Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Όση ώρα συζητούσαμε ο Θρασύμαχος επανειλημμένα επιχείρησε να πάρει το λόγο, δεν τον άφηναν όμως οι διπλανοί του, που ήθελαν να ακούσουν το επιχείρημα ως το τέλος· όταν όμως κάναμε μια παύση, κι εγώ τα είπα αυτά, εκείνος δεν ηρεμούσε αλλά μαζεύτηκε και σαν θηρίο χύμηξε καταπάνω μας να μας κατασπαράξει.

Από τον τρόμο μας εγώ κι ο Πολέμαρχος τα χρειαστήκαμε· κι εκείνος, βάζοντάς μας τις φωνές μπροστά σε όλους, Τι φλυαρία, είπε, είναι αυτή που σας δέρνει τόσην ώρα, Σωκράτη; Και τι ανοησία αυτές οι υποχωρήσεις ―όλο ευγένεια― του ενός στον άλλο! Αν στ' αλήθεια θες να μάθεις τι είναι το δίκιο, μην περιορίζεσαι να ρωτάς μόνο ούτε να προσπαθείς να ανασκευάσεις την απάντηση που σου δίνει ο άλλος, αφού το ξέρεις δα ότι είναι ευκολότερο να κάνεις ερωτήσεις παρά να απαντάς, αλλά δώσε κι εσύ μια απάντηση και πες τι υποστηρίζεις πως είναι το δίκαιο. Και μη μου πεις ότι είναι το πρέπον ή το ωφέλιμο ή το πρόσφορο ή το επικερδές ή το συμφέρον αλλά εξήγησε με σαφήνεια και ακρίβεια ό,τι έχεις να πεις· γιατί αν αρχίσεις να μου αραδιάζεις τέτοιες μπούρδες, εγώ δεν θα τις δεχθώ.

Κι εγώ ακούγοντάς τον τα 'χασα και καθώς τον κοιτούσα με κυρίευε φόβος, και νομίζω πως αν δεν τον είχα δει πρώτος εγώ, προτού να με δει εκείνος, θα μού 'χε κοπεί η μιλιά. Έτυχε όμως, όταν άρχισε να εξαγριώνεται από τη συζήτηση, να πέσει το δικό μου βλέμμα πρώτο επάνω του κι έτσι μπόρεσα να του απαντήσω, και σχεδόν τρέμοντας του είπα: Θρασύμαχε, μη γίνεσαι τόσο σκληρός μαζί μας· αν μας ξέφυγε κάποιο λάθος καθώς εξετάζαμε, εγώ και τούτος εδώ, τα επιχειρήματα, να είσαι βέβαιος ότι αυτό έγινε χωρίς να το θέλουμε. Μη φανταστείς πως ενώ αν ψάχναμε για χρυσάφι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υποχωρούμε ―εκεί που θα ψάχναμε― με τη θέλησή μας ο ένας στον άλλο και να ματαιώνουμε έτσι την ανεύρεση, τώρα που ψάχνουμε για τη δικαιοσύνη, ένα πράγμα πολυτιμότερο κι από μπόλικο χρυσάφι, υποκλινόμαστε έτσι ανόητα ο ένας στον άλλο και δεν βάζουμε όλες τις δυνάμεις μας για να την ανακαλύψουμε. Πίστεψέ με, αγαπητέ, ότι προσπαθούμε. Όμως, νομίζω, δεν μπορούμε. Μάλλον λοιπόν θα 'πρεπε κατά κάποιον τρόπο να μας συμπονάτε, και πολύ μάλιστα, εσείς οι προικισμένοι με φοβερές ικανότητες παρά να οργίζεσθε μαζί μας.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Σ' όλον αυτό το διάλογο πολλές φορές ο Θρασύμαχος έκαμε στο μεταξύ να μας διακόψη και να ανακατευθή στη συζήτηση, μα κείνοι που κάθονταν δίπλα του τον συγκρατούσαν, γιατί ήθελαν να μας ακούσουν ως το τέλος. Αφού όμως τελειώσαμε κ' είπα εγώ αυτά, δεν μπόρεσε πια να κρατηθή, αλλ' αφού έστριψε μια ολάκερος σα θηρίο χύθηκε καταπάνω μας σαν για να μας κατασπαράξη.

Κ' εγώ κι ο Πολέμαρχος ζαρώσαμε από το φόβο μας. Εκείνος έκραξε στη μέση: Τι είναι αυτή η φλυαρία που σας κρατεί τόση ώρα, Σωκράτη; και τι μας παίζετε τους κουτούς, που προσποιείσθε πότε ο ένας πότε ο άλλος πως πέφτει στο πάλαιμα; Μ' αν θέλης αληθινά να γνωρίσης τι είναι το δίκαιο, να μην περιορίζεσαι να ερωτάς μόνο και να ικανοποιής τη ματαιοδοξία σου με το να ελέγχης τις αποκρίσεις των άλλων, αλλά ν' αποκριθής και συ ο ίδιος και να μας πης τι λέγεις πως είναι το δίκαιο· πρόσεχε όμως να μη μου απαντήσης πως είναι εκείνο που ταιριάζει, εκείνο που ωφελεί, ή εκείνο που φέρνει κέρδος, ή εκείνο που συμφέρει, αλλά να μου λες καθαρά και ξάστερα ό,τι έχεις να πης· γιατί εγώ δεν είμαι από κείνους να τα χάφτω, αν μας λες τέτοια αερολογήματα.

Κ' εγώ στο άκουσμ' αυτό ξαφνίστηκα, τάχασα, τον έβλεπα με τρομάρα και νομίζω πως και τη φωνή μου θα έχανα, αν δεν τον κοίταζα εγώ πριν να με κοιτάξη εκείνος· γιατί ευτυχώς πρόλαβα και τον κοίταξα πρώτος, μόλις άρχισε να εξαγριώνεται, κ' έτσι μπόρεσα να του απαντήσω και του είπα, όχι δίχως μια κάποια τρεμούλα: Μην είσαι, Θρασύμαχε, τόσο σκληρός μαζί μας· αν υποπέσαμε σε κανένα σφάλμα όσο προχωρούσε η συζήτηση μας, να είσαι βέβαιος πως δεν το κάμαμε θεληματικά μας. Αν ήταν έξαφνα να ψάχναμε για ν' ανακαλύψωμε χρυσάφι, δε θα πίστευες βέβαια ποτέ πως θα μπορούσαμε να κάναμε αυτές τις αμοιβαίες υποχωρήσεις ο ένας στον άλλο, ενόσω θα ψάχναμε και θα χάναμε έτσι άδικα τους κόπους μας για να μην το βρούμε στο τέλος· πολύ περισσότερο, αφού ήταν το ζήτημα για τη δικαιοσύνη, που είναι πιο πολύτιμο πράγμα απ' όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν μπορούσε βέβαια να υποχωρούμε τόσο ανόητα ο ένας στον άλλο και να μη βάζωμε όλα μας τα δυνατά, για να το ανακαλύψωμε μια ώρα αρχύτερα. Να είσαι πεπεισμένος γι' αυτό, φίλε μου. Αλλά φαίνεται, δεν έφταναν ως εκεί οι δυνάμεις μας· και είναι πιο φυσικόν εσείς οι σπουδαίοι να οικτίρετε μάλλον την αδυναμία μας παρά ν' αγανακτήτε μαζί μας.