Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και γιατί και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα που χρειάζεται αξιοσύνη αρχιτέκτονα ή κάποιου άλλου τεχνίτη, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύουν· κι αν πάει να δώσει συμβουλή κάποιος έξω απ' αυτούς τους λίγους, χαλούν τον κόσμο, όπως λες ― με το δίκιο τους, νομίζω. Όταν όμως είναι να δώσουν γνώμη για θέμα που χρειάζεται πολιτικήν αξιοσύνη, και που πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος να το πραγματευθούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δίνουν το ελεύτερο να μιλήσει ο καθένας, και μ' όλο τους το δίκαιο· γιατί όλοι πρέπει να 'χουν το μερίδιό τους σ' αυτή την αρετή· αλλιώς δεν στέκονται οι πολιτείες. Αυτή είναι η αιτία για ό,τι συμβαίνει, Σωκράτη. Και, για να μη σου μπει στο μυαλό ότι σ' εξαπάτησα λέγοντας πως όλοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε πολιτικήν αρετή, άκουσε αυτή την καινούρια απόδειξη. Δηλαδή στ' άλλα χαρίσματα ―κατά τα λεγόμενά σου― αν κάποιος λόγου χάρη καμαρώνει ότι είναι καλός στο παίξιμο του αυλού ή σε κάθε άλλη τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι άλλοι ή τον παίρνουν στο ψιλό ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του τον παίρνουν κατά μέρος και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και τις άλλες πολιτικές αρετές: πες ότι ξέρουν πως κάποιος είναι άδικος·ε, μολοντούτο, αν αυτός λέει την αλήθεια για το άτομό του μπροστά σ' όλον τον κόσμο, αυτό το οποίο στην προηγούμενη περίπτωση το θεωρούσαν φρονιμάδα ―το να λέει κανείς την αλήθεια― τώρα το θεωρούν τρέλα· και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι ―είναι δεν είναι― διαφορετικά, ότι είναι τρελός αυτός που δεν παριστάνει τον δίκαιο. Τόσο πολύ είναι απαραίτητο όλοι χωρίς εξαίρεση να έχουν με κάποιο τρόπο το μερίδιό τους σ' αυτήν ή, στην αντίθετη περίπτωση, ν' αποκλειστούν από την κοινωνία.

Λοιπόν, πάνω στο ότι οι Αθηναίοι δέχονται με τον πιο φυσικό τρόπο να τους συμβουλεύει ο καθένας για πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν το μερίδιό τους σ' αυτήν, αυτά είχα να πω. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να αποδείξω τούτο: ότι δηλαδή πιστεύουν πως αυτήν δεν μας την δίνει η φύση ή η τύχη, αλλά μπορεί να διδαχτεί και να γίνει κτήμα ύστερ' από φροντίδες, σ' όποιον την κάνει κτήμα του. Γιατί, για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι οι όμοιοί τους τα έχουν από τη φύση ή από την τύχη, κανένας δεν θυμώνει ούτε τους δίνει συμβουλές ή μαθήματα, ούτε τιμωρεί αυτούς πού τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους συμπονούν· έτσι, ποιος είναι τόσο άμυαλος, ώστε να τολμήσει να κάμει κάτι τέτοιο στους άσχημους, τους κοντούληδες ή τους αρρωστιάρηδες; Επειδή βέβαια ξέρουν, νομίζω, ότι η φύση ή η τύχη δίνουν στους ανθρώπους τα χαρίσματα και τ' αντίθετά τους. Αν όμως κάποιος δεν έχει τα προτερήματα, που κατά την κοινή αντίληψη οι άνθρωποι τα αποχτούν με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε θυμούς, τιμωρίες και συμβουλές. Σ' αυτά τα τελευταία ελαττώματα ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, και με δυο λόγια καθετί το αντίθετο με την πολιτική αρετή. Λοιπόν σ' αυτές τις περιπτώσεις ο καθένας θυμώνει με τον άλλον ή του δίνει συμβουλές, ολοφάνερα επειδή έχει τη γνώμη ότι η αρετή μπορεί να γίνει κτήμα με φροντίδα και διδασκαλία. Γιατί, αν θέλεις να σκεφτείς ποια σημασία μπορεί να έχει η τιμωρία των αδικητών, Σωκράτη, η καθημερινή ζωή θα σου δείξει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να μεταδοθεί. Γιατί ποιος τιμωρεί τους αδικητές, στρέφοντας τη σκέψη του σ' αυτό, κι αυτό έχοντας κίνητρο: το ότι έκαμαν το αδίκημα; (μη λογαριάζεις εκείνον που τιμωρεί ασυλλόγιστα, σαν θηρίο). Αντίθετα, εκείνος που έχει έγνοια να τιμωρήσει μυαλωμένα, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έγινε και πάει ―γιατί ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται― αλλά προνοώντας για το μέλλον, για να μην αδικήσει άλλη φορά ούτε ο ίδιος ο αδικητής ούτε άλλος κανείς από όσους είδαν την τιμωρία του· με το να σκέφτεται λοιπόν έτσι, σκέφτεται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· όπως και να 'χει, σκοπός της τιμωρίας είναι η φοβέρα. Άρα όλοι, όσοι τιμωρούν και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, αυτή τη γνώμη έχουν. Έτσι και οι άλλοι άνθρωποι και πρώτοι απ' όλους οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου, τιμωρούν αυτούς που νομίζουν ότι κάνουν αδικήματα, και για να βρει το δίκιο του ο αδικημένος και για να πλήρωσει ο αδικητής. Απ' αυτό βγαίνει ότι οι Αθηναίοι είναι απ' εκείνους που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί και να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Τώρα μου φαίνεται πως σου δόθηκε ικανοποιητική απόδειξη, Σωκράτη, ότι καλά κάνουν οι συμπολίτες σου και αφήνουν να τους δίνει συμβουλές πάνω σε θέματα της πολιτείας και ο χαλκιάς και ο τσαγκάρης, και ότι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να μεταδοθεί.

