Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Και τώρα ύστερ' από το επεισόδιον αυτό, πώς φαντάζεσθε την ψυχικήν μου κατάστασιν; Από το ένα μέρος επίστευα, πως είχα εξευτελισθή· από το άλλο μ' εθάμβωνεν η προσωπικότης τούτου, η αυτοκυριαρχία και η δύναμις της θελήσεώς του. Είχα ευρεθή ενώπιον ανθρώπου, που όμοιόν του εις την φρόνησιν και την ευστάθειαν δεν επερίμενα ποτέ να συναντήσω. Κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε να του θυμώσω επιτέλους είχα την δύναμιν και να στερηθώ επομένως την συναναστροφήν του, ούτε να τον παρασύρω εύρισκα κανένα μέσον. Διότι με χρήματα (αυτό το ήξευρα καλά) ήτον απ' όλα τα μέρη άτρωτος, περισσότερον παρ' ό,τι ο Αίας με σίδηρον· και αφ' ετέρου από το μέσον, με το οποίον και μόνον έκρινα πως θα ημπορούσε να παγιδευθή, μου είχε διαφύγει. Ευρισκόμην λοιπόν εις αδιέξοδον και εγύριζα αιχμαλωτισμένος πέρα ως πέρα απ' αυτόν τον άνθρωπον, όσον κανείς από κανέναν εις τον κόσμον.

Είχαν προηγηθή ολ' αυτά τα γεγονότα της ζωής μου, όταν κατόπιν μού έτυχε να υπηρετήσωμεν μαζί εις την εκστρατείαν της Ποτειδαίας και να είμεθα εκεί ομοτράπεζοι. Λοιπόν εκεί εις τας κακουχίας πρώτον υπερτερούσεν όχι μόνον εμέ, αλλά και όλους μαζί τους άλλους. Οσάκις π.χ. ευρισκόμεθα εις την ανάγκην ένεκα αποκοπής των συγκοινωνιών, όπως συμβαίνει δα εις το μέτωπον, να περάσωμεν χωρίς τροφήν, δεν ήσαν τίποτε οι άλλοι συγκρινόμενοι μ' αυτόν κατά την αντοχήν. Και πάλιν όταν είχαμεν καλοπέρασιν, μόνος αυτός ήτον εις θέσιν να την χαρή, προ πάντων εις την οινοποσίαν· δεν την επεδίωκεν, αλλά οσάκις τον υπεχρέωναν να πίνη, τους έβαζεν όλους κάτω, και το περισσότερον απίστευτον απ' όλα: μεθυσμένον τον Σωκράτη δεν έχει ιδεί ποτέ του άνθρωπος. Περί αυτού άλλωστε θα σας δοθή, ελπίζω, και τώρα αμέσως η απόδειξις. Όσον αφορά πάλιν την αντοχήν του εις το ψύχος (και oι χειμώνες εκεί επάνω είναι δριμύτατοι) έκαμνε θαύματα. Ιδίως κάποτε που ήταν παγωνιά όσον γίνεται διαπεραστική: κανένας δεν εξεμύτιζεν από μέσα ή, οσάκις εξήρχετο κανείς, εφορούσαν όλοι ένα πλήθος πρόσθετα φορέματα και υποδήματα και είχαν τυλιγμένα τα πόδια των εις πιλήματα μέσα και δοράς προβάτων. Ε λοιπόν! αυτός υπ' αυτάς τας συνθήκας εφορούσεν, όταν εξήρχετο, το ίδιον φόρεμα, όπως και πρωτύτερα συνήθιζε να φορή, και εβάδιζεν ανυπόδητος επάνω εις τον πάγον με μεγαλυτέραν άνεσιν, παρ' όσον οι άλλοι με τα υποδήματά των. Και οι στρατιώται τον εστραβοκοίταζαν, νομίζοντες πως ήθελε να τους εξευτελίση.

