Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Ωστόσο μένει ακόμα η απορία που έχεις για τους άξιους ανθρώπους: τέλος πάντων γιατί οι άξιοι άνθρωποι όλα τ' άλλα, που είναι στα χέρια των δασκάλων, τα μαθαίνουν στα παιδιά τους και τα κάνουν παντογνώστες, όμως στην αρετή, όπου οι ίδιοι τους ξεχωρίζουν, δεν τα κάνουν ανώτερα από τον άλλο κόσμο; Πάνω σ' αυτό δε θα σου πω πια ένα μύθο, Σωκράτη, αλλά ένα λόγο. Λοιπόν κάνε αυτόν το συλλογισμό: υπάρχει άραγε ή δεν υπάρχει ένα ορισμένο πράγμα, που σ' αυτό οπωσδήποτε πρέπει όλοι οι πολίτες να έχουν μερίδιο, αν βέβαια είναι να σταθεί η πολιτεία; Εδώ βρίσκεται η λύση αυτής της απορίας σου, και πουθενά αλλού. Γιατί αν αληθινά υπάρχει αυτό το ένα, και αυτό δεν είναι ούτε του ξυλουργού ούτε του χαλκιά ούτε του κεραμιδά η τέχνη, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η οσιότητα ―που όλα μαζί μ' ένα όνομα τα λέω αρετή του ανθρώπου― αν αυτό είναι εκείνο, στο όποιο πρέπει όλοι να έχουν το μερίδιό τους, κι ο καθένας σ' αυτό να βασίζεται, αν θέλει και κάτι άλλο να μάθει ή να κάμει, και όχι να το παραμερίζει· αλλιώς, πρέπει να συμβουλεύουμε και να τιμωρούμε όποιον δεν έχει το μερίδιό του σ' αυτό, είτε είναι παιδί είτε άντρας είτε γυναίκα, ώσπου να γίνει καλύτερος με την τιμωρία, κι αν πρέπει να πετάμε έξω από τις πολιτείες και να σκοτώνουμε ―μια και δεν παίρνει γιατρειά― όποιον δε βάζει μυαλό με τις τιμωρίες και τις συμβουλές· αν λοιπόν ολ' αυτά είναι έτσι, και ενώ έτσι τα κανόνισε η φύση, οι άξιοι άντρες μαθαίνουν στα παιδιά τους όλα τ' άλλα, αυτό όμως όχι, βάλε με το νου σου πόσο παράξενα φέρνονται στην περίπτωση αυτή οι άξιοι. Γιατί αποδείξαμε ότι και στη δημόσια και στην ιδιωτική τους ζωή πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να διδαχτεί. Και την ώρα που μπορεί να διδαχτεί και να καλλιεργηθεί, τα άλλα βέβαια τα μαθαίνουν στα παιδιά τους, που ―κι αν δεν τα μάθουν― κανείς νόμος δεν τα τιμωρεί με θάνατο, κι από την άλλη, εκεί που ο νόμος τιμωρεί με θάνατο και μ' εξορία τα παιδιά τους ―αν δεν μάθουν κι αν δεν καλλιεργηθούν στην αρετή― και, σαν να μην έφτανε αυτό, με δήμευση της περιουσίας και, ας το πούμε έτσι με δυο λόγια, με ξερίζωμα της γενιάς, τι λες, αυτό δεν τους το μαθαίνουν και σ' αυτό δεν αφιερώνουν όλες τους τις φροντίδες; Γίνεται να πιστεύεις κάτι τέτοιο, Σωκράτη;