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης.

«Είμαστε στα χρόνια τα παλιά, τότε που θεοί μόνο υπήρχαν. Πλάσματα θνητά δεν ήταν ακόμα. Σαν ήρθε όμως και γι' αυτά ο καιρός ο προορισμένος για να γεννηθούν, τα ρίχνουν οι θεοί σε μήτρες, μέσα στης γης τα έγκατα, πιάνοντας μείγμα από γη και φωτιά κι από τα άλλα όσα δένουν με φωτιά και με γη. Αλλά την ώρα που ήταν πια να τα βγάλουν στο φως, πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα συναρμόσουν με τάξη και να τους μοιράσουν ιδιαίτερες δυνατότητες, ό,τι απαιτείται στο καθένα. Τότε ο Επιμηθέας ζητάει από τον Προμηθέα να τον αφήσει να μοιράσει αυτός. "Κι όταν εγώ κάνω τη μοιρασιά ―είπε― έλα να τα ελέγξεις". Έτσι τον έπεισε και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Εκεί που μοίραζε όμως, σε μερικά χάρισε τη δύναμη χωρίς ευκινησία, μερικά άλλα πιο αδύναμα τα στόλισε με την ευκινησία. Άλλα έφτιαξε με φυσικά όπλα, σε άλλα άφησε άοπλη τη φυσική κατασκευή, μηχανεύτηκε όμως κάποιαν άλλη ικανότητα αυτοπροστασίας. Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλε με σώμα μικροκαμωμένο, τους χάρισε λυτρωμό με το πέταγμα ή κατοικία κρυμμένη στο έδαφος. Όσα εξάλλου έπλασε μεγαλόσωμα, με το ίδιο το μέγεθός τους τα προστάτεψε. Έτσι αντιστάθμιζε και τα υπόλοιπα και συνέχιζε τη μοιρασιά. Κι όλα αυτά τα μηχανευόταν έχοντας το νου του μήπως κανένα από τα είδη εξοντωθεί.

»Όταν πια τους εξασφάλισε τρόπους να γλιτώνουν τον αλληλοσπαραγμό, μηχανεύτηκε μέσα για την προσαρμογή τους στις καιρικές εναλλαγές του Δία. Έτσι τα έντυσε με πυκνό τρίχωμα και με ανθεκτικό δέρμα, αρκετό για να συγκρατεί το κρύο, κατάλληλο επίσης και για τις ζέστες κι ακόμα για να χρησιμεύει αυτό το ίδιο για σκέπασμά τους όταν κοιμούνται, αχώριστο και σύμφυτο με το κορμί του καθενός. Και τέλος τα υπόδεσε, άλλα με οπλές κι άλλα με δέρμα σκληρό κι αναισθητοποιημένο. Από κει και πέρα τους εξασφάλισε πόρους διατροφής, για το καθένα κι άλλους. Για άλλα το χόρτο που φυτρώνει από τη γη, για άλλα τους καρπούς από τα δέντρα, για άλλα τις ρίζες. Σε μερικά μάλιστα επέτρεψε η διατροφή τους να συνίσταται στην καταβρόχθιση άλλων ζωντανών. Και σε άλλα πάλι έδωσε γεννητικότητα περιορισμένη, ενώ στα άλλα που εξολοθρεύονται από αυτά χάρισε αυξημένη γεννητικότητα, διασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση του είδους τους. Έτσι που ήταν λοιπόν ο Επιμηθέας όχι και πολύ σπουδαία διάνοια, δεν κατάλαβε για πότε εξάντλησε τις δυνατότητες στα άλογα ζώα. Του απόμενε τελικά ασυμπλήρωτο ακόμα το ανθρώπινο γένος και δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα με αυτό.