Και αυτά μεν σχετικώς με το ζήτημα τούτο· αξίζει όμως ν' ακούσετε το τι έκανε και ετραύηξεν αυτός ο αντρειωμένος κάποτ' εκεί εις το μέτωπον. Συγκεντρωμένος δηλαδή εις μίαν σκέψιν του, εστέκετο από την αυγήν εκεί και εσυλλογίζετο. Και επειδή δεν επροχωρούσεν εις την σκέψιν, αντί να τα παραιτήση, εξηκολούθει να στέκεται και να την ζητή. Και είχε μεσημεριάσει πλέον, και ο κόσμος το επήρεν είδησιν και με κατάπληξιν ανεκοίνωσεν ο ένας εις τον άλλον, ότι ο Σωκράτης από το πρωι στέκεται εκεί και παρακολουθεί κάποιαν σκέψιν του. Εις το τέλος (είχε βραδυάσει εν τω μεταξύ) μετά το δείπνον μερικοί Ίωνες έσυραν έξω τα στρώματά των (καλοκαίρι ήταν τότε), αφ' ενός μεν δια να κοιμηθούν εις τα δροσερά, αφ' ετέρου δε δια να παραφυλάξουν, αν θα έστεκεν έτσι ακίνητος και την νύκτα. Και αυτός έμεινε πράγματι όρθιος, ως που εχάραξεν η αυγή και ανέτειλεν ο ήλιος. Ύστερα έκαμε την προσευχήν του εις τον ήλιον και απεμακρύνθη.

Αν αγαπάτε τώρα, εις τας μάχας· είναι δίκαιον άλλωστε να του αποδώσω εξάπαντος αυτόν τον έπαινον. Κατά την διάρκειαν δηλαδή της μάχης, μετά την έκβασιν της οποίας οι στρατηγοί μού απένειμαν το βραβείον της ανδρείας, αυτός με έσωσεν, κανένας άλλος. Είχα πληγωθή· αυτός όμως δεν εδέχθη να μ' εγκαταλείψη, αλλά έσωσεν από την μάχην και τα όπλα μου και μαζί και εμέ τον ίδιον. Και εγώ μεν και τότε επέμενα, Σωκράτη, να δώσουν οι στρατηγοί το βραβείον της ανδρείας εις σε· ως προς αυτό τουλάχιστον δεν θα έχης κανένα παράπονον εναντίον μου, ούτε θα ειπής ότι ψεύδομαι. Εντούτοις οι στρατηγοί, από σεβασμόν προς την κοινωνικήν μου περιωπήν, ήθελαν ν' απονείμουν εις εμέ το βραβείον· και συ τότε έδειξες μεγαλυτέραν προθυμίαν από τους στρατηγούς, εγώ να το λάβω και όχι συ. Προς τούτοις, κύριοι, θα ήξιζε τον κόπον να παρακολουθήσετε τον Σωκράτη την εποχήν που ο στρατός μας πανικόβλητος ωπισθοχωρούσεν από την μάχην του Δηλίου. Έτυχε πράγματι να ευρεθώ εκεί υπηρετών εις το ιππικόν, αυτός δε εις το πεζικόν. Ωπισθοχωρούσε λοιπόν, ενώ το πλήθος είχεν ήδη διασκορπισθή, αυτός και μαζί του ο Λάχης. Και εγώ τυχαίως τους συναντώ, και αμέσως τους φωνάζω, μόλις τους είδα, να μη φοβούνται και δεν θα τους αφήσω, τους έλεγα. Εις αυτήν λοιπόν, σας λέγω, την περίστασιν αντίκρυσα ωραιότερον παρ' όσον εις την Ποτείδαιαν το θέαμα του Σωκράτους· διότι ως έφιππος δεν είχα τόσον να φοβούμαι προσωπικώς. Πρώτα πρώτα, πόσον ανώτερος ήτο από τον Λάχητα εις το να διατηρή την ψυχραιμίαν του. Έπειτα μου παρείχε την εντύπωσιν, όπως αναφέρεις και συ, Αριστοφάνη, ότι και εκεί εβάδιζε τον δρόμον του ακριβώς όπως και εδώ, κορδωμένος και με τα μάτια ριγμένα ποτ' εκεί και ποτ' εδώ. Ατάραχος εκοίταζε δεξιά και αριστερά φίλους και εχθρούς και εφανέρωνεν εξ αποστάσεως πολλής εις τον καθένα, ότι αν άπλωνε κανείς επάνω του, θ' αντισταθή ο άνθρωπος αυτός με σθένος. Δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον και υποχωρούσεν εν πάση ασφαλεία και αυτός και ο άλλος. Διότι εις τον πόλεμον, όσους τηρούν ανάλογον στάσιν, καταντά μήτε να τους εγγίζουν καν· προτιμούν να κυνηγούν εκείνους, που το έχουν βάλει πανικόβλητοι εις τα πόδια.

