Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Και, για να δούμε αν η γνώμη μου είναι ορθή, ας εξετάσουμε άλλη μια φορά όλοι μαζί την ωδή.

Ο πρώτος κιόλας στίχος της ωδής μπορεί να φανεί παράλογος, αφού, θέλοντας να πει ότι είναι δύσκολο να γίνει κανείς καλός, κατόπι βάζει στη μέση το «ναι». Όμως ποια άλλη λογική εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του «ναι» μπορούμε να δώσουμε, παρά μονάχα αν υποθέσουμε ότι ο Σιμωνίδης μιλά σαν να έχει μπροστά του το ρητό του Πιττακού και να τα βάζει μαζί του; δηλαδή, την ώρα που ο Πιττακός λέει «να 'ναι κανείς καλός είναι δύσκολο», ο Σιμωνίδης τον αποπαίρνει λέγοντας: «Όχι, αλλά είναι δύσκολο, ναι, ενάρετος ο άνθρωπος να γίνει, Πιττακέ, στ' αλήθεια» ― όχι «αληθινά ενάρετος»· δεν συνδέει τη λέξη «αληθινά» με το «ενάρετος», σαν να υπάρχουν άνθρωποι άλλοι αληθινά ενάρετοι κι άλλοι ενάρετοι, όχι όμως αληθινά· ένα τέτοιο νόημα θα φαινόταν ανόητο κι όχι άξιο του Σιμωνίδη. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι η λέξη «αληθινά» τοποθετήθηκε εδώ σε σχήμα υπερβατό, δηλαδή ότι ο Σιμωνίδης ερμήνευσε κάπως έτσι το ρητό του Πιττακού: ας πούμε ότι μιλά ο ίδιος ο ΙΙιττακός κι ο Σιμωνίδης απαντά. Ο πρώτος λέει: «Άνθρωποι, να 'ναι κανείς καλός είναι δύσκολο»· απαντά ο άλλος: «Δεν λες την αλήθεια, Πιττακέ· γιατί όχι να είναι, αλλά να γίνει, βέβαια, ενάρετος ο άνθρωπος, τετράγωνος στα χέρια και στα πόδια και στο νου, είναι στ' αλήθεια δύσκολο». Έτσι βλέπουμε ότι έχει τη θέση του εκείνο το «ναι» που μπήκε στη μέση και ότι η ορθή θέση του «αληθινά» είναι στο τέλος· κι όλοι οι στίχοι που ακολουθούν βεβαιώνουν ότι αυτό το νόημα έχει το ποίημα. Και η κάθε μικρότερη ενότητα της ωδής έχει πολλά στοιχεία που πείθουν ότι είναι ένα ωραίο ποίημα· γιατί είναι κομψό και φροντισμένο. Αν όμως επιχειρούσαμε να το αναλύσουμε μ' αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση θα πήγαινε σε μάκρος· ας εξετάσουμε λοιπόν το γενικό διάγραμμα και την πρόθεσή του, ότι δηλαδή η ωδή από την αρχή ως το τέλος είναι κριτική του ρητού του Πιττακού.

Γιατί ύστερ' από μερικούς στίχους (ας τους αποδώσουμε στο πεζό) λέει: «Είναι δύσκολο, ναι, ο άνθρωπος να γίνει ενάρετος αληθινά, είναι όμως δυνατό για ένα ορισμένο διάστημα· αλλά από την ώρα που έγινε, να κρατιέται κανείς σ' αυτή την κατάσταση και να είναι καλός ―όπως λες εσύ Πιττακέ― είναι αδύνατο και υπεράνθρωπο, γιατί

βραβείο τέτοιο μόνο θεός μπορεί να το κρατεί·
αδύνατο όμως άνθρωπος να μην είναι κακός,
αν συντυχιά αφεύγατη κάτω τον ρίξει.

Λοιπόν, ποιον «συντυχιά αφεύγατη τον ρίχνει κάτω» από το αξίωμα του καπετάνιου; όχι βέβαια τον επιβάτη, γιατί ο επιβάτης ποτέ δεν ήταν στο τιμόνι· όπως λοιπόν δεν μπορεί κανείς να ρίξει κάτω έναν ξαπλωμένο, αλλά μόνο τον όρθιο μπορεί καμιά φορά να ρίξει κάτω, ώστε να τον κάνει ξαπλωμένο, τον ξαπλωμένο όμως όχι, έτσι και τον πολυμήχανο μπορεί καμιά φορά συντυχία αφεύγατη να τον ρίξει κάτω, τον άπραγο όμως όχι. Το ίδιο και τον καπετάνιο μια ξαφνική θύελλα με το ξέσπασμά της μπορεί να τον κάνει άπραγο, όπως και μια ανάποδη εποχή μπορεί με το διάβα της να κάνη άπραγο το γεωργό ― κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και σ' ένα γιατρό. Γιατί υπάρχει περίπτωση ο καλός να γίνει κακός, καθώς κι άλλος ποιητής το βεβαιώνει με το στίχο του:

μα ο πόχει αντρειά τώρα κιοτής, αύριο παλικάρι·

ενώ ο κακός δεν μπορεί να γίνει κακός· δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, πάντα του είναι. Ώστε ο πολυμήχανος κι ο σοφός κι ο ενάρετος «αν συντυχιά αφεύγατη τον ρίξει κάτω» αδύνατο να μην είναι κακός· εσύ όμως υποστηρίζεις, Πιττακέ, πως είναι δύσκολο να 'ναι κανείς καλός· στην πραγματικότητα το να γίνει κανείς καλός είναι δύσκολο, αλλά δυνατό, ενώ το να είναι κανείς καλός είναι αδύνατο:

στην ευτυχία όλοι μας γινόμαστε καλοί,
κακοί στη δυστυχία
.