»Εκεί που συλλογιόταν έρχεται ο Προμηθέας να κάνει έλεγχο στη μοιρασιά και βλέπει τα άλλα ζώα να έχουν από όλα σύμμετρα, τον άνθρωπο όμως γυμνό και με τα πόδια του απροστάτευτα, δίχως καλυπτήριο περίβλημα και δίχως οπλισμό φυσικό. Εντωμεταξύ όμως πλησίαζε η μέρα η προορισμένη, που τότε ο άνθρωπος έπρεπε μέσα από τη γη να βγει στο φως. Ο Προμηθέας λοιπόν ήταν σε μεγάλη συλλογή, τι μέσο προστασίας να εφεύρει για τον άνθρωπο. Κλέβει τότε κι αυτός την τεχνολογική σοφία του Ήφαιστου και της Αθηνάς και τη φωτιά μαζί ―γιατί χωρίς τη φωτιά είναι αδύνατο να τη διατηρήσει κανένας ή να κάνει χρήση της― και τη δωρίζει στον άνθρωπο. Με αυτό τον τρόπο επομένως ο άνθρωπος απόχτησε τη σοφία γύρω από τα ωφέλιμα για τη ζωή του. Την πολιτική σοφία όμως δεν την είχε. Αυτή βρισκόταν ακόμα στην κατοχή του Δία. Κι ο Προμηθέας δεν είχε πια ευκαιρία να εισχωρήσει ως μέσα στην ακρόπολη στην κατοικία του Δία. Πέρα από αυτό και οι φρουρές που είχε εκεί ο Δίας έφερναν φόβο. Περνάει όμως κρυφά και μπαίνει στο κοινό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ήφαιστου, όπου βρίσκονταν κι οι δυο σκυμμένοι με αγάπη στην τέχνη τους. Από κει έκλεψε και του Ήφαιστου την τέχνη, που έχει για βάση τη φωτιά, και κάθε άλλης μορφής τέχνη, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει όλες στον άνθρωπο. Από τότε υπάρχει στον άνθρωπο βιοτική ευημερία. Αργότερα όμως τον Προμηθέα ―λένε― τον περίμενε δίκη για κλοπή κι αίτιος ήταν ο Επιμηθέας.

»Κι αφού πια ο άνθρωπος πήρε και κάποιο θεϊκό μερίδιο, πρώτα πρώτα ―από αυτή τη συγγένεια που έχει με το θεό― υπήρξε το μόνο πλάσμα που αναγνώρισε θεούς και πάντα νοιαζόταν να στήνει βωμούς και αγάλματα των θεών. Παράλληλα κατάρτισε νωρίς γλώσσα και πλήθος λέξεις με την τεχνική του ικανότητα κι επινόησε οικοδομήματα και φορέματα και υποδήματα και κλινοσκεπάσματα και τους πόρους διατροφής του από προϊόντα της γης. Οι άνθρωποι λοιπόν στην αρχή εφοδιασμένοι με αυτά τα μέσα ζούσαν διάσπαρτοι και πολιτείες δεν υπήρχαν. Έτσι αφανίζονταν από τα θηρία, γιατί όπως ήταν παντού σκορπισμένοι, έμεναν παντού πιο αδύναμοι εμπρός σ' αυτά. Η παραγωγική τους τεχνική εξάλλου τους ήταν βέβαια εξυπηρετική αρκετά για συντήρηση, αλλά δεν τους εξυπηρετούσε για τον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, που αποτελεί μέρος της η πολεμική τεχνική. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να προστατεύονται μέσα σε πόλεις που έχτιζαν. Έτσι, σε όποια ευκαιρία συγκεντρώθηκαν, έκαναν αδικίες ο ένας στον άλλο, μια και δεν είχαν την τέχνη της πολιτικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα πάλι να διασπώνται και να χάνονται.