Υπάρχουν ακόμη και άλλα πολλά και αξιοθαύμαστα, που θα είχε κανείς να προσθέση εις έπαινον του Σωκράτους. Αλλά ως προς τας άλλας μεν ιδιότητας θα ηδύνατο ίσως ν' αποδώση κανείς παρόμοια και εις έναν άλλον· το ότι όμως δεν ομοιάζει με κανέναν άνθρωπον ούτε από τους αρχαίους ούτε από τους συγχρόνους, αυτό επιβάλλει κάθε θαυμασμόν. Τι ήτον π.χ. ο Αχιλλεύς, θα ημπορούσες να έχης μίαν εικόνα από τον Βρασίδαν και άλλους· και πάλιν τι ήτον ο Περικλής, από τον Νέστορα και τον Αντήνορα ― και δεν είναι αυτοί μόνοι. Και δια τους άλλους επίσης θα ημπορούσες να εύρης αναλογίας παρομοίας. Άνθρωπον όμως, οποίος υπήρξεν αυτός, αλλόκοτος και ο ίδιος και οι λόγοι του, ούτε κατά προσέγγισιν δεν θα εύρης, όσον και να ζητήσης, ούτε μεταξύ των αρχαίων ούτε μεταξύ των συγχρόνων ― εκτός αν τον παραβάλης μ' αυτούς που λέγω, όχι με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με τους Σιληνούς και τους Σατύρους, και τον ίδιον και τας ομιλίας του.

Διότι ―και παρέλειψα ν' αναφέρω τούτο κατ' αρχάς― και αι συνδιαλέξεις του έχουν καταπληκτικήν πράγματι ομοιότητα με τους Σιληνούς, που ανοιγοκλείουν. Όστις π.χ. θελήση τυχόν να παρακολουθήση τας συζητήσεις του Σωκράτους, θα του έκαμναν κατ' αρχάς πολύ κωμικήν εντύπωσιν: αυτήν την εμφάνισιν έχουν και αι λέξεις και αι εκφράσεις, με τας οποίας ειν' επενδεδυμέναι εξωτερικώς, σαν με το δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους αναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους και χαλκωματάδες και πετσωτήδες και βυρσοδέψας, και παρουσιάζεται ως να επαναλαμβάνη συνεχώς τα ίδια με τας ιδίας λέξεις. Έτσι οιοσδήποτε άνθρωπος άπειρος και επιπόλαιος θα εγελούσε με τας συζητήσεις του. Όταν όμως τας ιδής ν' ανοίγονται και όσον περισσότερον εισδύεις εις το βάθος των, θα εύρης τότε, πρώτον μεν ότι είναι αι μόναι συζητήσεις που έχουν νόημα, έπειτα ότι είναι θείαι εις ύψιστον βαθμόν και κρύπτουν μέσα των αρετής αγάλματα πλήθος, και πλήθος είναι τα ζητήματα που εγγίζουν, ή μάλλον όλα όσα οφείλει να έχη υπ' όψει του οστισδήποτε πρόκειται να γίνη τέλειος άνθρωπος. Αυτά είναι, κύριοι, όσα έχω να επαινέσω εγώ τον Σωκράτη. Και όσα πάλιν παράπονα έχω εναντίον του, τα παρενέβαλα εις την ομιλίαν μου, τας προσβολάς που μου έκαμε. Και δεν είμαι ο μόνος, που έχει μεταχειρισθή κατ' αυτόν τον τρόπον· και τον Χαρμίδην του Γλαύκωνος και τον Ευθύδημον του Διοκλέους και ένα μεγάλον αριθμόν άλλων. Τους εξαπατά, πως ειν' εραστής των, και εις το τέλος καταντά να γίνεται ο ίδιος ερώμενος αντί εραστού. Το ίδιον επίσης λέγω και προς σε, Αγάθων. Να μην αφήσης να σ' εξαπατήση αυτός εδώ, μόνον να λάβης τα μέτρα σου, διδαχθείς από τα παθήματα τα ιδικά μας, ώστε να μη σου γίνη μάθημα το πάθημα, όπως εις τον ανόητον της παροιμίας».