Λοιπόν τι λέμε προκοπή στα γράμματα και τι είναι αυτό που εξασφαλίζει την προκοπή στα γράμματα; ολοφάνερα η μάθησή τους. Πάλι ποια προκοπή κάνει καλόν ένα γιατρό; ολοφάνερα το να έχει μάθει να θεραπεύει τους αρρώστους. «Κακός στη δυστυχία»· ποιος άνθρωπος λοιπόν μπορεί να βγει αποτυχημένος γιατρός; ολοφάνερα εκείνος που πρώτα πρώτα είναι γιατρός και μάλιστα καλός γιατρός· γιατί αυτός θα μπορούσε να γίνει κι αποτυχημένος· εμείς οι άλλοι όμως, που δεν έχουμε ιδέα από ιατρική, σε περίπτωση δυστυχίας δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθούμε ούτε γιατροί ούτε αρχιτέκτονες ούτε τίποτ' άλλο παρόμοιο· κι εκείνος που στη δυστυχία του δεν μπορεί να θεωρηθεί γιατρός, ολοφάνερα αυτός δεν μπορεί να ονομαστεί και κακός γιατρός. Παρόμοια και ο ενάρετος άνθρωπος δεν αποκλείεται καμιά φορά να γίνει κακός ― θες από το πέρασμα του καιρού, θες από κούραση, θες από αρρώστια ή από κάποιο άλλο συναπάντημα· γιατί η μόνη αληθινή συμφορά είναι αυτή: το να χάσει κανείς τις γνώσεις του· ενώ ο κακός δεν είναι δυνατό να γίνει κάποτε κακός· γιατί πάντα του είναι· λοιπόν, αν είναι να γίνει κακός, πρέπει προηγουμένως να γίνει ενάρετος. Έτσι και αυτοί οι στίχοι της ωδής αυτό θέλουν να πουν, δηλαδή ότι δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος να είναι ενάρετος, να μένει συνέχεια ενάρετος, είναι όμως δυνατό να γίνει ενάρετος, και ξανά αυτός ο ίδιος να γίνει κακός·

ποιον αγαπάνε οι θεοί, αυτός ο πιο καλός
και για καιρό περίσσιο.

Λοιπόν κι ολ' αυτά προς τον Πιττακό απευθύνονται, αλλά και η συνέχεια της ωδής μάς το δείχνει καλύτερα. Λέει δηλαδή:

Ύστερα πώς εγώ να φτάσω να ποθήσω
ό,τι να γίνει δεν μπορεί,
να ρίξω ―χαμένο ρίξιμο― το ζάρι της ζωής μου
σε μιαν ελπίδα–χίμαιρα:
άνθρωπον αψεγάδιαστο να βρω, μες σ' όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι;
καρτέρα ― πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·

αυτά λέει. Με τέτοιο πείσμα από την αρχή ως το τέλος της ωδής τα βάζει με το ρητό του Πιττακού·

καθένας που πράξη αισχρή δεν κάνει
θέλοντας, έχει τον έπαινό μου
κι είναι μες στην καρδιά μου·
με την ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν·

κι αυτοί οι στίχοι τα έχουν με το ίδιο ρητό. Γιατί βέβαια ο Σιμωνίδης δεν ήταν τόσο αμόρφωτος, ώστε να γράψει ότι επαινεί εκείνους που με τη θέλησή τους κάνουν το κακό. Γιατί εγώ έχω πεισθεί σχεδόν γι' αυτό, δηλαδή ότι κανένας σοφός δεν παραδέχεται πως υπάρχει άνθρωπος που με τη θέλησή του κάνει αδικήματα ή με τη θέλησή του κάνει κακές κι αισχρές πράξεις, άλλα όλοι τους ξέρουν ότι αυτοί που κάνουν κακές κι αισχρές πράξεις τις κάνουν χωρίς να το θέλουν· έτσι και ο Σιμωνίδης δεν μας λέει ότι τον έπαινό του τον δίνει σ' όποιον δεν κάνει κακό με τη θέλησή του, αλλά εκείνο το «θέλοντας» το λέει για τον εαυτό του. Γιατί σκέφτηκε ότι πολλές φορές συμβαίνει ένας καλός κι ενάρετος άνθρωπος να πιέζει τον εαυτό του για να συμπαθήσει και να επαινέσει κάποιον, λόγου χάρη τυχαίνει πολλές φορές να έχει κάποιος πατέρα ιδιότροπο ή μητέρα ή πατρίδα ή κάτι άλλο παρόμοιο. Λοιπόν οι κακοί άνθρωποι, όταν τους τύχει κάτι τέτοιο, σχεδόν μ' αγαλλίαση το διαπιστώνουν και με τις κατηγόριες τους βγάζουν στη φόρα και πομπεύουν την κακότητα των γονικών τους ή της πατρίδας τους, ώστε, αν τους παραμελήσουν, να μην έχουν την κατηγόρια ή την κακολογία του κόσμου, επειδή τους παραμελούν ― και φτάνουν στο σημείο να τους κατηγορούν ακόμα περισσότερο και να προσθέτουν σ' ό,τι αποκρουστικό έχουν αυτοί από τη φύση τους κι άλλα, που οι ίδιοι βγάζουν από το νου τους. Αντίθετα, οι ενάρετοι πιέζουν τον εαυτό τους να σκεπάζουν τις ιδιοτροπίες των δικών τους και να λένε λόγια επαινετικά· κι αν καμιά φορά αδικηθούν και αγαναχτήσουν με τους γονείς και την πατρίδα τους, μόνοι τους δίνουν τόπο στην οργή και τα ξαναφτιάχνουν ― φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πιέσουν τον εαυτό τους να συμπαθούν και να επαινούν τους δικούς των. Λοιπόν φαντάζομαι ότι κι ο Σιμωνίδης πολλές φορές έκρινε καλό να παινέψει και να υμνήσει κι αυτός κάποιον τύραννο ή άλλο παρόμοιο πρόσωπο όχι με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη. Γι' αυτό λοιπόν λέει και στον Πιττακό ότι «Αν σε αποπαίρνω, Πιττακέ, δεν είναι επειδή μου αρέσει να κατηγορώ, αφού