»Ο Δίας τότε ανησύχησε για το είδος μας, μήπως και χαθεί ολόκληρο, και στέλνει τον Ερμή. Μαζί του αυτός έφερε στους ανθρώπους το σέβας και την απαίτηση για δικαιοσύνη, ώστε να αποτελέσουν δυνάμεις συγκρότησης των πολιτειών και συνεκτικούς δεσμούς ανθρώπινης φιλίας. Τότε ο Ερμής ρωτάει το Δία να του πει με τι τρόπο τέλος πάντων θα έδινε στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και το σέβας. "Με ποιον από τους δύο τρόπους; Έτσι όπως είναι κατανεμημένες οι τέχνες, αυτό τον καταμερισμό να κάνω κι εδώ; Κι ο καταμερισμός είναι ο εξής: ένας έχει για ειδικότητά του την ιατρική κι εξυπηρετεί πολλούς μη ειδικούς. Έτσι κάνουν κι όσοι άλλοι προσφέρουν στο κοινό την εργασία τους. Ώστε και τη δικαιοσύνη και το σεβασμό με τέτοιο τρόπο να θεσμοθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να κάνω τη μοιρασιά σε όλους;""Σε όλους ―είπε ο Δίας― και όλοι να πάρουν μέρος. Γιατί πολιτείες δε θα μπορούσαν να σχηματιστούν αν στους θεσμούς αυτούς μετείχαν λίγοι, όπως γίνεται σε άλλες τέχνες. Και θέσπισέ τους ακόμα ένα νόμο από μένα: όποιος δεν είναι ικανός να συμμετέχει στην τήρηση του σεβασμού και της δικαιοσύνης, να θανατώνεται ως νοσηρό στοιχείο της πολιτείας".

»Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και στους άλλους λαούς και στο λαό της Αθήνας. Όποτε είναι ο λόγος για θέμα που απαιτεί δεξιοσύνη κατασκευαστική ή άλλη παραγωγική ικανότητα, νομίζει ο λαός ότι λίγοι έχουν τα εφόδια για να προσφέρουν συμβουλή. Κι αν βγει για συμβουλή κανένας άλλος έξω από αυτούς τους λίγους, ο λαός δεν τον αφήνει, καθώς λες. Πολύ δικαιολογημένα, λέω εγώ. Εξάλλου, όποτε έρθει ώρα για συμβουλή πάνω σε θέμα πολιτικής ικανότητας, που απαιτείται να είναι συνυφασμένη ολοκληρωτικά με τη δικαιοσύνη και με την αυτοκυριαρχία, δικαιολογημένα πάλι αφήνουν να μιλάει ο καθένας, με την ιδέα ότι είναι στα μέτρα του καθενός να διαθέτει από αυτή την αρετή, αλλιώς δε θα υπάρχουν πολιτείες. Η αιτιολόγηση του γεγονότος, Σωκράτη, είναι αυτή.

»Και για να μη νομίζεις πως πέφτουμε έξω στο ότι πράγματι όλοι θεωρούν πως κάθε άνθρωπος έχει συμμετοχή και στη δικαιοσύνη και σε κάθε άλλη πολιτική αρετή, πάρε για τεκμήριο και το εξής ακόμα. Όταν πρόκειται για τις άλλες ικανότητες, συμβαίνει αυτό που λες: αν κανένας ισχυρίζεται πως είναι ικανός αυλητής ή τίποτε άλλο, γενικά ικανός σε κάποια τέχνη που πραγματικά δεν είναι, ή γελούν όλοι μαζί του ή τον εχθρεύονται. Και οι δικοί του πάνε και τον κατευνάζουν σαν άνθρωπο που παραλογίζεται. Όταν όμως πρόκειται για τη δικαιοσύνη και για την πολιτική αρετή γενικά, κοίτα τι συμβαίνει στην περίπτωση που ένας γίνεται αντιληπτός ότι έχει κάνει αδικία. Αν αυτός καταγγέλλει αληθινά τον εαυτό του μόνος του μπροστά στον κόσμο, κάτι που οι άλλοι το θεωρούσαν αυτοεπίγνωση στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή το να λέει κανείς αληθινά τι είναι, ακριβώς στην περίπτωση αυτή εδώ το θεωρούν παραλογισμό. Και συμφωνούν ότι ο καθένας θα πρέπει για τον εαυτό του να υποστηρίζει πως είναι δίκαιος, άσχετα αν είναι ή όχι. Αλλιώτικα, όποιος δεν επικαλείται το χαρακτηρισμό του δίκαιου, θα παραλογίζεται. Κάτι που υποδηλώνει την ανάγκη καθένας ανεξαίρετα να μετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δικαιοσύνη, αλλιώς να μην έχει θέση ανάμεσα σε ανθρώπους.