Μτφρ. Β. Δεδούσης. [1939] χ.χ. Πλάτων. Συμπόσιον. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Προλεγόμενα Κ. Γεωργούλης. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

»Ύστερ' απ' αυτό πια φαντάζεστε την ψυχική μου κατάσταση, που από τη μια μεριά επίστευα πως με εξευτέλισε, από την άλλη όμως εθαύμαζα το χαρακτήρα του και τη σωφροσύνη του και την παλληκαριά του, και που η τύχη μ' έφερε μπροστά σε άνθρωπο, που δεν φανταζόμουνα να συναντήσω να 'χη τέτοια φρόνηση και τέτοιαν αντοχή. Ώστε ούτε να του θυμώσω καθόλου μπορούσα και να χάσω τη συντροφιά του, ούτε να τον καταφέρω εύρισκα τρόπο. Γιατί το ήξαιρα καλά, πως και από χρήματα ήταν άτρωτος περσότερα παρά όσο ήταν ο Αίας από τα σιδερένια άρματα. Και την ομορφιά μου, που νόμιζα πως μόνο απ' αυτή θα πληγωθή, αυτός την είχε ξεφύγει. Τα είχα χάσει λοιπόν και γύριζα δώθε κείθε κατασκλαβωμένος σ΄ αυτόν τον άνθρωπο, όπως δε σκλαβώθηκε κανείς σε κανέναν άλλον.

»Κι ολ' αυτά, που σας λέω, είχανε γίνει πρωτύτερα, κι ύστερα έγινε η εκστρατεία στην Ποτίδαια όπου πήγαμε και οι δύο μαζί και μάλιστα εκεί και συντρώγαμε. Ε λοιπόν, πρώτα–πρώτα στους κόπους όχι μόνο εμένα με περνούσε παρά κι όλους τους άλλους. Όσες φορές λόγου χάρη αποκλειστήκαμε πουθενά και αναγκασθήκαμε να μείνωμε νηστικοί ―πράματα που γίνονται, καθώς ξαίρετε, στην εκστρατεία― μπροστά σ' αυτόν οι άλλοι τίποτε δεν ήτανε στην αντοχή. Και στα φαγοπότια πάλι, μον' αυτός είχε τη δύναμη να τα χορτάση όλα, και τ' άλλα, αλλά προπάντων το πιοτί ―μολονότι κανονικώς το απόφευγε― όσες φορές όμως το έφερε η ανάγκη να πιη τους νίκαε όλους, και το πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα: μεθυσμένο το Σωκράτη δεν τον έχει ιδωμένο ποτέ κανένας άνθρωπος. Όσο γι' αυτό μάλιστα, μου φαίνεται πως και τώρα σε λίγο θ' αποδειχθή.

»Όσο για την αντοχή του, πάλι, στη βαρυχειμωνιά ―γιατί εκεί πέρα οι χειμώνες είναι τρομεροί― τα κατάφερνε θαυμάσια όλες τις φορές, και μάλιστα κάποτε που ήτανε παγωνιά ―τρομερώτερη δε μπορούσε να γίνη― και όλοι οι άλλοι ή δεν έβγαιναν από μέσα ή, αν έβγαινε κανείς, βγαίναμε ντυμένοι τόσα πολλά, που άφηνες το θάμα σου και ποδεμένοι και τυλιγμένοι στα πόδια με γκέτες και προβιές, αυτός μολαταύτα έβγαινε φορεμένος με το συνηθισμένο του μανδύα και επάνω στο κρούσταλλο ευκολώτερα εβάδιζε αυτός ξυπόλητος παρά οι άλλοι ποδεμένοι. Και οι στρατιώτες τότε στραβοκοιτάζανε, γιατί νόμιζαν πως ήθελε τάχα να τους εξευτελίση.

