Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Τα βραβεία επομένως, είπα εγώ, οι ανταμοιβές και τα δώρα που παίρνει στη διάρκεια της ζωής του ο δίκαιος από θεούς κι από ανθρώπους, πέρα από τα αγαθά που του πρόσφερε αυτή καθεαυτήν η δικαιοσύνη, θα είναι τέτοιου είδους.

Και θα' ναι, είπε, πολύ όμορφα πράγματα και σίγουρα.

Αυτά ωστόσο, είπα εγώ, δεν είναι τίποτα, ούτε ως προς το πλήθος ούτε ως προς το μέγεθος, μπροστά σ' εκείνα που περιμένουν τον καθένα από τους δύο, όταν πεθάνει. Κι αυτά είναι ανάγκη να τα ακούσουν, ώστε και ο δίκαιος και ο άδικος να πάρουν από τη συζήτηση όλα όσα επιβάλλεται να ακούσει καθένας τους.

Λέγε τα, τότε, είπε· γιατί δεν υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που θα τα άκουγα με περισσότερη ευχαρίστηση.

Μην περιμένεις, είπα εγώ, να σου πω κανένα μακρόσυρτο παραμύθι σαν του Αλκίνοου, θα σου πω το παραμύθι ενός γενναίου άνθρωπου, του Ηρός, του γιου του Αρμένιου, από το γένος των Παμφύλων. Ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι όταν τη δέκατη μέρα σήκωσαν τους νεκρούς, σε αποσύνθεση πια, αυτόν τον βρήκαν άθικτο· τον πήγαν στον τόπο του για να τον θάψουν, και τη δωδέκατη μέρα από το θάνατο του, εκεί που τον είχαν επάνω στην πυρά, αυτός ξαναζωντάνεψε και, γυρίζοντας πάλι στη ζωή, ανιστορούσε όσα είχε δει εκεί. Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν σ' έναν τόπο δαιμονικό, όπου υπήρχαν δυο ανοίγματα της γης, δίπλα–δίπλα το ένα με το άλλο, και απέναντί τους απάνω στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσα σ' αυτά κάθονταν δικαστές, οι οποίοι κάθε φορά που τελείωναν τη δίκη, τους μεν δίκαιους τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν το δρόμο που έβγαζε προς τα δεξιά και προς τα πάνω μέσα από τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν στο στήθος σημάδια της απόφασης που είχαν βγάλει, ενώ τους άδικους τους έστελναν από το δρόμο που ήταν στα αριστερά και οδηγούσε προς τα κάτω· είχαν κι αυτοί, κρεμασμένα πίσω τους, σημάδια για όλα όσα έπραξαν. Όταν παρουσιάστηκε κι αυτός στους δικαστές, του είπαν ότι έπρεπε να γίνει αγγελιαφόρος και να πει στους ανθρώπους τι συνέβαινε εκεί, και του έδωσαν την εντολή να ακούει και να κοιτάει με προσοχή τα πάντα σ' εκείνο τον τόπο. Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα δύο ανοίγματα του ουρανού και της γης, αφού πια είχαν κριθεί, ενώ στα δύο άλλα ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, φεύγοντας από τη γη λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, κι από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές. Και οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά έδιναν την εντύπωση πως έρχονταν από δρόμο μακρινό, και με ευχαρίστηση τραβούσαν κατά το λιβάδι κι εκεί κατασκήνωναν, όπως σ' ένα πανηγύρι, και χαιρετιούνταν η μια με την άλλη, όσες γνωρίζονταν, κι αυτές που έρχονταν από τη γη ζητούσαν να μάθουν από τις άλλες για τα πράγματα εκεί, κι εκείνες πάλι που έρχονταν από τον ουρανό ρωτούσαν τις άλλες για τα δικά τους. Κι ανιστορούσαν οι μεν στις δε, άλλες κλαίγοντας και οδυρόμενες, καθώς ξαναθυμούνταν όσα είδαν και έπαθαν στην πορεία τους κάτω από τη γη ―κι η πορεία αυτή είχε κρατήσει χίλια χρόνια―, κι οι άλλες πάλι που έφθαναν από τον ουρανό διηγούνταν όσα ευχάριστα δοκίμασαν εκεί και την άφατη ομορφιά που είχαν αντικρύσει. Ήταν πολλά πράγματα, Γλαύκων, και θα 'παιρνε χρόνο πολύ να τα διηγηθεί κανείς· το πιο σπουδαίο όμως που είπε είναι μ' ένα λόγο τούτο. Για όσες αδικίες διέπραξαν, καθένας τους, και για όσους αδίκησαν πλήρωσαν για όλα με την τιμωρία που έπρεπε, δέκα φορές για το καθένα ―πάει να πει, για κάθε εκατό χρόνια, γιατί τόσο είναι το διάστημα της ανθρώπινης ζωής―, ώστε το τίμημα που κατέβαλαν να είναι δεκαπλάσιο από το αδίκημα. Αν κάποιοι, λ.χ., έγιναν η αιτία για το θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε επειδή πρόδωσαν πολιτείες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους στη σκλαβιά ή ήσαν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε, πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν κάνει κάποιες καλοσύνες κι είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους. Έλεγε επίσης κάτι άλλα για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούμε σ' αυτά. Και για την ασέβεια ή το σεβασμό απέναντι στους θεούς και τους γονείς καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.

Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από 'κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που 'χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να 'ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Τέτοια λοιπόν είναι τα βραβεία, οι μισθοί, και τα δώρα που έχει ο δίκαιος στο διάστημα της ζωής του από θεούς και ανθρώπους, κοντά στα πλεονεκτήματα που, καθώς είπαμε, του παρέχει αυτή καθ' εαυτήν η δικαιοσύνη.

Πολύ ωραία και ασφαλή.

Και όμως τίποτα δεν είν' αυτά, ούτε κατά το πλήθος ούτε κατά το μέγεθος, μπροστά σ' εκείνα που περιμένουν και τον ένα και τον άλλο μετά θάνατον· πρέπει κι αυτά να ειπωθούν, για να πάρη ο καθένας τους εντελώς όσα από τη συζήτησή μας του πρέπει να τ' ακούση.

Λέγε λοιπόν, γιατί λίγα πράγματα υπάρχουν που θα τ' άκουα με περισσότερη ευχαρίστηση.

Θ' ακούσης λοιπόν τώρα τη διήγηση όχι του Αλκίνου αλλά ενός αλκίμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτ' από δέκα μέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρίσκονταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο· τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν και ενώ τη δωδέκατη μέρα από το θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε ν' ανιστορή όσα είχε ιδή στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε με πολλούς άλλους κ' έφτασαν σ' ένα θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους ν' ακολουθήσουν το δρόμο που πήγαινε δεξιά και πάνω μεσ' απ' τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τι απόφαση είχαν βγάλει γι' αυτούς στη δίκη· τους άδικους τους έστελναν να πάρουν το δρόμο προς τ' αριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σ' αυτούς, αλλ' από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος, του είπαν να φέρη στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήση και νακούση όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο.

Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δύο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τ' άλλα δύο πάλι, από το ένα της γης ν' ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από τ' άλλο τ' ουρανού να κατεβαίνουν άλλες καθαρές. Όλες έδιναν την εντύπωση πως έρχονται από δρόμο μακρινό, και μ' ευχαρίστηση πήγαιναν να κατασκηνώσουν στο λιβάδι, όπως γίνεται στο πανηγύρι· όσες απ' αυτές γνωρίζονταν χαιρετιούνταν μεταξύ τους και ζητούσαν πληροφορίες, όσες έφταναν από τη γη από τις άλλες για τα εκεί, και όσες από τον ουρανό από τις άλλες για τα δικά τους πάλι περιστατικά. Και ιστορούσαν από τις αναμνήσεις τους μεταξύ τους οι πρώτες με θρήνους και με δάκρυα όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω από τη γη ―η διάρκεια της πορείας ήταν χίλια χρόνια―, όσες πάλι έφταναν από τον ουρανό έλεγαν τις ηδονές που δοκίμασαν και το άφραστο κάλλος των θεαμάτων που είδαν. Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθήσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες· των αφηγήσεών του η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές ―η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής― για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμή κάθε αδικήματος. Έτσι, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων η στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων, υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαμαν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ιδίαν αναλογία την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. Όσο για κείνους που πέθαιναν λίγο χρόνο ύστερ' από τη γέννηση τους, έλεγε άλλα που δεν αξίζει τον κόπο να τ' αναφέρω. Υπήρχαν ακόμη ανταμοιβές πολύ μεγαλύτερες για όσους σέβονταν τους θεούς και τιμούσαν τους γονείς τους, καθώς και βασανιστήρια μεγαλύτερα για τους ασεβείς και τους πατροκτόνους, καθώς και για όσους με το χέρι τους έκαμαν φόνους.

Έλεγε μάλιστα ότι ήταν παρών εκεί, όταν κάποιος ερώτησε έναν άλλο πού βρίσκεται ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός ο Αρδιαίος είχε χρηματίσει τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, χίλια χρόνια πριν, είχε σκοτώσει το γέρο πατέρα του και το μεγαλύτερο αδερφό του και άλλα πολλά και ανόσια έργα είχε κάμει, καθώς έλεγαν. Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε· «Δεν έφτασε» είπε «και ούτε θα φτάση ποτέ εδώ. Είδαμε όμως ένα από τα φοβερώτερα εκεί θεάματα. Όταν βρισκόμασταν πια κοντά στο υπόγειο χάσμα, έτοιμοι ν' ανεβούμε, αφού είχαμε συμπληρώσει όλες τις τιμωρίες μας, βλέπομε ξαφνικά εκείνο τον Αρδιαίο και άλλους πολλούς―σχεδόν οι περισσότεροί τους υπήρξαν επίσης τύραννοι, ήσαν όμως και μερικοί ιδιώτες που είχαν διαπράξει μεγάλα κακουργήματα― που όταν ενόμιζαν πια ότι θα βγουν, το στόμιο του χάσματος δεν τους επέτρεπε να περάσουν, αλλ' άρχισε να μουγκρίζη, όπως έκανε κάθε φορά που δοκίμαζε να βγη ένας από κείνους που ταμαρτήματά του ήσαν ανίατα ή δεν είχε ακόμα υποστή ολόκληρη την τιμωρία του. Την ώρα εκείνη έτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, κατακόκκινοι από τη φλόγα, που κατάλαβαν τι εσήμαινε το μουγκρητό, και τους άλλους τους άρπαξαν και τους επήραν από κει, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς ακόμη τους έδεσαν χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έριξαν καταγής, τους έγδαραν και άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο απάνω σε ασπάλαθρους, όπου ξεσκίζονταν οι σάρκες τους· και σ' όσους συναντούσαν εξηγούσαν το γιατί τους μεταχειρίζονταν έτσι κ' έλεγαν ότι πήγαιναν να τους πετάξουν στον Τάρταρο». Απ' όλους, είπε, τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που δοκίμασαν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθή μ' αυτόν, μήπως δηλαδή, την ώρα που πρόκειται πια να περάσουν το στόμιο, ακουστή εκείνο το μουγκρητό, και απερίγραπτη είναι η χαρά εκείνου που μπορεί ν' ανεβή, χωρίς ν' αντηχήση το στόμιο. Αυτές λοιπόν περίπου είναι οι κρίσεις και οι τιμωρίες και οι αντίστοιχες αμοιβές, που ιστορούσε.