»Αυτά λοιπόν έχω να πω για το ζήτημά σου: ότι δικαιολογημένα οι άνθρωποι παραδέχονται για σύμβουλο πάνω σ' αυτή την αρετή τον καθένα, επειδή πιστεύουν πως ο καθένας έχει συμμετοχή σ' αυτήν. Μετά από αυτό τώρα θα προσπαθήσω να σου αποδείξω το άλλο: πως το φανέρωμά της, σ' όποιον έχουμε τέτοιο φανέρωμα, δεν το νομίζουν ότι γίνεται από έμφυτο ούτε έτσι ανεξέλεγκτα, αλλά ότι είναι κάτι που διδάσκεται και βγαίνει έπειτα από φροντίδα. Πράγματι, με όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι πως τα 'χει ο διπλανός τους έμφυτα ή τυχερά του, κανένας δεν αγανακτεί. Ούτε κανένας συμβουλεύει όποιους τα έχουν ούτε τους δασκαλεύει να μην είναι όπως είναι ούτε τους παιδεύει. Αντίθετα, τους βλέπουν με οίκτο. Πάρε ας πούμε τους άσχημους, τους μικρόσωμους, τους αδύνατους ― ποιος θα 'χε τόση απερισκεψία ώστε να θέλει πάνω τους να εφαρμόσει τέτοια μεταχείριση! Γιατί θαρρώ ξέρουν πως αυτά όλα, και τα προτερήματα εξίσου και τα αντίθετά τους, έρχονται από έμφυτο στους ανθρώπους και από το τυχερό τους. Ενώ πάλι όσα καλά νομίζουν οι άνθρωποι πως τους έρχονται έπειτα από φροντίδα κι από άσκηση και διδαχή, αν τύχει και δεν τα 'χει κανείς παρά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, με αυτά έχουν να κάνουν οι πιο πολλές σκηνές αγανάκτησης, τιμωρίες ή οδηγίες.