Αρχίζουν από τότε που τα παιδιά τους είναι μικρά και, όσο αυτοί βρίσκονται στη ζωή, τα διδάσκουν και τα συμβουλεύουν. Από τη στιγμή κιόλας που το παιδί καταλαβαίνει τι του λένε, και η παραμάνα και η μητέρα και ο παιδαγωγός κι ο πατέρας ακόμη πασχίζουν για τούτο: με ποιον τρόπο το παιδί θα γίνει αψεγάδιαστο· έτσι, πάνω σε κάθε πράξη και λόγο το διδάσκουν και του εξηγούν, ότι το ένα είναι δίκαιο, το άλλο άδικο, το ένα ωραίο, το άλλο άσχημο, το ένα όσιο, το άλλο ανόσιο ― και τα πρώτα να τα κάνεις, τα δεύτερα να μην τα κάνεις. Κι αν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του, πάει καλά· ειδάλλως, σαν βέργα που στραβώνει και καμπουριάζει το σιάζουν με φοβέρες και ξυλιές. Αργότερα το στέλνουν στο δάσκαλο, που του παραγγέλνουν να δώσει πολύ περισσότερη προσοχή στην καλή διαγωγή του παιδιού παρά στα γράμματα και την τέχνη της λύρας. Με τη σειρά τους οι δάσκαλοι γι' αυτό φροντίζουν. Και όταν πια τα παιδιά μάθουν γράμματα και είναι σε θέση να καταλαβαίνουν τα όσα βλέπουν γραμμένα ―όπως τότε τα λόγια―, οι δάσκαλοι τα βάζουν όρθια από τη θέση τους να διαβάζουν ποιήματα καλών ποιητών και τ' αναγκάζουν να τα μαθαίνουν απ' έξω. Μες στα ποιήματα αυτά βρίσκει κανείς ένα σωρό συμβουλές κι ένα σωρό διηγήσεις και παινέματα και ύμνους για τους ενάρετους ανθρώπους του παλιού καιρού, για να τους ζηλέψει το παιδί και να τους μιμηθεί και να λαχταρήσει να τους μοιάσει. Απ' τη μεριά τους πάλι οι δάσκαλοι της λύρας κάτι παρόμοιο κάνουν, δηλαδή κάνουν ό,τι μπορούν, για να γίνουν οι νέοι φρόνιμοι και να μην κάνουν κανένα κακό· κοντά σ' αυτά, αφού τους μάθουν την τέχνη της λύρας, στη συνέχεια τους διδάσκουν ποιήματα καλών ποιητών, διαφορετικών από τους προηγούμενους ―των λυρικών ποιητών― ταιριάζοντας τη μουσική τους στη φωνή της λύρας· έτσι, υποχρεώνουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες να συγγενέψουν με την ψυχή του παιδιού, ώστε να γίνουν και πιο ήμερα και χρήσιμα στα λόγια και στις ενέργειές των, με το να ποτιστούν με το ρυθμό και την αρμονία· γιατί η ζωή του ανθρώπου σε κάθε εκδήλωσή της έχει ανάγκη από ρυθμό και αρμονία. Λοιπόν σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα στέλνουν ακόμα και στους γυμναστές, για να κάμουν κορμί δυνατότερο, κι έτσι το μυαλό τους το φωτισμένο να έχει βοηθό, και να μην αναγκάζονται να δείχνουν δειλία στους πολέμους και στις άλλες πράξεις, επειδή το σώμα τούς προδίνει. Κι αυτά τα κάνουν με το παραπάνω εκείνοι που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα μέσα· και τα περισσότερα μέσα τα διαθέτουν οι πιο πλούσιοι. Αυτών λοιπόν οι γιοι πρώτοι πρώτοι απ' τα παιδιά της ηλικίας τους αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο και σταματούν τις σπουδές χρόνια αργότερα από τους άλλους. Κι όταν πια φύγουν από τα χέρια των δασκάλων, η πολιτεία με τη σειρά της τα αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα μ' αυτούς, για να μην κάνει το καθένα του κεφαλιού του, αλλά ακριβώς όπως οι δάσκαλοι (για τα παιδιά που ακόμα δεν τα καταφέρνουν στο γράψιμο) πρώτα με το κοντύλι χαράζουν απαλές γραμμές, και κατόπι τούς δίνουν την πλάκα και τα υποχρεώνουν να γράφουν καταπώς τους δείχνουν οι γραμμές, έτσι και η πολιτεία χαράζει τους νόμους, που τους βρήκαν οι καλοί νομοθέτες του παλιού καιρού· τα αναγκάζει και να δίνουν και να παίρνουν διαταγές σύμφωνα μ' αυτούς. Όποιος όμως παραστρατίζει απ' αυτούς, τον τιμωρεί, και η τιμωρία αυτή και στην πόλη σας αλλά και σε πολλά άλλα μέρη ονομάζεται ευθύνες, γιατί η τιμωρία φέρνει τον παραβάτη στον ευθύ δρόμο. Οικογένεια και πολιτεία λοιπόν τόση φροντίδα δείχνουν για την αρετή ― κι εσένα δεν το χωρεί το μυαλό σου, Σωκράτη, και αναρωτιέσαι αν η αρετή μπορεί να διδαχτεί; Πολύ περισσότερο θα 'πρεπε να σαστίζεις, αν δεν μπορούσε να διδαχτεί ― όχι τώρα.

Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί από πολλούς άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά; Άκουσε ποιαν εξήγηση δίνω: αν τα όσα είπα παραπάνω είναι σωστά (δηλαδή ότι δεν πρέπει κανένας να μένει αμέτοχος σ' αυτό το πράγμα, την αρετή, αν είναι να σταθεί μια πολιτεία), δεν έχει θέση καμιά απορία. Γιατί, αν η άποψή μου βρίσκεται κοντά στην αλήθεια ―και δεν υπάρχει άποψη πιο κοντά στην αλήθεια απ' αυτήν― διάλεξε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή μάθημα και σκέψου: Ας υποθέσουμε ότι, αν δεν γινόμασταν όλοι αυλητές, ο καθένας μας όπως μπορούσε, θα ήταν αδύνατο να σταθεί μια πολιτεία· ποιος τότε δε θα προσπαθούσε να διδάξει αυτή την τέχνη στον καθένα και στο σπίτι και δημόσια, και ποιος δεν θα μάλωνε εκείνον πού θα έπαιζε άσχημα τον αυλό; ποιος θ' αρνιόταν να τη μεταδώσει ― όπως καληώρα ποιος αρνιέται και ποιος κρατά κρυφούς τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους, όπως τα μυστικά από τις άλλες τέχνες; (γιατί ο καθένας μας, νομίζω, έχει κέρδος από τη δικαιοσύνη και την αρετή του άλλου· γι' αυτό κι ο καθένας μας στον καθένα με προθυμία και λέει και διδάσκει τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους). Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι και στην τέχνη του αυλού με τον ίδιο τρόπο είχαμε όλη την προθυμία και την απλοχεριά να δίνουμε μαθήματα ο ένας στον άλλο, πιστεύεις, Σωκράτη, ότι τα παιδιά των άξιων αυλητών θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να βγουν άξιοι αυλητές απ' ό,τι τα παιδιά των παρακατιανών; Η γνώμη μου είναι ότι όχι ― αλλά εκείνου που ο γιος έτυχε να γεννηθεί πιο προικισμένος για αυλητής, θα ξεχώριζε και θ' αποχτούσε φήμη· το παιδί όμως εκεινού που το αδίκησε η φύση, θα 'μενε στην αφάνεια. Και πολλές φορές από άξιον αυλητή θα έβγαινε γιος παρακατιανός, πολλές φορές πάλι από παρακατιανόν άξιος· όπως και να 'χε όμως, όλοι θα ήταν αρκετά καλοί αυλητές απέναντι στους ανίδεους κι αυτούς που έχουν μεσάνυχτα από την τέχνη του αυλού. Πίστεψε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωσή μας· πάρε όποιον νομίζεις τον πιο άδικο απ' όλους όσοι μεγάλωσαν ανάμεσα σ' ανθρώπους που ζουν με νόμους· ε λοιπόν, τούτος είναι δίκαιος και δάσκαλος πάνω σ' αυτό, αν είχαμε να τον συγκρίνουμε με ανθρώπους που δεν έχουν ούτε μόρφωση ούτε δικαστήρια ούτε κανέναν τρόπο επιβολής, που να τους επιβάλλει απ' το πρωί ως το βράδυ να φροντίζουν για την αρετή ― αλλά αν ήταν τίποτα άγριοι, σαν και αυτούς που παρουσίασε ο Φερεκράτης ο ποιητής στο θέατρο πέρσι, στη γιορτή των Ληναίων. Αλήθεια, αν όπως οι μισάνθρωποί μας σ' εκείνη την κωμωδία, βρεθείς ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους, θα 'λεγες «δόξα σοι, ο θεός!» συντυχαίνοντας τον Ευρύβατο και τον Φρυνώνδα και θα στέναζες νοσταλγώντας την κακοψυχία των ανθρώπων του τόπου μας. Αλλά τώρα κάνεις τον δύσκολο, Σωκράτη, γιατί όλοι είναι δάσκαλοι της αρετής ―καθένας κατά τη δύναμή του― και σου φαίνεται ότι κανένας δεν είναι. Να, είναι σαν να ψάχνεις ποιος διδάσκει την ελληνική γλώσσα· θα παρουσιαζόταν κανείς; Ή πάλι ψάξε να βρεις, φαντάζομαι, ποιος θα δίδασκε στα παιδιά των μαστόρων μας την ίδια τους την τέχνη, που βέβαια την έχουν μάθει από τον πατέρα τους, όσο μπορούσε ο πατέρας κι οι φίλοι του πατέρα που είναι του σιναφιού του· πιστεύω ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί δάσκαλος τους, Σωκράτη, που να τους μάθει περισσότερα, ενώ είναι το ευκολότερο πράγμα να βρεθεί για τους ανίδεους· το ίδιο συμβαίνει και με την αρετή και μ' όλα τ' άλλα. Άρα πρέπει να 'μαστε ευχαριστημένοι, αν βρίσκεται κάποιος κάπως ανώτερος από μας στο να φέρνει τους άλλους πιο κοντά στην αρετή. Λοιπόν πιστεύω πως κι εγώ είμαι ένας απ' αυτούς ― και ότι μπορώ να βοηθήσω έναν άνθρωπο να γίνει καλός και αγαθός, καλύτερα από κάθε άλλον, και ότι μου αξίζει ο μισθός που ζητώ και ακόμη μεγαλύτερος, έτσι που και ο μαθητής ο ίδιος να το παραδέχεται. Για τούτο κοίταξε πώς κανόνισα τον τρόπο της είσπραξης του μισθού: όταν ένας μαθητής τελειώνει τις σπουδές του κοντά μου, πληρώνει αμέσως τα χρήματα που του ζήτησα, αν θέλει· αν όχι, πηγαίνει σ' ένα ναό, ορκίζεται πόσα χρήματα κατά τη γνώμη του αξίζουν τα μαθήματά μου, και τόσα αφήνει για πληρωμή.