αν δω πως ένας άνθρωπος κακός δεν είναι
ούτε και βλάστημος όσο δεν παίρνει,
μα ξέρει της πατρίδας το καλό, τους νόμους,
κι αρρωστημένο τίποτε σ' αυτόν, μου φτάνει·
λόγο κακό γι' αυτόν δε λέω
(οι κατηγόριες διόλου δε μ' αρέσουν)·
όσο για τους ανέμυαλους, σαν άμμος η σπορά τους,

κι έτσι, όσοι βρίσκουν τη χαρά τους στις κατηγόριες, θα χορτάσουν κατηγορώντας αυτούς·

ωραίο 'ναι το κάθε τι στ' αλήθεια
που δεν του λέρωσε την όψη η ασκήμια».

Λέγοντας αυτά δεν είναι σαν να μας έλεγε ότι όλα είναι άσπρα, φτάνει να μην έχουν ανακατωθεί με τα μαύρα· γιατί τότε το νόημα θα 'ταν γελοίο από κάθε άποψη· αλλά θέλει να πει ότι αυτός δέχεται και τα μέτρια, και έτσι δεν τα κατηγορεί. Μας λέει ακόμα: δεν ψάχνω να βρω

άνθρωπον αψεγάδιαστο, μες σ' όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι·
καρτέρα ― πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·

κι έτσι κανέναν δεν θα επαινέσω ως τέλειον, αλλά εμένα μου φτάνει όποιος βρίσκεται στο μέσο και δεν κάνει κακό κανένα· γιατί κάθε άνθρωπος είναι μες στην καρδιά μου κι έχει τον έπαινό μου θέλοντας· (εδώ πρέπει να μπει το κόμμα, μετά το «θέλοντας»), που πράξη αισχρή δεν κάνει, όμως σε μερικούς δείχνω συμπάθεια και τους επαινώ χωρίς να το θέλω. Λοιπόν, Πιττακέ, ποτέ δεν θα σ' απόπαιρνα, φτάνει τα λόγια σου να 'ταν κάπως λογικά κι αληθινά. Τώρα όμως ―επειδή δημιουργείς την εντύπωση ότι λες την αλήθεια, ενώ πέφτεις έξω πάρα πολύ και πάνω σε πολύ σπουδαίο ζήτημα― γι' αυτό σε αποπαίρνω.

Αυτές οι σκέψεις, κατά τη γνώμη μου, οδήγησαν τον Σιμωνίδη να γράψει αυτή την ωδή, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα.

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης.

»Ελάτε λοιπόν ας το μελετήσουμε τώρα κι όλοι μαζί, να δούμε κιόλας αν τα λέω σωστά.

»Πραγματικά, από την αρχή ακόμα του ποιήματος, θα 'βλεπε κανείς για παραλογισμό τούτο ακριβώς. Εκεί που πάει να μας πει: "άνθρωπος άξιος… να γίνεις φοβερό", αμέσως μας πετάει την παρεμβολή: "σου το λέω". Αυτό αλήθεια για κανένα λόγο δε δείχνει να έχει παρεμβληθεί εκεί, παρά μόνο αν νοηθεί ότι το λέει ο Σιμωνίδης ας πούμε σαν να φιλονικεί με του Πιττακού το απόφθεγμα. Φαντάζεστε τον Πιττακό να λέει: "Φοβερό άξιος να 'σαι" κι αυτός να του το αμφισβητεί και να του λέει: "Όχι έτσι, Πιττακέ. Αλλά μόνο να γίνεις άνθρωπος άξιος κι εγώ το λέω, είναι φοβερό, αληθινά". Ούτε λέει "άξιος ασάλευτα". Δε δίνει αυτή τη θέση στο αλάθευτο, σαν να 'ναι τάχα μερικοί άξιοι αληθινά και μερικοί άλλοι, άξιοι κι αυτοί, αλλά όχι αληθινά. Καθένας πια θα τό 'βλεπε για ανόητο αυτό και δε θα ταίριαζε στο Σιμωνίδη. Αλλά πρέπει το "ασάλευτα" να το δούμε σε υπερβατό σχήμα μέσα στο τραγούδι, με έναν τρόπο δηλαδή που να παραπέμπει σε ό,τι λέει ο Πιττακός. Σαν να είχαμε ας πούμε τον ίδιο τον Πιττακό να μιλάει και να του απαντάει ο Σιμωνίδης. Εκείνος να λέει: "Άνθρωποι εσείς, τι φοβερό άξιος να 'σαι!" Και να του απαντάει ο ποιητής: "Εσύ Πιττακέ, δε μίλησες αλάθευτα. Γιατί πραγματικά, όχι να είσαι, αλλά να γίνεις άξιος άνθρωπος, χέρια και πόδια και μυαλό τετράγωνος, δίχως ψεγάδι εργασμένος, αυτό είναι φοβερό, σου λέω, ασάλευτα". Έτσι βλέπουμε να έχει το λόγο της αυτή η παρεμβολή "σου το λέω" κι η σωστή θέση του "ασάλευτα" να είναι στο τέλος. Κι όλα τα άλλα στη συνέχεια μας το επιβεβαιώνουν, ότι με αυτή την έννοια είναι γραμμένα.