»Ανάμεσα σ' αυτά είναι και η αδικία κι η ασέβεια και μ' ένα λόγο κάθε αντίθετο στην αρετή του σωστού πολίτη. Εδώ λοιπόν είναι που αγανακτούμε όλοι με όλους κι όλοι συμβουλεύουμε, προφανώς με την ιδέα πως είναι μια ιδιότητα που αποκτιέται έπειτα από φροντίδα κι αγωγή. Αλήθεια, Σωκράτη, αν έχεις τη διάθεση να αναλύσεις τι νόημα μπορεί να έχουν οι τιμωρίες εκείνων που κάνουν αδικίες, μόνο του το πράγμα θα σου δώσει να καταλάβεις πως οι άνθρωποι, οποιοιδήποτε άνθρωποι, πιστεύουν ότι αρετή είναι μια ιδιότητα που μεταδίδεται. Γιατί όταν κανένας τιμωρεί αυτούς που αδικοπραγούν, ποτέ δεν έχει στο νου του κάτι τέτοιο: επειδή έκανε αδικία ο τάδε. Κανείς δεν παρακινείται από αυτό, εκτός βέβαια όποιος γυρεύει παράφορα ικανοποίηση, σαν θηρίο. Αλλά όποιος επιζητεί να έχει κάποιο λόγο η τιμωρία που επιβάλλει, δε γυρεύει την επανόρθωση αδικήματος που ανήκει στο παρελθόν ―πώς να ξεγίνει αλήθεια κάτι που έτσι κι αλλιώς έγινε―, αλλά πηγαίνει για χάρη του μέλλοντος: για να μην ξανακάνει αδικία ούτε ο πρώτος εκείνος ούτε ο άλλος που θα τον δει πως τιμωρήθηκε. Κι έτσι με αυτό το πνεύμα έχει γενικά τη γνώμη πως η αρετή είναι θέμα παιδείας. Τελικά η τιμωρία που βάζει έχει σκοπό αποτρεπτικό. Λοιπόν αυτή την αντίληψη έχουν όλοι οι άνθρωποι, όσοι απαιτούν μια ικανοποίηση με ποινές ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα. Και τέτοια απαίτηση για ικανοποίηση και για τιμωρία γενικά, όπως έχουν και οι άλλοι άνθρωποι για όποιους τυχόν θα κρίνονταν ότι κάνουν αδικίες, έτσι έχουν και οι συμπατριώτες σου οι Αθηναίοι. Άρα, σύμφωνα με το συλλογισμό μας αυτό, είναι και οι Αθηναίοι από κείνους που δέχονται ότι η αρετή είναι κάτι που μεταδίδεται και που διδάσκεται. Έτσι που τα βλέπω λοιπόν, Σωκράτη, έχεις κιόλας ικανοποιητική απόδειξη πως δικαιολογημένα οι συμπατριώτες σου παραδέχονται να τους δίνει συμβουλές ένας σιδεράς κι ένας βυρσοδέψης πάνω σε θέματα της πολιτείας κι ακόμα ότι δέχονται πως η αρετή μπορεί και διδάσκεται και μεταδίδεται.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτων. Πρωταγόρας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Ήταν κάποτε καιρός που θεοί υπήρχαν, θνητά όμως γένη δεν υπήρχαν. Κι όταν ήρθεν ο χρόνος ο ωρισμένος από τη μοίρα για τη γέννηση κι αυτών, τα πλάθουν οι θεοί στα έγκατα της γης από μίγμα γης και φωτιάς, και από όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά. Κι όταν ήρθε η ώρα να τα φέρουν στο φως, διέταξαν οι θεοί τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να εφοδιάσουν και να μοιράσουν στο καθένα τους ταιριαστές ιδιότητες. Ο Επιμηθεύς ζητά τότε από τον Προμηθέα να τον αφήση να κάμη αυτός τη διανομή. Κι άμα, είπε, εγώ τελειώσω, κάνεις εσύ την επιθεώρησή σου· έτσι τον έπεισε και κάνει τη διανομή. Μοιράζοντας λοιπόν σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, αλλά τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με ταχύτητα· σε άλλα έδινε όπλα, και όσων άφηνε άοπλη τη φύση γι' αυτά έβρισκε με το νου του κάποιαν άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους. Όσα, αλήθεια, απ' αυτά έντυνε με μικρό σώμα, σ' αυτά έδινε την ικανότητα να φεύγουν πετώντας ή να κατοικούν μέσα στη γη· κι όσα μεγάλωνε κατά το μέγεθος, μ' αυτό το ίδιο πάλι τα έσωζε· έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες ισορροπώντας τις μ' αυτό τον τρόπο. Όλα αυτά τα σοφιζόταν, επειδή πολύ πρόσεχε μήπως κανένα γένος εξαφανιστή. Κι αφού τα εφοδίασε αρκετά για να ξεφεύγουν την αλληλοκαταστροφή, σοφιζόταν μέσα προστατευτικά για τις μεταβολές του καιρού που στέλνει ο Ζευς, ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και στερεά δέρματα, ικανά να προφυλάσσουν από το κρύο, κατάλληλα και για τις ζέστες, κι ακόμη, όταν πάνε να κοιμηθούν, τα ίδια αυτά να τους είναι στρωσίδι δικό τους και από φυσικού του στο καθένα, και παπουτσώνοντάς τα άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρματα στερεά και άναιμα. Ύστερα απ' αυτό τους προμήθευε τροφές σε άλλα άλλες, σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων, και σε άλλα ρίζες· σε μερικά άφησε τροφή τους να είναι η βορά άλλων ζώων σ' αυτά όμως τα ζώα ταίριασε την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους, ενώ σε κείνα που τρώγονταν απ' αυτά, ταίριασε την πολυγονία, βρίσκοντας έτσι σωτηρία για το γένος τους. Επειδή όμως ο Επιμηθεύς δεν ήταν πολύ σοφός καταξόδεψε, χωρίς να το πάρη είδηση, τις ιδιότητες στα άλογα ζώα· του έμενε ακόμη ανεφοδίαστο το γένος των ανθρώπων, και δεν ήξερε τι να κάμη.

Απάνω σ' αυτό το αδιέξοδο έρχεται ο Προμηθεύς να επιθεωρήση την κατανομή, και βλέπει τα άλλα ζώα να τα έχουν όλα ταιριαστά, και τον άνθρωπο τον βλέπει γυμνό, και ανυπόδητο, χωρίς στρωσίδι και όπλο· ερχόταν κιόλας και η ωρισμένη από τη μοίρα μέρα, οπού έπρεπε και ο άνθρωπος να βγη από το γη στο φως. Κυριευμένος ο Προμηθεύς από τη δυσκολία τι λογής σωτηρία να βρη για τον άνθρωπο, παίρνει κρυφά την τεχνική ικανότητα του Ηφαίστου και της Αθηνάς και μαζί τη φωτιά ―γιατί ήταν αδύνατο να αποκτήση κανείς ή να χρησιμοποιήση την ικανότητα αυτή χωρίς φωτιά― και έτσι δα τη δωρίζει στον άνθρωπο. Έτσι λοιπόν απέκτησε ο άνθρωπος τις τέχνες που του χρειάζονται για τη ζωή του, την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε· γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δια. Κι ο Προμηθέας δεν είχε πια τον καιρό να μπη μέσα στην ακρόπολη, στην καθέδρα του Δία· κοντά σ' αυτό και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί· στο κοινό όμως εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυο τους εργάζονταν τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, κλέβει τις τέχνες με φωτιά του Ηφαίστου και τις άλλες της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο· απ' αυτό είναι που ο άνθρωπος είχε πλούσια τα μέσα για τη ζωή του, ο Προμηθεύς όμως εξ αιτίας του Επιμηθέως κατηγορήθηκε ύστερα, όπως λέγουν, για κλοπή.

