Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Όταν ετελείωσε τον λόγον του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης εδοκίμασε κάτι να προσθέση περί του λόγου, επειδή τον είχεν υπαινιχθή ο Σωκράτης κατά την ομιλίαν του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος εις την εξώθυραν από κτυπήματα, ως να ήτον συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν αυλητρίδος φωνήν. Τότε ο Αγάθων είπεν: «Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε· αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνομεν πλέον, μόνον αναπαυόμεθα». Δεν επέρασε πολλή ώρα και ήκουσαν εις την αυλήν του Αλκιβιάδου την φωνήν. Μεθυσμένος εις τα γερά και με φωνήν θορυβώδη, ερωτούσε πού είναι ο Αγάθων και εζητούσε να τον οδηγήσουν προς τον Αγάθωνα. Πράγματι τους τον ωδήγησαν μέσα, η αυλητρίς η οποία τον υπεβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ' ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν και είπε: «Παιδιά γεια σας. Ένα μεθυσμένον άνθρωπο, μα στα γερά, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσωμε μόνον το κεφάλι του Αγάθωνος, αφού είν' αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμεν εδώ, και ύστερα πάλι να φύγωμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, εχθές δεν μου εστάθη δυνατόν να έλθω. Έρχομαι τώρα με τας ταινίας εις το κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου εις την λογιότητα και εις την ωραιότητα (για να εκφρασθώ έτσι). Θα γελάτε ίσως εις βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθειαν. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιήτε μαζί μου ή όχι;»

Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίας τον εφώναζαν να εισέλθη και να λάβη θέσιν∙ και ο Αγάθων επίσης τον επροσκαλούσε. Και εκείνος επροχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του· και εκεί πού εζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξη τας ταινίας δια να τον στολίση, του έπεσαν εις τα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρετήρησε τον Σωκράτην, αλλά εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος μεταξύ του Σωκράτους καί εκείνου· είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως δια να τον βάλουν να καθίση. Όταν εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος, τον εφίλησε και του έδενε τας ταινίας. Είπε τότε ο Αγάθων: «Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, δια να πλαγιάση μαζί μας ως τρίτος». «Ευχαρίστως» είπεν ο Αλκιβιάδης· «αλλά ποίος ειν' αυτός ο τρίτος συμπότης;» και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, επήδησεν από την θέσιν του και εφώναξε: «Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που εξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλης εξαφνικά εκεί που δεν επερίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι επήγες και εξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνην ή μ' οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα εκατάφερες να πάρης θέσιν εις το πλευρόν του πρώτου εδώ μέσα εις την ωραιότητα;»

Και ο Σωκράτης «Αγάθων» είπε «κοίταξε να με προστατεύσης. Ο έρως του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει δι' εμέ βάσανον όχι μικρόν. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθην, δεν έχω πλέον τα δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγον ν' απευθύνω εις κανέναν απολύτως ωραίον νέον· ει δ' άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπίαν και φθόνον απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να μου βάλη χέρι. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμη και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσης· ει δε μη, αν ζητήση να βιαιοπραγήση, βοήθησέ με. Διότι εγώ τρέμω πολύ την παραφοράν αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσίν του εις τον εραστήν». «Α όχι! συμφιλίωσις μεταξύ μας» είπεν ο Αλκιβιάδης «είναι αδύνατος. Ας είναι όμως! δι' αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα» προσέθεσε «δώσε μου, Αγάθων, ένα μέρος από τας ταινίας, δια να στολίσω και τούτου την θαυμασίαν αυτήν κεφαλήν, δια να μη μου παραπονήται, πως εστεφάνωσα σε, ενώ αυτόν που ειν' εντούτοις νικητής εις όλους μέσα τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτον». Και συγχρόνως επήρεν από τας ταινίας, έδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Μτφρ. Β. Δεδούσης. [1939] χ.χ. Πλάτων. Συμπόσιον. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Προλεγόμενα Κ. Γεωργούλης. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μόλις είπε αυτά ο Σωκράτης, όλοι οι άλλοι ―έλεγε ο Αριστόδημος― τον επαινούσαν, ενώ ο Αριστοφάνης προσπαθούσε κάτι να ειπή, επειδή ο Σωκράτης μιλώντας για κάποιο ζήτημα τον εθυμήθηκε κι έθιξε τη θεωρία του. Κι έξαφνα η αυλόπορτα άρχισε να βγάνη πολύν κρότο από χτύπους, σα να ήταν και να χτυπούσαν γλεντοκόποι κι ακουγόταν η φωνή κάποιας αυλητρίδας. Όπου λοιπόν ο Αγάθων είπε: ― «Παιδιά, δεν πάτε να ιδήτε; Κι αν είναι κανένας από τους δικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, τους λέτε, πως δεν πίνουμε πια, παρά μόνο αναπαυόμαστε». Κι ύστερ' από λίγο, ακούνε τη φωνή του Αλκιβιάδη μέσα στην αυλή, που ήταν πάρα πολύ μεθυσμένος και φώναζε δυνατά, ρωτώντας πού είναι ο Αγάθων και ζητώντας να τον πάνε στον Αγάθωνα. Τον πιάνουνε λοιπόν η αυλητρίδα και μερικοί ακόλουθοί του και βαστώντας τον τόν εφέρνανε σ' αυτούς· και στάθηκε στην πόρτα στεφανωμένος με δασύ στεφάνι από κισσό κι από μενεξέδες και με πάρα πολλές ταινίες στο κεφάλι, και είπε: ― «Γεια σας, παλληκάρια. Θα δεχθήτε για σύντροφο στο πιοτί έναν άνθρωπο τύφλα στο μεθύσι, ή θα φύγουμε, αφού στεφανώσουμε τον Αγάθωνα ― που γι' αυτό ακριβώς και ήρθαμε; Γιατί εγώ, τ' ομολογώ, δεν μπόρεσα να 'ρθω χθες, παρά ήρθα τώρα, έχοντας στο κεφάλι μου αυτές τις ταινίες, με το σκοπό να στεφανώσω με του κεφαλιού μου τις ταινίες την κεφαλή του σοφωτάτου κι ωραιοτάτου ― έτσι δα θα τον προσφωνήσω. Μην πάη και γελάσετε με μένα, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μα εγώ, όσο κι αν εσείς γελάτε ξαίρω καλά όμως ότι λέω την αλήθεια. Αλλά, μιλάτε απ' αυτού πέρα, συμφωνημένα πράματα, να μπω ή όχι; Θα πιήτε μαζί μου όσο θα πιω κι εγώ ή όχι;».