»Υπάρχουν πολλά βέβαια και πάνω σε κάθε φράση ακόμα του ποιήματος ικανά για να φανερώσουν πόσο καλοφτιαγμένο είναι. Πραγματικά, είναι πάρα πολύ καλαίσθητο και προσεγμένο ποίημα. Όμως θα πήγαινε πολύ μακριά μια τέτοια διεξοδική του ανάλυση. Μόνο την κατασκευή του γενικά να κοιτάξουμε ως το τέλος καθώς και την πρόθεση του ποιήματος, να δούμε ότι πάνω από οτιδήποτε άλλο γίνεται ανασκευή του αποφθέγματος του Πιττακού σε όλο το τραγούδι.

»Πράγματι, λίγο παρακάτω προχωράει και λέει τα εξής, αν τα 'λεγε έτσι όπως μιλάμε: "Να γίνεις άξιος άνθρωπος φοβερό το λέω ασάλευτα. Πάντως είναι κατορθωτό για λίγον καιρό. Αλλά σαν γίνεις, να κρατηθείς σ' αυτή την κατάσταση και να είσαι άξιος άνθρωπος, όπως εσύ το λες Πιττακέ, αδύνατο. Κι ούτε είναι ανθρώπινο, αλλά θεός μονάχα θα το κέρδιζε αυτό το βραβείο".

Ποιος άνθρωπος δεν καταλήγει κακός να 'ναι
σαν κάποτε μια άμετρη συμφορά τον ρίξει!

»Λοιπόν, πέστε μου. Ποιον ρίχνει από τη διακυβέρνηση του πλοίου μια άμετρη συμφορά; Φυσικά, όχι τον απλό ναύτη. Γιατί η θέση του ναύτη μόνιμα είναι κάτω. Είναι το ίδιο που συμβαίνει με τον ξαπλωμένο. Δεν μπορείς να τον σπρώξεις να πέσει. Ενώ έναν που 'ναι όρθιος μπορείς να τον σπρώξεις και να τον ξαπλώσεις κάτω, στον ξαπλωμένο τι μπορείς να κάνεις; Έτσι κι εκείνον που μπορεί και βρίσκει τα σωστά μέτρα, είναι δυνατό κάποτε να τον ρίξει έξω μια άμετρη συμφορά, όχι όμως κι αυτόν που τα σωστά του μέτρα τα 'χει μόνιμα χαμένα. Έτσι και τον καπετάνιο, άμα τον χτυπήσει καμιά μεγάλη τρικυμία, μπορεί να του βγάλει άχρηστα όλα του τα μέτρα. Κι άμα πέσει στο γεωργό καμιά φοβερή κακοκαιρία, μπορεί να τον αφήσει ακάλυπτο από τα αναγκαία μέτρα. Και για το γιατρό τα ίδια ισχύουν. Δηλαδή ένας που έχει κάποια αξία είναι ενδεχόμενο να χαλάσει. Έτσι μας βεβαιώνει και κάποιος άλλος ποιητής. Αυτός έχει πει:

Όποιος αξίζει, αυτός χαλά, ή κι άξιος θενά μείνει.

Ενώ δεν έχει περιθώρια να γίνει κακός ένας που είναι κιόλας. Αλλά αυτός, αναγκαστικά, μόνο να είναι μπορεί. Επομένως: ''Ο άνθρωπος που ξέρει να βρίσκει τα σωστά μέτρα, ο σοφός κι ο άξιος, έτσι και κάποτε μια άμετρη συμφορά τον ρίξει, δεν καταλήγει παρά στο να 'ναι κακός. Όμως εσύ Πιττακέ μας λες φοβερό άξιος να 'σαι. Αλλά φοβερό είναι το να γίνεις, που ωστόσο είναι κατορθωτό. Ενώ το να 'σαι είναι ακατόρθωτο".

Τα πήγε λες καλά: όποιος και να 'ναι, άξιος.

Κακός, άσχημα σαν τα πήγε.

»Λοιπόν, πέστε μου. Τι σημαίνει το να πηγαίνεις καλά στα γράμματα; Τι άλλο σε δείχνει στα γράμματα έναν άξιο άνθρωπο; Φυσικά η μάθηση πάνω σ' αυτά. Κι ένα γιατρό ποια είναι άλλη καλή επίδοση που τον δείχνει άξιο; Φυσικά η μάθηση που έχει για το πώς θεραπεύονται οι άρρωστοι. Ενώ ο "κακός, λέει, άσχημα τα πήγε". Και πέστε μου. Ποιος μπορεί να γίνει κακός γιατρός; Φυσικά, ένας που 'χει πρώτη την ιδιότητα του γιατρού, έπειτα του άξιου γιατρού. Μπορεί να γίνει αυτός και κακός. Ενώ εμείς που είμαστε έξω από την ιατρική, δεν μπορούμε ούτε αποτυχημένοι γιατροί να γίνουμε σε κάποια στιγμή, όπως ούτε και τεχνικοί ή οτιδήποτε άλλο. Ένας όμως που κι αποτυχημένος να γίνει, γιατρός δεν μπορεί να γίνει, αυτός φυσικά δεν μπορεί να γίνει ούτε κακός γιατρός. Έτσι και στην αρετή του ανθρώπου. Ο άξιος άνθρωπος κάποτε μπορεί να γίνει και άθλιος, ή με τα γηρατειά ή από μεγάλη ταλαιπωρία ή από καμιά αρρώστια ή από άλλη κακή περίσταση. Αν χάσει δηλαδή την επίγνωση του εαυτού του: γιατί αυτή ακριβώς είναι η μοναδική κακομοιριά. Ο κακός όμως δεν μπορεί να γίνει σε κάποια στιγμή κακός, γιατί είναι τέτοιος μόνιμα. Αλλά για να μπορεί να γίνει κακός, πρώτα πρέπει να γίνει καλός και άξιος. Επομένως κι αυτό το σημείο του ποιήματος προς την ίδια κατεύθυνση μας οδηγεί: ότι δηλαδή δεν μπορεί ένας άνθρωπος να είναι άξιος και να παραμένει άξιος. Μπορεί να γίνει όμως άξιος, μπορεί επίσης και κακός, ο ίδιος ακριβώς. "Και πιο πολύ κρατούν κι αυτοί 'ναι κι οι πιο άξιοι, που των θεών έλαχε να 'χουν την αγάπη".