Τέτοιο μύθο και λόγο είχα να σου πω, Σωκράτη, μου είπε, για να καταλάβεις ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αυτήν τη γνώμη έχουν οι Αθηναίοι· τώρα λοιπόν δεν πρέπει ν' αναρωτιέσαι πώς από άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά κι από παρακατιανούς άξια· δες, και τα παιδιά του Πολυκλείτου, συνομήλικοι με τον Πάραλο κι αυτόν εδώ τον Ξάνθιππο, δεν αξίζουν τίποτα κοντά στον πατέρα τους, όπως και άλλα παιδιά άλλων τεχνιτών. Όσο γι' αυτούς εδώ, ας μη βιαστούμε ακόμη να τους κατηγορήσουμε· μπορούμε να έχουμε ακόμη ελπίδες σ' αυτούς· γιατί είναι νέοι.

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης.

»Απομένει τώρα ένα θέμα ακόμα για εξέταση. Είναι αυτό που θέτεις εσύ σχετικά με τους άξιους ανθρώπους: τι τρέχει λοιπόν κι οι άξιοι άνθρωποι, ενώ μορφώνουν τα παιδιά τους σε ό,τι εξαρτάται από δασκάλους και τα κάνουν σοφά, ωστόσο στην αρετή εκείνη όπου είναι οι ίδιοι άξιοι δεν τα κάνουν καθόλου πιο καλά από οποιονδήποτε; Τώρα, Σωκράτη, πάνω σ' αυτό θα σου αναπτύξω πια όχι μύθο αλλά ένα λόγο. Κοίταξε, αλήθεια, πώς να τοποθετήσεις το ζήτημα: υπάρχει άραγε ή δεν υπάρχει κάτι κοινό που να απαιτείται σ' αυτό να έχουν όλοι οι πολίτες συμμετοχή, αν πρόκειται να υπάρξει πολιτεία; Πράγματι, σ' αυτή την τοποθέτηση βρίσκει τη λύση του το πρόβλημα που θέτεις για εξέταση. Ειδεμή πουθενά αλλού. Θα υποθέσω δηλαδή πως κάτι τέτοιο κοινό υπάρχει και πως αυτό δεν είναι η τεχνοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά είναι η δικαιοσύνη και η αυτοκυριαρχία και ο σεβασμός της θεϊκής βουλής, και για να ολοκληρώσω το χαρακτηρίζω ότι είναι όλο αυτό ένα: η αρετή του ώριμου ανθρώπου. Κατά την υπόθεσή μου, σ' αυτό είναι που πρέπει να μετέχουν όλοι και καθένας με αυτά να ενεργεί, αν αποβλέπει καθόλου και σε άλλες πιο πέρα επιδόσεις η ενέργειες, και ποτέ δίχως αυτό το εφόδιο. Αλλιώς, αν ένας δε μετέχει σ' αυτό, είτε παιδί είναι είτε άντρας είτε γυναίκα, χρειάζεται διδαχή και τιμωρία, ώσπου να γίνει καλύτερος με την τιμωρία την πολλή. Όποιος πάλι δε συμμορφώνεται με όλες τις τιμωρίες και τις διδαχές, αυτός πρέπει, μια και δεν παίρνει θεραπεία, να διώχνεται από τις πολιτείες ή να θανατώνεται.

