αρκετά δια της φιλοσοφίας, άνευ σωμάτων εντελώς ζουν κατά τον μετέπειτα χρόνον και έρχονται εις κατοικίας καλυτέρας τούτων, τας οποίας ούτε εύκολον είναι να περιγράψωμεν, ούτε υπάρχει επί του παρόντος αρκετός ο χρόνος.

Αλλ' από όσα έως τώρα συνεζητήσαμεν, Σιμμία, εξάγεται η υποχρέωσις, να προσπαθώμεν με κάθε δύναμιν να μετέχωμεν κατά την ζωήν μας της αρετής και της φρονήσεως, διότι η ανταμοιβή είναι ωραία και η ελπίς μεγάλη. Το να βεβαιώσωμεν λοιπόν ότι ταύτα ούτω πράγματι έχουν, όπως εγώ τα εξέθεσα, δεν αρμόζει εις άνθρωπον έχοντα νουν· ότι όμως ταύτα συμβαίνουν ή παρόμοια δια τας ψυχάς ημών και τας κατοικίας των ψυχών, αφού βεβαίως η ψυχή είναι αθάνατος, τούτο μου φαίνεται ότι αρμόζει να διισχυρισθή άνθρωπος συνετός και ότι αξίζει να διακινδυνεύση κανείς να πιστεύση ότι τούτο τοιουτοτρόπως έχει. Διότι ωραίος είναι ο κίνδυνος και πρέπει τις ως μαγικάς ωδάς να λέγη προς τον εαυτόν του τους τοιούτους ισχυρισμούς· διά τούτο και εγώ βεβαίως από πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον. Ένεκα λοιπόν τούτων των λόγων πρέπει να έχη θάρρος διά την ψυχήν του ένας άνθρωπος, ο οποίος εις τον βίον του τας μεν λοιπάς τέρψεις του σώματος και τους στολισμούς περιεφρόνησε, με την πεποίθησιν ότι είναι ξένοι και ότι κάμνουν μεγαλύτερον κακόν, με ζήλον δε επεδίωξε τας τέρψεις της γνώσεως και στολίσας την ψυχήν του ουχί διά ξένου, αλλά διά του αρμόζοντος εις αυτήν στολισμού, με σωφροσύνην, δικαιοσύνην, και ανδρείαν και ελευθερίαν και αλήθειαν, περιμένει να μεταβή εις τον Άδην, όταν η ειμαρμένη τον προσκαλέση. Σεις λοιπόν, Σιμμία και Κέβη και σεις οι λοιποί, αγαπητοί μου φίλοι, θα ξεκινήσετε διά την πορείαν ταύτην, όταν έλθη η ώρα διά κάθε ένα σας. Όσον αφορά εμέ; ιδού η ειμαρμένη με καλεί, όπως θα έλεγεν ένας τραγικός ποιητής, και μετ' ολίγον θα έλθη η ώρα να διευθυνθώ προς το λουτρόν· διότι μου φαίνεται, ότι είναι καλύτερον, αφού λουσθώ, να πίω το φάρμακον, και να μη παράσχω ενοχλήσεις εις τας γυναίκας να λούουν ένα νεκρόν.