»Όλα λοιπόν αυτά έχουν γραφτεί σε απάντηση της φράσης του Πιττακού. Η συνέχεια τουλάχιστον του τραγουδιού το κάνει ακόμα πιο σαφές. Λέει πράγματι:

Γι' αυτό ποτέ κι εγώ τίποτε που να γίνει
δεν μπορεί ούτε θα γυρέψω. Κούφιο εγώ και για ά–
πιαστη ελπίδα το τυχερό της ζωής μου δε θα παίξω,
για τον απρόσβλητο άνθρωπο, ένα από μας που της απλόχωρής μας
γης τρυγάμε τον καρπό.
Και σαν τον εύρω ευθύς θα σας τον αναγγείλω.

Και συνεχίζει έτσι. Τόσο αδυσώπητα και σε όλο το τραγούδι ασταμάτητα χτυπάει το ρητό του Πιττακού.

Καθένας δόξα θενά βρει και τη δική μου αγάπη
αυτόβουλα όποιος έργο δε δείξει
άσχημο ποτέ. Με την ανάγκη ωστόσο ούτε οι θεοί δεν αντιμάχονται.

Κι αυτό με την ίδια πρόθεση έχει γραφτεί. Βλέπετε, δεν ήταν ο Σιμωνίδης κανένας αμόρφωτος, ώστε να παραδέχεται ότι δοξάζει εκείνον που αυτόβουλα δε θα κάνει κακό, λες και υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κακά έργα με τη θέλησή τους. Πράγματι, εγώ πάω πια να το πιστέψω, πως δεν υπάρχει σοφός που να μη δέχεται ότι κανένας άνθρωπος δεν πέφτει σε σφάλματα με τη θέλησή του, κανείς δε διαπράττει τις ασχημίες ή τις κακίες αυτόβουλα. Μάλιστα ξέρουν πολύ καλά οι σοφοί ότι όλοι όσοι κάνουν ασχημίες ή κακίες τις κάνουν άθελα. Γι' αυτό λοιπόν κι ο Σιμωνίδης δε λέει ότι θα δοξολογάει όποιον δεν κάνει κακά έργα θεληματικά. Λέγοντας "αυτόβουλα" δεν αναφέρεται σ' αυτούς αλλά στο πρόσωπό του. Γιατί είχε υπόψη του ότι ο καλός κι άξιος άνθρωπος πιέζει πολλές φορές τον εαυτό του να δείξει τη φιλία και την εκτίμησή του σε κάποιον. Αυτό συμβαίνει σε πολλούς με καμιά ιδιότροπη μάνα ή πατέρα ή με την ιδιαίτερη πατρίδα τους ή με ό,τι άλλο. Έ λοιπόν, οι κακόβουλοι, όταν τους συμβαίνει κάτι τέτοιο, ευχαριστιούνται να παρατηρούν και να κατακρίνουν επιδεικτικά και με νόμιμες καταγγελίες την κακότητα των γονιών τους ή μιας πολιτείας. Επιδίωξή τους είναι να μην κατηγορηθούν από τους ανθρώπους, όσο κι αν παραμελήσουν αυτούς τους δεσμούς που έχουν. Να μην κινήσουν δηλαδή τη γενική κατακραυγή για παραμέληση καθήκοντος προς τους δικούς τους. Κι έτσι ακόμα περισσότερο να τους κακίζουν και να προσθέτουν, κοντά στις εχθρότητες που υπάρχουν υποχρεωτικά με αυτούς, κι άλλες ακόμα αυτοπροαίρετες. Ενώ αντίθετα οι σωστοί άνθρωποι ξέρουν και συγκαλύπτουν, επιβάλλονται στον εαυτό τους να είναι καλομίλητοι, κι αν καμιά φορά θυμώσουν με τους γονείς ή με την πατρίδα τους για ό,τι αδικία τούς έγινε, μόνοι τους καθησυχάζουν τον εαυτό τους και τον συμφιλιώνουν. Με κάθε τρόπο πιέζονται να έχουν αγάπη με τους δικούς τους και να τους τιμούν.

»Φαντάζομαι ότι πολλές φορές κι ο ίδιος ο Σιμωνίδης θα θεώρησε καλό να επικροτήσει και να εξυμνήσει κανέναν τύραννο ή κάτι τέτοιο, επειδή πιεζόταν, όχι αυτοπροαίρετα. Να λοιπόν γιατί μιλάει και στον Πιττακό έτσι: "Εγώ, Πιττακέ, αν σε επικρίνω, δεν είναι γιατί αγαπώ τις επικρίσεις, αφού

άλλο δε θέλω, μόνο κακός να μην είναι κανείς
ούτε κι αχρείος ολότελα, να
ξέρει κι από δίκιο, της πολιτείας σωτήριο, να 'ναι στρωτός.