»Αυτή είναι η υπόθεσή μου. Αν τώρα τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων κι ωστόσο οι άξιοι άνθρωποι για όλα τα άλλα εξασφαλίζουν διδασκαλία στα παιδιά τους, όχι όμως γι' αυτή την αρετή, πρόσεξε να δεις τι παράδοξα όντα γίνονται οι άξιοί μας! Αυτή την αξιοσύνη αποδείξαμε βέβαια ότι άτομα κι ολότητα τη δέχονται ως κάτι που διδάσκεται. Αλλά ενώ είναι αυτό ένα αντικείμενο για διδαχή και καλλιέργεια, εκείνοι νοιάζονται να τους μάθουν τάχα των παιδιών τους όλα τ' άλλα, που και να μην τα ξέρουν δεν απειλούνται με θάνατο, και για ό,τι έρχεται στα παιδιά τους σαν τιμωρία ο θάνατος, τους έρχονται κι εκπατρισμοί, αν δεν το διδαχτούν και δεν καλλιεργηθούν σ' αυτό, στην αρετή ακριβώς, ακόμα πέρα κι από τη θανάτωσή τους έρχεται δήμευση των περιουσιών και γενικά, για να τα πούμε όλα, διάλυση των οικογενειών τους ―ε, τι λες;― τάχα δεν τους τα μαθαίνουν κι αυτά ούτε τα κοιτάζουν με κάθε τους φροντίδα; Ίσα ίσα έτσι πρέπει να πιστέψουμε ότι κάνουν, Σωκράτη!

»Οι άνθρωποι αρχίζουν από την πιο μικρή ηλικία των παιδιών τους κι όσο που ζουν οι ίδιοι συνέχεια τα διδάσκουν και τα καθοδηγούν. Με το πρώτο που θ' αρχίσει ένα παιδί να καταλαβαίνει από ομιλίες, αμέσως παραμάνα, μάνα, παιδαγωγός κι ο ίδιος ο πατέρας του για ένα συναγωνίζονται: πώς θα γίνει το παιδί τους ό,τι καλύτερο. Το μαθαίνουν μία μία τις δουλειές και τις φράσεις και παράλληλα το διαφωτίζουν: εδώ έχεις δίκιο, εκεί άδικο ή αυτό είναι ωραίο, εκείνο άσχημο ή πάλι αυτό αρέσει στο θεό, το άλλο δεν του αρέσει και τελικά τούτα κάνε, τα άλλα μην τα κάνεις. Και καλά να πειθαρχεί από μόνο του. Αλλιώτικα το φοβερίζουν και το χτυπούν: έτσι το ευθυγραμμίζουν σαν κανένα δέντρο που λυγίζει και γέρνει.

»Έπειτα έρχεται ο καιρός και στέλνουν τα παιδιά στους δασκάλους με την εντολή να προσέχουν πιο πολύ την άψογη στάση τους παρά τα γράμματα και την κιθάρα. Οι δάσκαλοι εξάλλου κι αυτά προσέχουν κι άλλα ακόμα: μόλις τα παιδιά εκπαιδευτούν στη γραφή κι ειν' έτοιμα τότε να καταλαβαίνουν από γραφτά κείμενα, όπως την πρώτη φορά από λόγο προφορικό, τους βάζουν στις θέσεις τους απάνω ποιητικά κείμενα από καλούς ποιητές, να κάνουν ανάγνωση. Και τα υποχρεώνουν να τα αποστηθίζουν. Σ' αυτά τα κείμενα βρίσκει κανείς πολλές σοφές συμβουλές, πολλές διηγήσεις που προβάλλουν και τιμούν ανθρώπους καταξιωμένους από παλιά. Ο σκοπός είναι να γεννηθεί στο παιδί ο ζήλος να τους μιμηθεί κι η έφεση για να γίνει σαν κι εκείνους.

»Από το άλλο μέρος πάλι είναι και οι κιθαριστές. Άλλο τόσο κι αυτοί προσέχουν τους νέους να αυτοπειθαρχούν κι επίσης πώς να μην ξεπέφτουν σε κανένα κακό. Όμως πέρα από αυτό, μόλις οι νέοι εκπαιδευτούν στην κιθάρα, τους μαθαίνουν ποιητικά έργα από καλούς ποιητές, άλλους αυτή τη φορά, λυρικούς. Τους τα βάζουν μελοποιημένα πάνω στη μουσική της κιθάρας και κάνουν αναγκαστικά τους ρυθμούς και τις αρμονίες να στεριώνουν μέσα στις παιδικές ψυχές. Ο σκοπός είναι να γίνονται τα παιδιά πιο εκλεπτυσμένα και με την εξοικείωσή τους στο ρυθμό και στην αρμονία να βγαίνουν επιτυχημένα και στην έκφραση και στη δράση τους. Γιατί πραγματικά η ανθρώπινη ζωή, όλη ανεξαίρετα, χρειάζεται ρυθμό μέσα της και αρμονικές σχέσεις. Έπειτα λοιπόν υπάρχει και συνέχεια. Οι νέοι στέλνονται στο γυμναστή: ο σκοπός εδώ είναι με τα φτιαγμένα τους πια σώματα να αντέχουν στην εξυπηρέτηση του πνεύματός τους, έτσι εύρωστο που είναι, κι όχι να τους υποχρεώνει τα καχεκτικό τους σώμα να κυριεύονται από τη δειλία είτε στους πολέμους είτε στις άλλες τους εκδηλώσεις. Και φυσικά πιο πολύ καταγίνονται σ' αυτά όσοι έχουν και τα μέσα τα πιο πολλά. Τα περισσότερα μέσα όμως τα έχουν οι πιο πλούσιοι. Γι' αυτό και τα δικά τους τα παιδιά όσο αρχίζουν από την πρωιμότερή τους ηλικία να παρακολουθούν τα μαθήματα στους δασκάλους, άλλο τόσο αργούν και να τα εγκαταλείψουν.