»Κι όσο γι' αυτά τέλος πάντων τ' ακούσατε. Αξίζει όμως ν' ακούσετε ακόμα το τι έκαμε και τραύηξε πάλι ο γενναίος άντρας κάποτ' εκεί στην εκστρατεία. Αφού βυθίσθηκε λοιπόν, που λέτε, σε συλλοή, στεκότανε στον ίδιο τόπο από την αυγή και στοχαζότανε κάποιο ζήτημα, κι επειδή δεν προώδευε η σκέψη, δεν το παρατούσε, παρά στεκότανε και αναζητούσε. Και ήτανε πια μεσημέρι, και τον ενιώσανε οι στρατιώτες κι ο ένας στον άλλον έλεγε με απορία, ότι ο Σωκράτης από το πουρνό στέκεται ορθός και τον απασχολεί κάποιο σοβαρό ζήτημα. Και στο τέλος μερικοί Ίωνες, άμα δειπνήσανε ―γιατί βράδυασε πια― έβγαλαν έξω από τις σκηνές τα στρωσίδια τους ―άλλωστε ήταν καλοκαίρι τότε― και από τη μια μεριά κοιμώντανε στη δροσιά, ενώ από την άλλη τον παραφύλαγαν να ιδούν, αν θα στεκόταν ορθός όλη τη νύχτα. Κι αυτός στεκότανε, ωσότου φώτισε η αυγή και βγήκε ο ήλιος. Έπειτα προσευχήθηκε στον ήλιο και πήγε καλιά του.

»Ακούστε τωρ' αν θέλετε, τι έκανε στις μάχες· γιατί, να σας πω, αυτό πια είναι δίκιο να του το αναγνωρίσω. Τότε λοιπόν που γινόταν η μάχη ―που εξ αιτίας της οι στρατηγοί εδώκανε σε μένα το βραβείο της ανδρείας― κανένας άλλος άνθρωπος δε με γλύτωσε, παρά τούτος, που δε θέλησε να μ' εγκαταλείψη πληγωμένον, αλλά εγλύτωσε μαζί με τα όπλα μου κι εμένα τον ίδιο. Κι όσο για μένα, Σωκράτη, εγώ και τότε παρακαλούσα να δώσουνε σε σένα το βραβείο οι στρατηγοί ― κι αυτό τουλάχιστο ούτε θα μου το κατηγορήσης, ούτε θα πης πως είναι ψέμα. Αλλά το βέβαιο είναι ότι, όταν οι στρατηγοί θέλανε να δώσουνε σε μένα το βραβείο της ανδρείας, γιατί έβλεπαν την κοινωνική μου θέση, εσύ ο ίδιος έδειξες περσότερη προθυμία από τους στρατηγούς για να το πάρω εγώ κι όχι εσύ. Κι ακόμα θ' άξιζε, σας βεβαιώ, να βλέπατε το Σωκράτη, όταν ο στρατός μας νικημένος υποχωρούσε από τη Δήλο. Εγώ λοιπόν έτυχε να βρεθώ καβαλλάρης εκεί πέρα, ενώ αυτός ήταν οπλίτης. Υποχωρούσε λοιπόν κανονικά ετούτος και ο Λάχης μαζί, ενώ οι άλλοι στρατιώτες είχανε πια σκορπίσει. Κι εγώ τυχαίνω εκεί κοντά και μόλις τους είδα τους παρακινούσα να πάρουν θάρρος και τους έλεγα πως δεν θα τους εγκαταλείψω. Τότε λοιπόν, που λέτε, παρατήρησα καλά το Σωκράτη, παρά στην Ποτίδαια, γιατί είχα λιγώτερο φόβο, αφού ήμουν επάνω στ' άλογο. Πρώτα–πρώτα παρατήρησα πόσο τον περνούσε το Λάχη στην ψυχραιμία. Έπειτα μου φαινότανε πως περπατούσε κι εκεί, όπως τον παράστησες κι εσύ, Αριστοφάνη, να περπατάη εδώ, κορδωμένος και ρίχνοντας γύρω του ματιές και με ηρεμία εξετάζοντας και τους δικούς μας και τους εχθρούς, κι έτσι από μακρυά έδειχνε στον καθένα, ότι, αν αγγίξη κανείς αυτόν τον άντρα, θ' αντισταθή πολύ αντρειωμένα. Γι' αυτό υποχωρούσε με ασφάλεια και αυτός κι ο άλλος. Γιατί εκείνους που δείχνουν τέτοια στάση στον πόλεμο, ούτε τους εγγίζουν καν, παρά κυνηγούν εκείνους που φεύγουν τσακισμένοι.