Κανένα τότε εγώ δε θα του βρω ψεγάδι
(δεν αγαπώ εγώ το ψεγάδιασμα). Να, κεφαλές ηλίθιων, γένος ατέλειωτο.
Όποιος λοιπόν ευχαριστιέται να βρίσκει ψεγάδια, δε θα προλαβαίνει να στολίζει".

Τι όμορφα ειν' όλα, κι εκείνα που η ασχήμια δεν τα 'χει θολωμένα.

»Με αυτό το τελευταίο δε θέλει να πει κάτι σαν αυτό ας πούμε: Τι άσπρα που 'ναι όλα εκείνα όσα η μαυρίλα δεν τα 'χει πιάσει ακόμα. Φαιδρό θα ήταν, όπως και να το παίρναμε. Αλλά θέλει να μας πει ότι γι' αυτόν είναι δεκτά και τα μεσαία, ώστε κι αυτά να μην καταδικάζονται. Και "δε γυρεύω, μας είπε, κανέναν απρόσβλητο άνθρωπο σε μας εδώ που της απλόχωρής μας γης τρυγάμε τον καρπό, αλλά και σαν τον βρω θα σας τον αναγγείλω αμέσως". Γι' αυτό λοιπόν "και κανέναν ξεχωριστά δε θα δοξάσω, αλλά δε θέλω παρά μεσαίος μόνο να 'ναι κανείς και κακό ποτέ του να μην κάνει, αφού όλοι θενά 'χουν αγάπη από μένα και δόξα". Οι εκφράσεις μάλιστα που μεταχειρίζεται εδώ είναι από τη διάλεκτο των Μυτιληναίων, αφού στον Πιττακό ακριβώς τις απευθύνει, και ιδίως αυτό: "Καθένας δόξα θε να βρει και τη δική μου αγάπη αυτόβουλα, (κι είδαμε ότι εδώ είναι σωστό να χωρίζεται η φράση, στο αυτόβουλα,) όποιος έργο δε δείξει άσχημο ποτέ. Ενώ και μερικοί έτυχε να βρουν δόξα κι αγάπη από μένα χωρίς να θέλω εγώ. Άρα κι εσένα, Πιττακέ, αν μέτρια έστω ακολουθούσες την ορθότητα και την αλήθεια στα λόγια σου, δε θα σε κατέκρινα. Τώρα όμως σε κατακρίνω, γιατί έτσι απροκάλυπτα και για ζητήματα τόσο σπουδαία λες ψέματα, εκεί που δείχνεις πως λες την αλήθεια."

»Να λοιπόν, Πρόδικε και Πρωταγόρα» είπα «τι νομίζω πως είχε στο νου του ο Σιμωνίδης, όταν συνέθετε αυτό το ποίημα».

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτων. Πρωταγόρας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Ας το εξετάσωμε λοιπόν όλοι μαζί, για να δούμε αν έχω δίκιο.

Ευθύς αμέσως, αλήθεια, η αρχή του ποιήματος μπορεί να φανή σαν έργο μανίας, γιατί ενώ θέλει να πη ότι είναι δύσκολο να γίνη κανείς αγαθός, την ίδια ώρα βάζει στη μέση το «μεν». Αυτό το «μεν» δεν φαίνεται να παρεμβάλλεται με κανένα λογικό αίτιο, αν δεν δεχτή κανείς ότι ο Σιμωνίδης το λέγει για τη γνώμη του Πιττακού, σαν να βρίσκεται σε φιλονεικία μαζί της· ενώ ο Πιττακός λέγει ότι «δύσκολο καλός να 'ναι κανείς», ο Σιμωνίδης το αμφισβητεί και λέγει: Όχι, να γίνη κανείς αγαθός άνθρωπος, αυτό είναι δύσκολο, Πιττακέ, αλήθεια· όχι λοιπόν αλήθεια αγαθός· δεν αποδίδει στο αγαθός το «αλήθεια», σαν να υπήρχαν άνθρωποι, άλλοι «αλήθεια αγαθοί» και άλλοι αγαθοί, αλλά όχι «αλήθεια αγαθοί»· ένα τέτοιο πράγμα θα φαινόταν ηλίθιο και όχι άξιο του Σιμωνίδη. Πρέπει να δεχτούμε ότι στο μέρος αυτό έχομε υπερβατόν, σαν να απαντούσε κάπως έτσι στη γνώμη του Πιττακού, να, όπως αν υποθέταμε ότι ο ίδιος ο Πιττακός μιλά και ο Σιμωνίδης απαντά· όπου ο πρώτος λέγει: «δύσκολο καλός να 'ναι κανείς»· και ο Σιμωνίδης άπαντα: Ε, Πιττακέ, δεν είναι σωστό αυτό που λες γιατί, όχι να είναι αλλά «να γίνη κανείς αγαθός άνθρωπος τετράγωνος στα χέρια και στα πόδια και στο νου, χωρίς ψεγάδι καμωμένος» τούτο είναι «αλήθεια δύσκολο». Έτσι και η παρεμβολή του «μεν» έχει το λόγο της και η ορθή θέση τού «αλήθεια» είναι στο τέλος. Και όλη η συνέχεια επιβεβαιώνει την ερμηνεία μου ότι έτσι έχουν λεχθή από τον ποιητή. Για κάθε τι που λέγεται στο ποίημα με πολλά είναι δυνατό να αποδείξη κανείς την αρτιότητα του έργου, που είναι αλήθεια καμωμένο με πολλή χάρη και φροντίδα. Αλλά θα πηγαίναμε εις μάκρος αν το εξετάζαμε στις λεπτομέρειες· ας το εξετάσωμε όμως στον γενικό τύπο και την πρόθεσή του, ότι δηλαδή, περισσότερο από κάθε άλλο, σκοπό του έχει να ελέγξη μέσα σε όλο το ποίημα τη γνώμη του Πιττακού.