»Αλλά και μόλις σταματούν από τους δασκάλους, έρχεται πάλι το κράτος. Αυτό τώρα υποχρεώνει τους νέους να μελετούν τους νόμους και να κανονίζουν τη ζωή τους με αυτούς. Ο σκοπός είναι να μην ενεργούν αυθαίρετα μονάχοι τους όπως να 'ναι, αλλά όπως ακριβώς γίνεται με τους πρώτους δασκάλους στα γράμματα. Όταν ακόμα τα παιδιά δεν έχουν πάρει τον αέρα στο γράψιμο, οι ίδιοι πρώτα οι γραμματιστές τούς χαράζουν γραμμές από κάτω κι έπειτα τους δίνουν την πινακίδα τους να γράψουν, έτσι χαρακωμένη. Και τα υποχρεώνουν να γράφουν πάνω στην ευθεία όπου τα οδηγούν οι γραμμές. Το ίδιο κάνει και το κράτος. Μας έχει από κάτω χαραγμένους νόμους, όπως τους επινόησαν άξιοι νομοθέτες από παλιά. Και μας υποχρεώνει σύμφωνα με αυτούς να κυβερνάμε και να κυβερνιόμαστε. Εκείνον που θα πατήσει απ' έξω, τον υποβάλλει σε τιμωρία. Και αυτό το είδος τιμωρίας έχει κι εδώ σε σας και σε πολλά άλλα μέρη την ονομασία ευθύνες, σαν να μας λέει πως οι δικαστικές κυρώσεις ξαναφέρνουν στην ευθεία.

»Τόση φροντίδα λοιπόν γίνεται με κέντρο την αρετή, στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο βίο, κι εσένα Σωκράτη σου κάνει κιόλας εντύπωση και σε προβληματίζει αν η αρετή διδάσκεται; Ίσα ίσα το αντίθετο. Έπρεπε να σου 'κανε ακόμα πιο πολλή εντύπωση αν δεν ήταν κάτι που διδάσκεται.

»Γιατί λοιπόν από τους άξιους πατέρες γεννιούνται πολλές φορές ανάξια παιδιά; Να το καταλάβεις τώρα κι αυτό. Δεν είναι βέβαια κανένα παράδοξο, αν ήταν αλήθεια αυτά που έλεγα πιο πριν: ότι κανένας δηλαδή δεν πρέπει να είναι αμέτοχος από αυτή την πραγματική ιδιότητα που λέγεται αρετή, αν πρόκειται να υπάρξει πολιτεία. Γιατί αν είναι έτσι όπως τα λέω ―και με την πιο μεγάλη βεβαιότητα είναι έτσι― φέρε στη σκέψη σου κανένα άλλο από τα τεχνικά προσόντα ή από τα μορφωτικά εφόδια, όποιο προτιμάς. Υπόθεσε ότι πολιτεία δε θα μπορούσε να υπάρχει αν τάχα δεν είμαστε όλοι τεχνίτες στον αυλό, ως εκεί που θα μπορούσε να 'ναι τεχνίτης ο καθένας. Την τέχνη αυτή κι ανεπίσημα και δημόσια καθένας θα τη δίδασκε σε κάθε άλλον. Και παρατηρήσεις θα 'κανε σε όποιον δε θα 'παιζε καλά τον αυλό. Ούτε θα κρατούσε για τον εαυτό του την αποκλειστικότητα της τέχνης. Δηλαδή θα γινόταν όπως τώρα γίνεται στα θέματα της δικαιοσύνης και των νόμων. Κανείς δεν κρατά για τον εαυτό του την αποκλειστικότητά τους ούτε καμιά μυστικότητα σαν αυτή που κρατάμε στα διάφορα τεχνικά επαγγέλματα. Αυτό συμβαίνει θαρρώ γιατί του ενός η δικαιοσύνη κι η αρετή είναι ωφέλιμη και στον άλλο. Γι' αυτό καθένας μιλάει με όλη του τη διάθεση στον άλλο και τον κατατοπίζει στα θέματα του δικαίου και της νομιμότητας. Λοιπόν το ίδιο και στην τέχνη του αυλού, αν είχαμε κάθε καλή διάθεση και ελευθεροφροσύνη να διδάσκουμε ο ένας τον άλλο, τι θεωρείς πιο πιθανό, Σωκράτη: να γίνονταν άξιοι τεχνίτες του αυλού τα παιδιά των άξιων στην τέχνη του αυλού ή των ανάξιων; Εγώ βέβαια δε νομίζω τίποτε από αυτά, παρά όποιου το παιδί θα τύχαινε να γεννηθεί πιο προικισμένο από το φυσικό του για την τέχνη του αυλού θα ευδοκιμούσε μεγαλώνοντας κι όποιου δε θα 'χε τέτοιο φυσικό θα έμενε άσημο. Κι έτσι θα συνέβαινε πολύ συχνά να βγαίνει ένας ανάξιος από έναν άξιο τεχνίτη στον αυλό κι άλλο τόσο συχνά ένας άξιος από τεχνίτη ανάξιο. Πάντως όμως όλοι τους θα ήταν αρκετά καλοί τεχνίτες στον αυλό σε σύγκριση με τους αμέτοχους και τελείως ανίδεους από την τέχνη του αυλού.

