Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1938. Πλάτωνος Μένων (ή περί αρετής πειραστικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΜΕΝ. ― Α, Σωκράτη, και πριν σε συναντήσω είχα ακούσει ότι δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να έχης απορίας και να τας εμπνέης και εις τους άλλους· και τώρα μου φαίνεται ως να μου έκαμες μαγικά και με επότισες φάρμακα και με ένα λόγον με έχεις υπνωτίσει, ώστε το κεφάλι μου εγέμισεν απορίας. Και αν μου επιτρέπεται να μεταχειρισθώ μίαν ειρωνικήν παραβολήν, μου φαίνεσαι ολωσδιόλου όμοιος και κατά την εμφάνισιν και κατά τα άλλα προς την πλατείαν εκείνην θαλασσίαν νάρκην [την μουδιάστρα]. Διότι και αυτή μουδιάζει όποιον την πλησιάση και την εγγίση, και συ μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο μου έκαμες. Διότι, μα την αλήθειαν, έχει μουδιάσει και η ψυχή μου και το στόμα μου και δεν είμαι εις θέσιν να σου αποκριθώ. Αν και έχω εκφωνήσει χιλιάδες φορές ένα σωρό λόγους περί αρετής και ενώπιον πολλών ανθρώπων, και μάλιστα πολύ ωραία, όπως ενόμιζα τότε· και τώρα δεν ημπορώ καν να ειπώ ολωσδιόλου τι πράγμα είναι. Και θαρρώ καλά το εσκέφθης και δεν εταξίδευσες καθόλου έξω από τας Αθήνας, ούτε έμεινες εις άλλον τόπον∙ διότι αν έκαμνες τέτοια πράγματα εις άλλην πόλιν, όπου θα ήσο ξένος, πολύ σύντομα θα σε συνελάμβαναν ως μάγον.

ΣΩ. ― Είσαι παμπόνηρος, αγαπητέ μου Μένων, και παρ' ολίγον να μου την καταφέρης.

ΜΕΝ. ― Διατί το λέγεις αυτό, Σωκράτη;

ΣΩ. ― Ξεύρω διατί μου έκαμες αυτήν την παρομοίωσιν.

ΜΕΝ. ― Διατί νομίζεις;

ΣΩ. ― Δια να σε παρομοιάσω και εγώ. Τα ξεύρω εγώ αυτά· όλοι οι ωραίοι χαίρονται όταν τους παρομοιάζουν, διότι τους συμφέρει· επειδή και αι παραβολαί δια τους ωραίους ωραίαι θα είναι. Αλλά δεν θα σου ανταποδώσω την παρομοίωσιν. Εγώ όμως, εάν μεν η νάρκη που παραλύει τους άλλους μουδιάζη και αυτή η ιδία, τότε δέχομαι ότι της ομοιάζω· ειδεμή, δεν το παραδέχομαι. Διότι εγώ δεν φέρω τους άλλους ∙εις αμηχανίαν, ενώ εγώ ο ίδιος τα ευρίσκω εύκολα, αλλά τους κάμνω να απορούν επειδή και εγώ ο ίδιος έχω περισσοτέρας απορίας από κάθε άλλον. Και τώρα περί της αρετής εγώ μεν δεν έχω ιδέαν τι πράγμα είναι, συ όμως ίσως το ήξευρες προτού έλθης εις επαφήν μαζί μου, τώρα δε ομοιάζεις με άνθρωπον που δεν το ξεύρει. Εν τούτοις είμαι πρόθυμος να εξετάσω και να προσπαθήσω να εύρω μαζί σου τι να είναι άραγε η αρετή.