Και επειδή ο άνθρωπος κρατεί από θεϊκή μοίρα, πρώτα πρώτα ένεκα της συγγένειας προς [τον θεό], μόνος από τα ζώα πίστεψε θεούς, και προσπαθούσε να ιδρύη και βωμούς και αγάλματα θεών· έπειτα γλήγορα κατώρθωσε να διαρθρώση με τη γνωστή τέχνη φωνή και λέξεις, και βρήκε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και στρωσίδια και τις τροφές από τη γη. Έτσι εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι· δεν υπήρχαν όμως πόλεις. Καταστρέφονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί παντού και πάντα ήταν ασθενέστεροι απ' αυτά· οι τεχνικές τους δεξιότητες, καλός βοηθός για τον πορισμό τροφής, υστερούσαν στον πόλεμο με τα θηρία· γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που μέρος της είναι η πολεμική. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν πολλοί μαζί και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις· όταν όμως μαζεύονταν, αδικούσαν ένας τον άλλον, γιατί δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πίσω πάλι σκορπίζονταν εδώ και κει και καταστρέφονταν. Ο Ζευς τότε επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως ολότελα εξαφανιστή, στέλνει τον Ερμή να φέρη στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να υπάρξη αρμονία στις πόλεις και δεσμοί φιλίας δημιουργοί. Ρωτά λοιπόν ο Ερμής το Δία, με τι τρόπο να δώση τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους· να τις μοιράση κι αυτές έτσι όπως έχουν μοιραστή οι τέχνες; Τούτες έτσι έχουν μοιραστή· ένας που ξέρει την ιατρική είναι αρκετός για πολλούς που δεν την ξέρουν· έτσι και οι άλλοι τεχνίτες. Και τη δικαιοσύνη λοιπόν και τη ντροπή έτσι να τις βάλω μέσα στους ανθρώπους, ή να τις μοιράσω σε όλους; Σε όλους, είπεν ο Ζευς, και όλοι να έχουν το μερδικό τους· γιατί δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις, αν λίγοι μόνο μετείχαν σ' αυτά, όπως στις άλλες τέχνες· και να βάλης νόμο από μέρους μου όποιον δεν είναι ικανός να μετέχη στη δικαιοσύνη και την εντροπή να τον σκοτώνουν ως αρρώστεια για την πόλη.

Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και γι' αυτούς τους λόγους και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν πρόκειται για τεκτονική ή καμμιά άλλη τεχνική ικανότητα, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να δίνουν γνώμη, κι αν κάποιος όντας έξω από τους λίγους επιχειρή να δίνη γνώμη, δεν ανέχονται, όπως συ υποστηρίζεις· με το δίκιο τους, όπως λέγω εγώ·όταν όμως έρχωνται να ζητήσουν γνώμη σε θέμα που αναφέρεται σε πολιτική ικανότητα, γνώμη που ολόκληρη πρέπει να περνά από τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, τότε σωστά δέχονται να ακούν κάθε άνδρα, με τη σκέψη ότι καθένας ταιριάζει να έχη μέρος στην αρετή, αλλιώς δε θα υπάρχουν πόλεις. Τούτη είναι, Σωκράτη, η αιτία αυτού του πράγματος.