»Με τον ίδιο τρόπο να φανταστείς τώρα και την άλλη περίπτωση: ότι κι ο άνθρωπος που εσύ θα τον έβλεπες να είναι ο πιο άδικος απ' όσους είναι αναθρεμμένοι μέσα σε ανθρώπινη συμβίωση με νόμους, είναι κι αυτός δίκαιος κι είναι ένας μάστορης στο είδος, δηλαδή σ' αυτή την πραγματικότητα. Έτσι θα 'πρεπε να τον εκτιμήσουμε σε σύγκριση με ανθρώπους χωρίς καθόλου παιδεία, δικαστήρια, νόμους ανάμεσά τους, που να μην έχουν καμιά δέσμευση να τους υποχρεώνει διαρκώς να φροντίζουν την αρετή, αλλά σαν να 'ταν τίποτε άγριοι. Τέτοιους «Άγριους» μας παρουσίασε ο ποιητής Φερεκράτης πέρσι, ξέρεις, στην παράσταση για τα Λήναια. Να βρισκόσουν αλήθεια κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους αυτού του είδους, όπως βρέθηκαν τότε ανάμεσα στο χορό τους και κάτι άλλοι, οι μισάνθρωποι, και να δεις πώς θα παρακαλούσες να σ' έριχνε καλύτερα η τύχη σου πάνω σε καθάρματα τύπου Ευρύβατου ή Φρυνώνδα και με σπαραγμό θ' αναπολούσες την κακότητα που ξέρουμε στη δική μας ανθρώπινη συμβίωση. Τώρα βέβαια δείχνεις να σου κοστίζει, Σωκράτη, γιατί δάσκαλοι της αρετής είναι όλοι, καθένας ως εκεί που μπορεί, κι εσύ δε βρίσκεις κανένα. Επόμενο είναι: όπως κι αν ζητούσες "ποιος διδάσκει να μιλάμε ελληνικά;" δε θα 'βρισκες ούτε έναν. Θαρρώ επίσης ούτε αν ζητούσες "του κάθε χειροτέχνη μας τα παιδιά ποιος θα μπορούσε να τα διδάξει την ίδια τέχνη που τους την έχει μάθει κιόλας ο πατέρας τους, ως εκεί που ήταν σε θέση ο ίδιος ο πατέρας ή άλλοι από τους δικούς του, αν είναι ομότεχνοι ― αυτά τα παιδιά ποιος θα μπορούσε να τα διδάξει κι άλλο;" λέω λοιπόν, Σωκράτη, πως δε θα 'ταν εύκολο να βρεις έναν δάσκαλο γι' αυτά, ενώ είναι εύκολο να βρεις για τα τελείως ανίδεα. Το ίδιο και με την αρετή και με οτιδήποτε άλλο. Αλλά ας υπήρχε κάποιος που έστω και λίγο να ήταν ικανότερος από τους υπόλοιπους εμάς για να μας προχωρήσει στην αρετή, και να 'μαστε τότε κι ευχαριστημένοι!

»Τέτοιον θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου και ικανό μάλιστα πολύ περισσότερο από άλλους να βοηθήσω κάποιον για να γίνει ολοκληρωμένος κι άξιος. Κι όσο για το μισθό που ζητάω, μου αξίζει, κι ακόμα υψηλότερος μάλιστα, ως εκεί που φτάνει και του ίδιου του μαθητή μου η επιδοκιμασία. Με τέτοια κριτήρια έχω κανονίσει και τον τρόπο πληρωμής του μισθού μου ως εξής: μόλις ένας συμπληρώσει τα μαθήματά του κοντά μου, αν δεν έχει αντίρρηση, μου πληρώνει κιόλας την αμοιβή που ζητάω εγώ. Αν όμως έχει αντίρρηση, τότε πηγαίνει σ' ένα ναό, δηλώνει εκεί με όρκο ποια είναι η αξία των μαθημάτων μου κι αυτό το ποσόν το καταθέτει αμέσως.

»Σωκράτη, αυτός ήταν ο μύθος» είπε «κι αυτός ήταν ο λόγος που είχα να σου αναπτύξω, σχετικά με το ότι η αρετή είναι κάτι που διδάσκεται και έτσι παραδέχονται οι Αθηναίοι, κι επίσης ότι δεν αποτελεί παράδοξο να γεννιούνται από άξιους πατέρες ανάξια παιδιά κι από ανάξιους άξια, αφού και τα παιδιά του Πολύκλειτου, συνομήλικοι από 'δω του Πάραλου και του Ξάνθιππου, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στον πατέρα τους, το ίδιο μάλιστα συμβαίνει και με άλλων τεχνιτών τα παιδιά. Για τους αγαπητούς μας βέβαια από 'δω, εύστοχο δεν είναι από τώρα να τους το καταλογίσουμε αυτό. Ακόμα υπάρχουν γι' αυτούς ελπίδες. Είναι στ' αλήθεια νέοι».

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτων. Πρωταγόρας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μένει ακόμη μια απορία, αυτή που έχεις για τους καλούς άνδρες, για ποιο άραγε λόγο οι άνδρες αυτοί μαθαίνουν τα παιδιά τους τα άλλα, όσα διδάσκονται από δασκάλους, και τα κάνουν ικανά, στην αρετή όμως που οι ίδιοι έχουν, σ' αυτήν δεν τους κάνουν καλύτερους άλλων. Για τούτο το ζήτημα, Σωκράτη, δε θα σου πω μύθο, αλλά λόγο. Να, έτσι στοχάσου· υπάρχει ένα κάτι, ή δεν υπάρχει, που είναι ανάγκη να μετέχουν σ' αυτό όλοι, αν βέβαια πρόκειται να υπάρχη πόλις; Γιατί σ' αυτό, ή πουθενά αλλού, βρίσκει τη λύση της η απορία που έχεις. Αν, αλήθεια, υπάρχη το ένα και αυτό το ένα είναι όχι η τέχνη του οικοδόμου ούτε του χαλκιά ούτε του κεραμιδά, αλλά η δικαιοσύνη και σωφροσύνη και ευσέβεια, με μια λέξη το ονομάζω αυτό αρετή του ανθρώπου· αν αυτό είναι που μέτοχοί του όλοι πρέπει να είναι και που σύμφωνα μ' αυτό κάθε άνθρωπος, αν θέλη και τίποτε άλλο να μαθαίνη ή να πράττη, έτσι να το πράττη, χωρίς αυτό όμως όχι, ή όποιον δεν μετέχη σ' αυτό να τον διδάσκουν και να τον τιμωρούν και παιδί και άντρα και γυναίκα, ωσότου διορθωθή με τις τιμωρίες, κι όποιον δεν υπακούη με τις τιμωρίες και τις διδασκαλίες, να τον διώχνουν από τις πόλεις ή να τον σκοτώνουν με τη σκέψη ότι είναι αγιάτρευτος· αν έτσι είναι, και ενώ τέτοιο είναι αυτό από τη φύση του, αν οι αγαθοί άνδρες τα άλλα τα διδάσκουν στα παιδιά τους, αυτό δε όχι, στοχάσου πόσο παράξενοι άνθρωποι καταντούν οι αγαθοί σου. Γιατί αποδείξαμε ότι πιστεύουν πως είναι διδακτό και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή· κι ενώ είναι διδακτό και αποτέλεσμα φροντίδων, τα άλλα, όπως φαίνεται, τα διδάσκουν στα παιδιά τους, εκείνα που αν δεν τα ξέρουν δε θα τιμωρηθούν με θάνατο, και κείνο που φέρνει το θάνατο ως τιμωρία στα παιδιά τους και εξορίες αν δεν μορφωθούν και δεν καλλιεργήσουν την αρετή, και εκτός από το θάνατο και δήμευση της περιουσίας των και με μια λέξη καταστροφή της οικογενείας των, αυτά λοιπόν δεν τα διδάσκουν και δεν αφιερώνουν σ' αυτά κάθε επιμέλεια; Πρέπει να πιστεύωμε, Σωκράτη, ότι τα διδάσκουν.