Λέγει, αλήθεια, ο Σιμωνίδης λίγο ύστερα από το μέρος που ανέφερα, τούτα, που έτσι θα τα λέγαμε σε πεζό: ότι να γίνη κανείς αγαθός άνθρωπος είναι αλήθεια δύσκολο, είναι όμως δυνατό να γίνη για λίγο καιρό· άμα όμως γίνη, να παραμένη σ' αυτή την κατάσταση και να είναι διαρκώς αγαθός, όπως συ λέγεις, Πιττακέ, είναι αδύνατο και όχι ανθρώπινο· τούτο «ένας θεός μόνο μπορεί να το 'χη για προνόμιο»·

«ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να μην είναι κακός,
αφεύγατη όταν συμφορά τον καταβάλη».

Ποιον άραγε καταβάλλει η συμφορά που δεν αφήνει διέξοδο στην κυβέρνηση πλοίου; Όχι βέβαια τον αδαή· τούτος πάντα του είναι έξω από λογαριασμό· όπως δεν ρίχνει κανείς κάτω εκείνον που είναι ξαπλωμένος στη γη, αλλά μόνο εκείνον που στέκεται όρθιος μπορεί κανείς κάποτε να ρίξη κάτω, ώστε να τον κάμη να είναι ξαπλωμένος, τον ξαπλωμένο όμως όχι, έτσι και κείνον που είναι πολυμήχανος μπορεί μια συμφορά που δεν αφήνει διέξοδο να τον καταβάλη, εκείνον όμως που πάντα του είναι ανίκανος να βρη διέξοδο, όχι· έτσι και στον πηδαλιούχο του πλοίου η ακατανίκητη θύελλα, όταν ξεσπάση, δεν αφήνει διέξοδο, το ίδιο και στο γεωργό, όταν του έλθη κακιά εποχή, και στο γιατρό, ίδιες μεγάλες δυσκολίες. Ο γενναίος, αλήθεια, μπορεί να γίνη δειλός, όπως μαρτυρεί και άλλος ποιητής που είπε:

«Ο γενναίος, ναι, τώρα δειλός, ύστερα είναι άντρας πάλι»·

ενώ ο δειλός δεν μπορεί να γίνη δειλός· είναι κατ' ανάγκην πάντα. Ώστε ο πολυμήχανος και ικανός και αγαθός, όταν τον καταβάλη η συμφορά που δεν αφήνει διέξοδο, δεν είναι δυνατό να μην είναι κακός· ενώ εσύ, Πιττακέ, λες ότι είναι δύσκολο να 'ναι κανείς καλός· η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να γίνη κανείς καλός, δυνατό όμως, αλλά να είναι καλός είναι αδύνατο·

«άμα του παν καλά, κάθε άνθρωπος καλός,
κακός, αν αποτύχη»·

Ποια άραγε πράξη είναι καλή σχετικά με τα γράμματα, και ποια κάνει τον άνθρωπο καλό ως προς αυτά; Είναι φανερό, η πράξη να τα μάθη. Και ποια επιτυχημένη πράξη κάνει καλό το γιατρό; Είναι φανερό, το να μάθη τη θεραπεία των αρρώστων. Κακός όμως, αν αποτύχη. Ποιος λοιπόν θα γινόταν κακός γιατρός; Είναι φανερό ότι εκείνος που έχει πρώτα πρώτα την ιδιότητα του γιατρού, και έπειτα την ιδιότητα του καλού γιατρού· γιατί αυτός θα μπορούσε να γίνη και κακός. Εμείς οι άλλοι, οι αδαείς στην ιατρική, αν αποτυχαίναμε, δε θα γινόμασταν ποτέ ούτε γιατροί ούτε αρχιτέκτονες ούτε τίποτε άλλο απ' αυτά· κι όποιος αποτυχαίνοντας δεν θα γινόταν γιατρός, είναι φανερό ότι ούτε κακός γιατρός είναι. Το ίδιο και ο καλός άνθρωπος θα μπορούσε κάποτε να γίνη και κακός, από το χρόνο, τον κόπο, ή από αρρώστια, ή από κανένα άλλο περιστατικό· γιατί τούτη μόνη είναι κακή πράξη· η στέρηση της επιστήμης. Αλλά ο κακός δεν είναι δυνατό να γίνη κάποτε κακός· είναι πάντα· αν όμως πρόκειται να γίνη κακός, πρέπει καλός πρώτα να γίνη. Ώστε και αυτό το μέρος του ποιήματος τείνει σε τούτο το συμπέρασμα, ότι να είναι κανείς καλός, να μένη πάντα καλός, είναι αδύνατο, να γίνη όμως είναι δυνατό, και ο ίδιος να γίνη και κακός· «πολύν καιρό όμως είναι καλοί και μάλιστα άριστοι, όσους αγαπούν οι θεοί».

Και αυτά λοιπόν όλα στον Πιττακό απευθύνονται· και όσα ακολουθούν ακόμη καλύτερα το φανερώνουν. Γιατί λέγει ο Σιμωνίδης:

«Γι' αυτό ποτέ δε θα ζητήσω εγώ
ό,τι δεν είναι μπορετό· κι ούτε τον κύβο
της ζωής σα ρίξω στην άδεια
κι ακατόρθωτη ελπίδα,
να βρω τον αψεγάδιαστο άνθρωπο
μέσα σ' αυτούς που της πλατειάς γης
τρώμε τον καρπό· κι άμα τον βρω,
να 'ρθω να σας τον αναγγείλω».