ΜΕΝ. ― Και κατά ποίον τρόπον θ' αναζητήσης, Σωκράτη, ένα πράγμα που δεν ξεύρεις καθόλου τι είναι; Διότι ποίον από όλα τα πράγματα, που δεν γνωρίζεις, θα θέσης ως σκοπόν της αναζητήσεώς σου; Ή, έστω και αν συμπέση να το επιτύχης, πώς θα καταλάβης ότι είναι αυτό, το όποιον δεν εγνώριζες;

ΣΩ. ― Καταλαβαίνω τι θέλεις να ειπής, φίλε Μένων. Βλέπεις τι ωραία που μου το παρουσίασες αυτό το επιχείρημα και το κατήντησες εριστικόν, ότι δηλαδή δεν ημπορεί ο άνθρωπος ν' αναζητήση ούτε εκείνο που γνωρίζει, ούτε εκείνο που δεν γνωρίζει; Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να ζητή εκείνο πού γνωρίζει αφού το γνωρίζει, και δεν χρειάζεται να ψάξη να το εύρη∙ ούτε εκείνο που δεν γνωρίζει· διότι δεν ξεύρει τι ν' αναζητήση.

ΜΕΝ. ― Και δεν παραδέχεσαι, Σωκράτη, ότι αυτός ο συλλογισμός είναι ισχυρός και τα λέγει καλά ;

ΣΩ. ― Εγώ; Όχι.

ΜΕΝ. ― Ημπορείς να μου ειπής εις ποίον σημείον σφάλλει;

ΣΩ. ― Βεβαίως· διότι έχω ακούσει από άνδρας και γυναίκας που ήσαν σοφοί εις τα θεϊκά πράγματα…

ΜΕΝ. ― Και τι έλεγαν;

ΣΩ. ― Λόγους ωραίους, κατά την γνώμην μου, και αληθινούς.

ΜΕΝ. ― Ποίοι ήσαν αυτοί οι λόγοι, και ποίοι τους έλεγαν;

ΣΩ. ― Όσοι μεν τα έλεγαν, είναι από τους ιερείς εκείνους και τας ιερείας, που το έχουν κάμει δουλειά τους να είναι ικανοί, να δώσουν λόγον δια τας λειτουργίας που εκτελούν· τα λέγει δε και ο Πίνδαρος και πολλοί άλλοι από τους ποιητάς, που είναι θεόπνευστοι. Λέγουν δε τα εξής: πρόσεξε όμως να ιδής αν οι λόγοι των σου φαίνωνται αληθινοί.

Λέγουν δηλαδή ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατος, και άλλοτε μεν τελειώνει, οπότε λέγομεν ότι ο άνθρωπος αποθνήσκει, άλλοτε δε πάλιν γεννάται, ποτέ όμως δεν χάνεται. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει κανείς να ζη όλην του την ζωήν όσον το δυνατόν συμφωνότερα προς την αγνότητα που επιτάσσουν οι θείοι νόμοι.

Γιατί απ' όσους πληρωμή της παλιάς τους αμαρτίας
θέλει η Περσεφόνη να δεχτή,
ξαναστέλνει σ' εννιά χρόνια στη γη μας τις ψυχές τους
κι' απ' αυτούς γεννιώνται αρχόντοι θαυμαστοί
κι' άντρες στη δύναμι τρανοί και στο μυαλό σπουδαίοι·
που πάντα ο κόσμος ήρωες αγνούς καλεί.

Επειδή λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατος, και έχει γεννηθή επανειλημμένως, και έχει ιδεί όλα τα πράγματα, και εδώ και εις τον Άδην, δεν υπάρχει τίποτε που να μη το έχει μάθει· ώστε δεν πρέπει ν' απορήσωμεν εάν της είναι δυνατόν να ενθυμηθή και ως προς την αρετήν, και ως προς άλλα πράγματα, αυτά που εγνώριζε και από πριν. Διότι επειδή όλα τα πράγματα συγγενεύουν μεταξύ των, και αφού η ψυχή τα έχει μάθει κάποτε όλα, τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπον, μόλις ενθυμηθή το ένα, πράγμα που οι άνθρωποι ονομάζουν μόλις το μάθη, να επανεύρη πάλιν όλα τα άλλα, εάν έχη κανείς θάρρος και δεν κουράζεται με την αναζήτησιν· διότι και η αναζήτησις και η εύρεσις είναι όλα μαζί μία ανάμνησις.

Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύσωμεν εις εκείνον τον εριστικόν συλλογισμόν· διότι θα μας καθιστούσε νωθρούς και είναι ευχάριστος εις τους μαλθακούς και αδρανείς ανθρώπους, ενώ αυτός εδώ μας κάμνει ενεργητικούς και ερευνητικούς· και εγώ, επειδή έχω εμπιστοσύνην ότι αυτός είναι αληθής, είμαι πρόθυμος ν' αναζητήσω μαζί σου τι πράγμα είναι η αρετή.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1940] χ.χ. Πλάτων. Λάχης, Μένων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΜΕΝ. Άκουα βέβαια εγώ, Σωκράτη, και πριν σε συναναστραφώ πως εσύ δεν κάνεις άλλο παρά και ο ίδιος να βρίσκεσαι σε απορίες και τους άλλους να κάνης να απορούν· και τώρα, όπως μου φαίνεσαι, μου κάνεις μάγια και με ποτίζεις φίλτρα και (στ' αλήθεια) μου λέγεις ξόρκια, ώστε να έχω πλημμυρίσει απορίες. Και εντελώς μου φαίνεσαι, αν επιτρέπεται και ένα αστείο, πως ομοιάζεις πάρα πολύ και στη μορφή και στα άλλα με την πλατειά εκείνη νάρκη της θάλασσας. Γιατί κι' αυτή σ' όποιον την πλησιάζει και την αγγίζει φέρνει μούδιασμα και συ νομίζω τώρα κάτι τέτοιο έχεις κάμει σε μένα [με νάρκωσες]. Αλήθεια εμένα τώρα και η ψυχή μου και το στόμα μου είναι ναρκωμένα και δεν είμαι σε θέση να σου απαντήσω. Και όμως άπειρες φορές έχω κάμει πάρα πολλούς λόγους για την αρετή και μπροστά σε πολλούς, και πολύ καλά μάλιστα, όπως νόμιζα. Μα τώρα δεν μπορώ να πω, ούτε το παραμικρό, τι είναι. Καλά σκέπτεσαι, νομίζω, που δεν ταξιδεύεις και δεν απομακρύνεσαι αποδώ· γιατί αν ξένος σε άλλη πόλη κάνης τέτοια πράγματα, γρήγορα θα σε έπιαναν ως μάγο.

ΣΩ. Είσαι παμπόνηρος, Μένων, και παρά λίγο να με ξεγελούσες.

ΜΕΝ. Γιατί αυτό, Σωκράτη;

ΣΩ. Καταλαβαίνω για ποιο λόγο μου έκαμες παρομοίωση.

ΜΕΝ. Για ποιόν φαντάζεσαι, λόγο;

ΣΩ. Για να σε παρομοιάσω και εγώ με τη σειρά μου. Το ξέρω εγώ, όλοι οι όμορφοι χαίρουν με τις παρομοιώσεις. Γιατί τους συμφέρει· επειδή των όμορφων και οι παρομοιώσεις είναι, νομίζω, όμορφες. Αλλά δεν θα σου ανταποδώσω παρομοίωση. Όσο για μένα, αν η νάρκη που είπες, όντας η ίδια ναρκωμένη, έτσι ναρκώνη και τους άλλους, τότε της μοιάζω· αλλιώς όχι. Γιατί δεν ρίχνω τους άλλους σε απορίες την ώρα που εγώ είμαι έξω απ' αυτές, αλλά απορώντας ο ίδιος περισσότερο από κάθε άλλον, έτσι κάνω και τους άλλους να απορούν. Και τώρα για το ζήτημα τι είναι αρετή, εγώ δεν ξέρω, συ όμως πρώτα ίσως ήξερες, πριν με αγγίσης, τώρα όμως είσαι όμοιος με άνθρωπο που δεν ξέρει.

Μολαταύτα θέλω να εξετάσω και να ερευνήσω μαζί σου τι τέλος πάντων είναι η αρετή.