Αρχίζουν τα μαθήματα από την παιδική ηλικία, και όσο ζουν, διδάσκουν και νουθετούν τα παιδιά τους. Και μόλις αρχίση ένα παιδί να καταλαβαίνη τη γλώσσα, και η τροφός και η μητέρα και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατέρας του για τούτο αγωνίζονται, πώς θα γίνη το παιδί όσο το δυνατό καλύτερο· σε κάθε πράξη ή λόγο του το διδάσκουν και του εξηγούν, ότι το ένα είναι δίκαιο, το άλλο άδικο, τούτο όμορφο, τούτο άσχημο, τούτο όσιο, τούτο ανόσιο, κάνε αυτά, μην κάνης αυτά. Κι αν το παιδί πειθαρχή με τη θέλησή του, πάει καλά, αλλιώς σαν ξύλο που διαστρεβλώνεται και καμπουριάζει το ισιάζουν με φοβέρες και με ξυλιές. Το στέλνουν ύστερα στους δασκάλους και τους παραγγέλλουν να προσέχουν τα παιδιά πολύ περισσότερο στην ευκοσμία παρά στα γράμματα και στην τέχνη της κιθάρας· και οι διδάσκαλοι φροντίζουν τα παιδιά, και όταν μάθουν τα γράμματα και αρχίζουν να καταλαβαίνουν το γραπτό κείμενο, όπως στην αρχή την προφορική ομιλία, τους δίνουν στα θρανία τους να διαβάζουν ποιήματα καλών ποιητών και τους αναγκάζουν να τα μαθαίνουν απέξω· μέσα στα ποιήματα αυτά υπάρχουν πολλές παραινέσεις, πολλές διηγήσεις και έπαινοι και εγκώμια παλαιών ηρώων, για να ξυπνήσουν στο παιδί τον ζήλο να τους μιμήται και να επιθυμή τέτοιος να γίνη. Με τη σειρά τους και οι κιθαριστές, το ίδιο με άλλο τρόπο, φροντίζουν και για τη σωφροσύνη και πώς οι νέοι να μη κάμουν κανένα κακό· κοντά σ' αυτά μόλις μάθουν να παίζουν κιθάρα, τους διδάσκουν κι αυτοί ποιήματα άλλων καλών λυρικών ποιητών, εφαρμόζοντάς τα στο ρυθμό της κιθάρας, και κατορθώνουν να κάμουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες οικείες στις ψυχές των παιδιών, ώστε να γίνουν ημερώτεροι άνθρωποι, και, επειδή γίνονται πιο εύρυθμοι και πιο προσαρμοστικοί, να είναι χρήσιμοι και στο λόγο και στην πράξη. Γιατί όλη η ζωή του ανθρώπου χρειάζεται και ευρυθμία και προσαρμοστικότητα. Τα στέλνουν ακόμη ύστερ' απ' αυτά και στον παιδοτρίβη, για να μπορούν με καλύτερο σώμα να υπηρετούν τη χρηστή τους διάνοια, και να μη αναγκάζωνται να φαίνωνται δειλοί και στον πόλεμο και σε άλλες πράξεις επειδή το σώμα τους είναι καχεκτικό. Αυτά κάνουν όσοι έχουν άφθονα τα μέσα· και άφθονα τα έχουν οι πολύ πλούσιοι· αυτών οι γιοι μικροί μικροί αρχίζουν να πηγαίνουν στους δασκάλους και πολύ αργούν να τους αποχωριστούν.

Κι όταν τελειώσουν με τους δασκάλους, τότε η πόλη τούς υποχρεώνει να μάθουν τους νόμους και σύμφωνα με αυτούς να ζουν [έχοντάς τους για πρότυπο], για να μη κάμουν μόνοι τους ό,τι τους έλθη· και όπως ακριβώς οι δάσκαλοι της γραφής τραβούν με το κοντύλι τους γραμμές και έτσι δίνουν την πλάκα στα παιδιά που δεν ξέρουν ακόμη να γράφουν καλά, και τα υποχρεώνουν να γράφουν ακολουθώντας τις γραμμές, το ίδιο και η πόλις έγραψε για υπόδειγμα τους νόμους, ευρήματα καλών και παλαιών νομοθετών, και υποχρεώνει σύμφωνα μ' αυτούς να κυβερνούμε και να κυβερνιόμαστε· κι όποιος τους παραβαίνει, τον τιμωρεί, και το όνομα της τιμωρίας αυτής και σε σας και σε πολλά άλλα μέρη, επειδή η δικαιοσύνη κάνει τον άνθρωπο ίσιον, ευθύν, ευθύνες. Την ώρα λοιπόν που τόσο άφθονη είναι η φροντίδα για την αρετή και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, παραξενεύεσαι, Σωκράτη, και αναρωτιέσαι αν η αρετή είναι διδακτή; Μα δεν πρέπει να παραξενεύεσαι, πολύ πιο παράξενο θα ήταν, αν δεν ήταν διδακτή.