Αυτά λέγει· τόσο πολύ μέσα σε όλο το ποίημα τα βάζει με τη γνώμη του Πιττακού:

«Όλους τους αγαπώ και τους παινώ
θέλοντας όποιος δεν κάνει κακό κανένα·
ούτε οι θεοί τα βάζουνε με την ανάγκη».

Και τούτο το λέγει για το ίδιο ζήτημα. Γιατί δεν ήταν ο Σιμωνίδης τόσο απαίδευτος, ώστε να πη πως παινά από τους ανθρώπους όποιον θέλοντας δεν κάνει κανένα κακό, σαν να υπήρχαν τάχα άνθρωποι που κάνουν το κακό θεληματικά. Εγώ πιστεύω, πως κανείς από τους σοφούς δεν δέχεται ότι υπάρχει άνθρωπος που πέφτει σε λάθος με τη θέλησή του ή θέλοντας κάνει αισχρές και κακές πράξεις, αλλά όλοι τους ξέρουν καλά ότι όσοι κάνουν το αισχρό και το κακό το κάνουν όλοι χωρίς να θέλουν· και ο Σιμωνίδης ασφαλώς δεν λέγει πως επαινεί όποιον δεν κάνει το κακό θέλοντας, αλλά το θέλοντας αυτό το αναφέρει στον εαυτό του. Πίστευε, αλήθεια, ότι πολλές φορές ο καλός και τίμιος άνθρωπος εξαναγκάζει τον εαυτό του να αγαπά και να παινά. Όμως τυχαίνει πολλές φορές να έχη κανείς μητέρα ή πατέρα αλλόκοτο ή πατρίδα ή τίποτε άλλο τέτοιο. Οι κακοί λοιπόν, όταν τους συμβή τίποτα τέτοιο, το βλέπουν με ευχαρίστηση και κατηγορώντας επιδεικνύουν και προβάλλουν την κακότητα των γονέων ή της πατρίδας, με σκοπό, όταν τους παραμελούν να μη τους κατακρίνουν οι άνθρωποι ούτε να τους καταφρονούν γιατί τους αμελούν· έτσι ακόμη περισσότερο τους κατηγορούν και προσθέτουν θεληματικά και άλλες κατηγορίες στις αναγκαίες· οι καλοί, αντίθετα, αναγκάζουν τον εαυτό τους να σκεπάζη τα κακά των γονέων ή της πατρίδας και να τους παινά, κι αν τύχη και οργισθούν εναντίον τους επειδή αδικήθηκαν, μόνοι τους παρηγορούν τον εαυτό τους και τον αναγκάζουν να συμφιλιωθή μ' αυτούς· φτάνουν ακόμη ως το σημείο να αγαπούν και να παινούν τους δικούς των.

Πολλές φορές, φαντάζομαι, και ο ίδιος ο Σιμωνίδης έκρινε καλό να παινέση ή να εγκωμιάση ένα τύραννο ή κάποιον άλλον αυτής της σειράς όχι θεληματικά, αλλά από ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς λέγει στον Πιττακό: Εγώ Πιττακέ, δεν σε ψέγω, επειδή είμαι φιλοκατήγορος· γιατί:

«Μου φτάνει έμενα όποιος δεν είναι κακός
ούτε πολύ τραχύς, άνθρωπος ζυγισμένος,
που να ξέρη ότι το δίκιο την πατρίδα ωφελεί·
αυτόν εγώ δε θα τον ψέξω·
γιατί οι κατηγόριες δε μ' αρέσουν·
άπειρη, αλήθεια, των ηλίθιων η φάρα»,

ώστε αν σε κανένα αρέση να ψέγη, να μπορή να χορτάση κατηγορώντας εκείνους·

«Όλα, αλήθεια, είναι όμορφα· σε όσα το άσχημο
δεν έχει την ανάμιξή του».

Δεν εννοεί μ' αυτό ό,τι αν έλεγε πως όλα είναι άσπρα, σε όσα δεν έχουν ανακατευτή μαύρα· θα 'ταν γελοίο σε πολλά· αλλά ότι αυτός δέχεται και το μέσο, ώστε να μην το ψέγη. Και «δεν γυρεύω, είπε, τον αψεγάδιαστο άνθρωπο μέσα σ' αυτούς που της πλατειάς γης τρώμε τον καρπό· κι άμα τον βρω να 'ρθω να σας τον αναγγείλω»· ώστε όσο για τελειότητα δε θα παινέσω κανένα· αλλά «μου φτάνει εμένα όποιος είναι μέσος άνθρωπος και δεν κάνει κακό κανένα», γιατί εγώ «όλους τους αγαπώ και τους παινώ» ―χρησιμοποιεί, εδώ τη διάλεκτο των Μυτιληναίων μια που απευθύνεται στον Πιττακό― «όλους τους αγαπώ και τους παινώ θέλοντας» (εδώ, στο θέλοντας πρέπει να σταματήσωμε τη φράση), «όποιος δεν κάνει κακό κανένα», υπάρχουν όμως και άνθρωποι που επαινώ και αγαπώ χωρίς να θέλω. Και σένα λοιπόν, Πιττακέ, αν τα λεγόμενά σου ήταν με μεσότητα σωστά και αληθινά, ποτέ δε θα σε κατηγορούσα. Μα τώρα, επειδή, ενώ λες ψέματα στα μεγαλύτερα πράγματα, δημιουργείς την εντύπωση πως λες αλήθεια, για τούτο σε ψέγω.

Αυτά νομίζω, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα εγώ, πως είχε στο νου του ο Σιμωνίδης όταν έκαμε αυτό το ποίημα.