Όλοι τότε, φυσικά, φώναζαν και τον παρακαλούσαν να μπη και να ξαπλώση, και προπάντων τον προσκαλούσε ο Αγάθων. Κι εκείνος προχωρούσε, καθώς τον έφερναν οι άνθρωποί του, κι επειδή ξετύλιγε τις ταινίες από το κεφάλι του, για να στεφανώση τον Αγάθωνα, και τις κρατούσε μπροστά από τα μάτια του, δεν τον κατάλαβε το Σωκράτη, παρά εκάθισε ανάμεσα στο Σωκράτη και σε κείνον· ― γιατί ο Σωκράτης τραβήχθηκε παραπέρα, όσο να μπορή να κάθεται κι εκείνος. Και καθώς έπαιρνε τη θέση του, φιλεί τον Αγάθωνα και τον στεφανώνει. Είπε τότε ο Αγάθων: ― «Λύστε λοιπόν, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδη για να ξαπλωθή τρίτος». ― «Πολύ καλά ― είπε ο Αλκιβιάδης. Μα ποιος μάς είναι τούτος εδώ ο τρίτος σύντροφος στο κρασοπότι;» Και την ίδια στιγμή στρίβοντας πίσω του αντίκρυσε το Σωκράτη και μόλις τον είδε, πήδησε κει πάνω και είπε: ― «Ηράκλη μου! Τ' ήταν τούτο δω; Εσύ, ο Σωκράτης; Μου έστησες καρτέρι εδώ που 'χες ξαπλωθή, όπως βέβαια το συνηθίζεις να παρουσιάζεσαι ξαφνικά εκεί που δε θα φανταζόμουνα ποτέ να βρίσκεσαι. Και τώρα γιατ' ήρθες εδώ; Και γιατί επί τέλους ξαπλώθηκες εδώ κι όχι κοντά στον Αριστοφάνη, ούτε κοντά σ' οποιονδήποτε άλλον που είναι και θέλει να είναι κωμικός, παρά εσοφίσθηκες να ξαπλωθής κοντά στον ομορφότερο από τους εδώ μέσα;» Κι ο Σωκράτης είπε: ― «Αγάθων, για κοίτα· θα με υπερασπισθής; Γιατί για μένα ο έρωτας αυτού του ανθρώπου μού έγινε μεγάλο βάσανο. Γιατί από κείνη τη στιγμή που τον αγάπησα δεν μου επιτρέπεται πια ούτε το μάτι μου να ρίξω ούτε να κουβεντιάσω με κανέναν όμορφο, παρά τούτος εδώ από τη ζήλεια του κι από το φθόνο του μου σκαρώνει παράξενα πράματα, με βρίζει και κοντεύει να μου βάλη χέρι. Κοίτα λοιπόν μην πάη και μου σκαρώση και τώρα τίποτα και φίλιωσέ μας, ή αν τύχη και δοκιμάση να μεταχειριστή βία, υπερασπίσου με, γιατί εγώ αυτουνού τη μανία και την αγάπη τη φοβούμαι πάρα πολύ».

― «Μα δεν υπάρχει τρόπος να φιλιωθούμε εγώ κι εσύ ― είπε ο Αλκιβιάδης. Αλλά γι' αυτά θα σε εκδικηθώ αργότερα. Τώρα όμως, Αγάθων, δώσε μου μερικές ταινίες για να στεφανώσουμε κι αυτουνού το παράξενο κεφάλι, και να μη μου παραπονιέται πως εγώ, ενώ εσένα σε στεφάνωσα, μολαταύτα δεν τον εστεφάνωσα αυτόν που νικάει στη συζήτηση όλους τους ανθρώπους, κι όχι μόνο μια φορά, όπως εσύ ενίκησες προχθές, αλλά πάντοτε». Και συνάμα πήρε από τις ταινίες κι εστεφάνωσε το Σωκράτη κι ύστερα ξαπλώθηκε.