Γιατί λοιπόν πολλοί γιοι καλών πατέρων γίνονται κακοί; Άκουσε τούτο πάλι· το πράγμα, αλήθεια, δεν είναι καθόλου παράδοξο, αν βέβαια όσα είπα πριν ήταν σωστά, ότι δηλαδή τούτο το πράγμα, την αρετή, αν πρόκειται να υπάρχη πόλις, κανείς δεν πρέπει να το αγνοή. Γιατί, αν έτσι είναι αυτό που λέγω ―και είναι έτσι περισσότερο από κάθε άλλο― διάλεξε και φέρε στο νου σου οποιαδήποτε άλλη ασχολία ή μάθημα. Αν δεν ήταν δυνατό να υπάρχη πόλις, αν δεν ήμασταν όλοι αυλητές, όσο μπορούσε ο καθένας, και τούτο το πράγμα το δίδασκε καθένας στον καθένα και ιδιαίτερα και δημόσια και έκανε παρατηρήσεις σ' όποιον δεν έπαιζε καλά αυλό, και δεν το στερούσε από κανένα, όπως τώρα κανείς δεν στερεί ούτε αποκρύπτει τα δίκαια και τα νόμιμα όπως τις άλλες τέχνες ―γιατί συμφέρει φαντάζομαι η αμοιβαία δικαιοσύνη και αρετή· και γι' αυτό καθένας πρόθυμα λέγει και διδάσκει τον καθένα τα δίκαια και τα νόμιμα―, αν λοιπόν και στην τέχνη του αυλού είχαμε κάθε προθυμία και αφθονία να διδάσκωμε ο ένας τον άλλον, φαντάζεσαι, είπε, Σωκράτη, ότι των καλών αυλητών τα παιδιά θα γίνονταν καλοί αυλητές περισσότερο από τα παιδιά των κακών; Δεν το νομίζω εγώ, αλλά όποιου το παιδί έτυχεν από τη φύση του πολύ προικισμένο για την αύληση, αυτό μεγαλώνοντας θα διακρίθηκε, όποιου δεν ήταν προικισμένο, θα έμεινε άσημο· έτσι, πολλές φορές το παιδί του καλού αυλητή θα φαινόταν άσημο, και πολλές φορές το παιδί του κακού καλό· όλοι τους όμως θα ήταν ικανοί αυλητές απένατι σε αμύητους, που δε θα ήξεραν καθόλου την αυλητική.

Έτσι να νομίζης και τώρα, ότι όποιος σου φαίνεται αδικώτατος άνθρωπος μέσα σε ανθρώπους αναθρεμμένους με νόμους, είναι δίκαιος και τεχνίτης αυτού του πράγματος, αν πρόκειται να τον συγκρίνωμε με ανθρώπους που ούτε παιδεία έχουν, ούτε δικαστήρια, ούτε νόμους, ούτε κανένα καταναγκασμό που να τους υποχρεώνη να φροντίζουν για την αρετή, αλλά είναι άγριοι σαν αυτούς που μας παρουσίασε πέρσι στα Λήναια ο Φερεκράτης. Αν, αλήθεια, ήσουν ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους, όπως οι μισάνθρωποι μέσα σε κείνο το «χορό» της κωμωδίας, θα σου άρεσε πολύ να συναντούσες τον Ευρυβάτη και τον Φρυνώνδα, και θα θρηνολογούσες νοσταλγώντας την πονηρία των εδώ ανθρώπων· τώρα όμως, Σωκράτη, χαίρεσαι άνετα το αγαθό αυτό, γιατί όλοι είναι διδάσκαλοι της αρετής, όσο μπορούν ο καθένας, και συ νομίζεις πως κανείς δεν τη διδάσκει· έπειτα, όπως ακριβώς αν ζητούσες ποιος είναι ο δάσκαλος που μας μαθαίνει να μιλούμε ελληνικά, κανένας δε θα φαινόταν, ούτε, φαντάζομαι, αν ζητούσες ποιος να δίδαξε τα παιδιά των χειροτεχνών μας τούτη την τέχνη, που την έχουν δα μάθει από τον πατέρα τους, όσο μπορούσε ο πατέρας και οι φίλοι και ομότεχνοί του· και τούτα τα παιδιά λοιπόν αν ζητούσες ποιος να τα δίδαξε, δε νομίζω, Σωκράτη, εύκολο να βρεθή ο δάσκαλός τους, ενώ είναι εύκολο να βρεθή δάσκαλος για κείνους που δεν ξέρουν εντελώς τίποτε, και το ίδιο και για την αρετή και όλα τα άλλα. Έστω και λίγο να μας ξεπερνά κάποιος στην τέχνη να καθοδηγή στην αρετή, πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Ένας απ' αυτούς πιστεύω ότι είμαι εγώ, και ότι μπορώ με ξεχωριστό από τους άλλους ανθρώπους τρόπο να ωφελήσω άλλον να γίνη καλός και αγαθός, και αξίζω την αμοιβή που παίρνω, και μεγαλύτερη ακόμη, όπως και οι μαθητές μου οι ίδιοι νομίζουν. Για τούτο ακριβώς έτσι έχω κανονίσει και τον τρόπο της εισπράξεως της αμοιβής· όταν ένας μαθητής συμπληρώση κοντά μου τα μαθήματά του, αν θέλη πληρώνει την αμοιβή που εγώ ζητώ· αν όχι, πηγαίνει σε ένα ναό, και αφού πάρη όρκο πόσο αξίζουν τα μαθήματα που έκαμα, τόσο ποσόν καταθέτει.

Να, Σωκράτη, τι λογής εγώ μύθο και λόγο είχα να σου πω, ότι η αρετή είναι διδακτή και έτσι πιστεύουν οι Αθηναίοι, και ότι καθόλου παράδοξο δεν είναι που οι γιοι των καλών πατέρων γίνονται κακοί και των κακών καλοί, γιατί να και οι γιοι του Πολύκλειτου, στην ίδια ηλικία με τον Πάραλο εδώ και τον Ξάνθιππο, δεν είναι τίποτα απέναντι στον πατέρα τους, και άλλοι άλλων τεχνιτών. Τούτους εδώ όμως δεν είναι σωστό ακόμη να τους κατηγορούμε· υπάρχουν γι' αυτούς ακόμη ελπίδες, γιατί είναι μικροί.