»Θα μπορούσε τέλος κι άλλα πολλά και θαυμάσια πράματα να του παινέψη κανείς του Σωκράτη. Αλλά για τ' άλλα του ιδιώματα, μπορεί να πη κανείς πως τα 'χει κι ένας άλλος, μα εκείνο που είναι το πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα είναι που δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο, ούτε από τους παλαιούς ούτε με τους σημερινούς. Λόγου χάρη, όπως δείχθηκε ο Αχιλλεύς, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάση και το Βρασίδα και άλλους, και σαν τον Περικλή, πάλι, θα μπορούσε να παρομοιάση το Νέστορα και τον Αντήνορα ― είναι κι άλλοι ακόμα. Τέτοιος όμως που εφάνηκε με την παραξενιά του ετούτος ο άνθρωπος, κι ο ίδιος του και τα λόγια του, δε θα μπορέση όσο κι αν αναζητάη κανένας να 'βρη κανέναν να του μοιάζη έστω και κατά προσέγγιση, ούτε από τους τωρινούς ούτε από τους παλαιούς, παρά αν τον παρομοιάζη κανείς με κείνους που λέω εγώ, όχι με άνθρωπο, παρά με σειληνούς και σατύρους κι αυτόν τον ίδιο θέλω να πω, και τα λόγια του.

»Γιατί και τα λόγια του ―το ξέχασα να σας το πω και τούτο στην αρχή― είναι απαράλλαχτα σαν τους σειληνούς που ανοίγονται. Γιατί όποιος θέλει ν' ακούη τα λόγια του Σωκράτη, στην αρχή θα του φανούν πολύ κωμικά. Είναι ντυμένα απ' όξω με τέτοιες λέξεις κι εκφράσεις, δηλ. κάποιο δέρμα αδιάντροπου σατύρου. Μιλάει καθώς ξαίρετε, για γαϊδούρια φορτωμένα και για κάτι χαλκωματήδες και τσαγκάρηδες και φαίνεται να λέη πάντα τα ίδια πράματα με τα ίδια λόγια, ώστε κάθε άπειρος κι ανίδεος άνθρωπος μπορεί να γελάση με τα λεγόμενά του. Μα σαν τα ιδή κανείς ανοιγμένα τα λόγια του και εμβαθύνη σ' αυτά, θα βρη ότι πρώτα–πρώτα μον' αυτά τα λόγια έχουνε νόημα, κι έπειτα ότι είναι τα πιο θεϊκά λόγια και κλείνουν μέσα τους πάρα πολλά αγάλματα της αρετής κι απλώνονται σε πάρα πολλά ζητήματα, ή ―τι λέω― σ' όλα τα ζητήματα, όσα πρέπει να σκεφθή όποιος έχει σκοπό να γίνη τέλειος άνθρωπος.

»Αυτά είχα να του παινέψω του Σωκράτη, άνθρωποί μου. Και κείνα πάλι που τον κατηγορώ ―σας τα είπα ανακατεμένα με τ' άλλα― είναι οι προσβολές που μου έκαμε. Κι όμως δεν τα έκαμε μόνο σε μένα, παρά και στο Χαρμίδη του Γλαύκωνος και στον Ευθύδημο του Διοκλή και σ' άλλους πάρα πολλούς που τους ξεγελάει σαν εραστής τάχα, κι από εραστής γίνεται αυτός ο αγαπημένος. Αυτά μάλιστα τα λέω και για σένα Αγάθωνα για να μην ξεγελιέσαι από τούτον, παρά για να βάλης γνώση από τα δικά μας τα παθήματα και να φυλαχθής και να μην την πάθης πρώτα κι ύστερα να βάλης γνώση ― σα νήπιο, όπως λέει η παροιμία».