Και για να μη νομίζης πως πέφτεις σε πλάνη, αν δεχτής ότι πράγματι όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή, να πάρε τούτη εδώ την απόδειξη. Στις άλλες, αλήθεια, ικανότητες, που συ ανάφερες, αν κανείς ισχυρίζεται ότι είναι καλός αυλητής, ή ξέρει κάποια άλλη τέχνη που δεν ξέρει, ή τον κοροϊδεύουν ή θυμώνουν μαζί του, και οι δικοί του έρχονται και προσπαθούν να τον φέρουν στα λογικά του, σαν να είναι τρελλός. Στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, ακόμη και αν ξέρουν κάποιον πως είναι άδικος, αν αυτός μόνος του μπροστά σε πολλούς λέγη την αλήθεια για τον εαυτό του, εκείνο που νόμιζαν στην πρώτη περίπτωση σωφροσύνη, να λέγη κανείς την αλήθεια, εδώ το λένε τρέλλα, και δέχονται πως όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, και ότι είναι τρελλός όποιος δεν προσποιείται δικαιοσύνη· γιατί (είναι) αναγκαίο να μην υπάρχη κανείς που κατά κάποιο τρόπο να μη μετέχη σ' αυτήν, αλλιώς να μη ζη μαζί με τους ανθρώπους.

Όσο για το ζήτημα λοιπόν ότι εύλογα δέχονται οι Αθηναίοι κάθε άνδρα σύμβουλο σ' αυτή την αρετή, γιατί πιστεύουν ότι καθένας μετέχει σ' αυτήν, αυτά λέγω. Ότι όμως δεν πιστεύουν ότι η αρετή αυτή έρχεται από τη φύση ούτε από τύχη, αλλά διδάσκεται, και τη φτάνει, όποιος τη φτάνει, με την επιμέλειά του, αυτό ύστερα από το πρώτο θέμα θα προσπαθήσω να σου αποδείξω. Γιατί για όσα κακά πιστεύουν οι άνθρωποι, ένας για τον άλλον, ότι τα έχουν από τη φύση, ή από τύχη, κανείς ούτε θυμώνει, ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται· στους άσχημους λόγου χάρη, τους κοντούς ή αδύνατους ποιος είναι τόσο ανόητος ώστε να επιχειρή να τους κάμη κάτι απ' αυτά που είπα; Γιατί ξέρουν, νομίζω, ότι από τη φύση και την τύχη έρχονται στους ανθρώπους οι καλές αυτές ιδιότητες και οι αντίθετές τους· όσα αγαθά όμως νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι από επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία, όταν κανείς δεν τα έχη, αλλά έχη τα αντίθετά τους κακά, γι' αυτά είναι που έχομε και τους θυμούς και τις τιμωρίες και τις παραινέσεις.

Ένα από αυτά είναι και η αδικία και η ασέβεια και με μια λέξη ό,τι είναι αντίθετο στην πολιτική αρετή· όπου λοιπόν καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον νουθετεί, είναι φανερό πως αυτό γίνεται γιατί πιστεύουν ότι την αρετή αυτή την αποκτά κανείς με επιμέλεια και μάθηση. Αν θελήσης αλήθεια, Σωκράτη, να στοχαστής σε τι αποσκοπεί η τιμωρία των αδικούντων, μόνο του αυτό θα σου αποδείξη, ότι ο κόσμος τουλάχιστο πιστεύει ότι η αρετή είναι κάτι που το αποκτά κανείς. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί όσους κάνουν το άδικο, έχοντας το νου του σ' αυτό, στο ότι αδίκησαν, και εξ αιτίας αυτού, όποιος βέβαια δε ρίχνεται σα θηρίο στην εκδίκηση, ασυλλόγιστα. Όποιος με σκέψη έρχεται στην τιμωρία, δεν τιμωρεί ένεκα του αδικήματος που έγινε ―ό,τι έγινε δεν είναι δυνατό να κάμης να μη έχη γίνει― αλλά για το μέλλον, για να μη αδικήση ξανά μήτε αυτός ο ίδιος, μήτε άλλος που είδε να τιμωρούν αυτόν. Και όταν σκέπτεται έτσι, σκέπτεται ότι η αρετή διδάσκεται· τιμωρεί λοιπόν για να αποτρέψη από το κακό. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όσοι επιβάλλουν τιμωρίες και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή· και τιμωρίες και κολασμούς επιβάλλουν και οι άλλοι άνθρωποι σε όσους νομίζουν ότι κάνουν αδικίες, και μάλιστα οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου· ώστε σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και οι Αθηναίοι είναι από κείνους που πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται και μαθαίνεται. Ότι λοιπόν σωστά δέχονται οι συμπολίτες σου και το χαλκιά και το σκυτοτόμο να δίνουν γνώμη για τα θέματα της πολιτικής αρετής, και ότι πιστεύουν πως η αρετή διδάσκεται και μαθαίνεται, σου απέδειξα, Σωκράτη, ικανοποιητικά, όπως μου φαίνεται.