ΜΕΝ. Και πώς θα ερευνήσης, Σωκράτη, ένα πράγμα, που δεν ξέρεις το παραμικρό τι είναι; Γιατί ποιο από όσα δεν ξέρεις θα προτάξης και θα αναζητήσης; Ή κι' αν ακόμη βρεθής όσο το δυνατόν πιο κοντά του, πώς θα ξέρης ότι αυτό είναι εκείνο που δεν ήξερες;

ΣΩ. Καταλαβαίνω τι θέλεις να πης, Μένων. Βλέπεις πόσο εριστικό είναι το θέμα τούτο που κατεβάζεις, ότι δα δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο να ερευνά ούτε εκείνο που ξέρει, ούτε εκείνο που δεν ξέρει; Γιατί ούτε εκείνο που ξέρει είναι δυνατόν να γυρεύη, γιατί το ξέρει, και έρευνα για ό,τι ξέρεις δεν χρειάζεται· ούτε εκείνο που δεν ξέρει· γιατί δεν ξέρει τι θα ζητήση .

ΜΕΝ. Και δεν σου φαίνεται σωστός τούτος ο συλλογισμός, Σωκράτη;

ΣΩ. Σε μένα όχι.

ΜΕΝ. Μπορείς να πης σε ποιο σημείο;

ΣΩ. Ναι βέβαια· έχω ακούσει σοφούς άνδρες και γυναίκες για τα θεία πράγματα…

ΜΕΝ. Να λέγουν τι;

ΣΩ. Αληθινά, νομίζω, και όμορφα λόγια.

ΜΕΝ. Τι λόγια; και ποιοι είναι που τα λέγουν;

ΣΩ. Αυτοί που τα λέγουν είναι ιερείς και ιέρειες, από εκείνους που νοιάζονται να είναι ικανοί να δίνουν το λόγο για τα πράγματα με τα οποία καταγίνονται· τα λέγει ακόμη και ο Πίνδαρος και άλλοι πολλοί ποιητές, όσοι είναι θείοι. Κ' εκείνα που λέγουν είναι τούτα δω· μόνο κοίταξε αν σου φαίνονται ότι λέγουν σωστά πράγματα.

Λέγουν λοιπόν πως η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη, άλλοτε τελευτά ―είναι αυτό που ονομάζουν θάνατο― και άλλοτε ξαναγεννιέται, αλλά ποτέ δεν χάνεται· χρειάζεται όμως γι' αυτά να περνά κανείς τη ζωή του όσο το δυνατόν πιο όσια: «Γιατί, όσο γι' αυτούς που ή Περσεφόνη θα δεχτή την πληρωμή, για λάθος τους παλιό, ξανά στον ήλιο, που είναι ψηλά, στο ένατο έτος στέλνει τις ψυχές τους. Και βγαίνουν απ' αυτές βασιλιάδες λαμπροί κι' άνδρες ορμητικοί στη δύναμη, πολύ μεγάλοι στη σοφία· κι' άμα πεθάνουν ήρωες αγνούς οι άνθρωποι τους ονομάζουν».

Επειδή λοιπόν η ψυχή και αθάνατη είναι και πολλές φορές γεννήθηκε και έχει δει όλα τα πράγματα και όσα είναι εδώ και όσα είναι στον Άδη, δεν είναι τίποτε που να μην το έχη μάθει. Ώστε καθόλου παράξενο να μπορή αυτή και για την αρετή και για τα άλλα να ξαναθυμηθή όσα και πριν ήξερε. Και επειδή όλη η φύση έχει ομοιογένεια και η ψυχή τα έχει μάθει όλα, τίποτε δεν εμποδίζει, αν ένα μόνο ξαναφέρη κανείς στο νου του ―αυτό δα οι άνθρωποι το ονομάζουν μάθηση― μόνος του να ξαναβρή όλα τα άλλα, φτάνει να έχη θάρρος και να μην αποκάμη ερευνώντας· γιατί η έρευνα και η μάθηση στο σύνολό τους ανάμνηση είναι.

Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύωμε στον εριστικό εκείνο λόγο· γιατί θα μας έκανε αργούς, οι μαλθακοί άνθρωποι τον ακούν ευχάριστα, ενώ τούτος εδώ κάνει τους ανθρώπους εργατικούς και ερευνητικούς· πιστεύοντας εγώ ότι αυτός είναι αληθινός, θέλω να ερευνώ μαζί σου τι είναι αρετή.