Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1940] χ.χ. Πλάτων. Λάχης, Μένων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΛΥ. Είδατε, και συ Νικία, και συ Λάχη, τον ωπλισμένον άνδρα στην επίδειξή του. Για ποιο λόγο όμως σας παρακινήσαμε και εγώ και ο Μελησίας εδώ να παρευρεθήτε σε τούτο το θέαμα μαζί μας, δε σας είπαμε τότε. Θα σας πούμε τώρα· γιατί φρονούμε ότι με σας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Υπάρχουν, αλήθεια, μερικοί άνθρωποι, που περιγελούν τα τέτοια θεάματα, που όμως, αν κανείς τους συμβουλευτή, δε θα 'λεγαν εκείνα που έχουν στο νου τους. Προσπαθώντας να εικάσουν τη γνώμη εκείνου που τους συμβουλεύεται, λέγουν άλλα, αντίθετα με ό,τι σκέπτονται. Επειδή εμείς θεωρούμε ότι σεις και ικανοί είστε να κρίνετε και, άμα σχηματίσετε γνώμη, θα μας πήτε ελεύθερα ό,τι σκέπτεστε, γι' αυτό σας καλέσαμε να εξετάσωμε μαζί το ζήτημα για το οποίο θα ζητήσωμε τη γνώμη σας. Εκείνο λοιπόν για το οποίο από ώρα τώρα τόσο μακρό προοίμιο σας κάνω, είναι τούτο.

Τούτοι εδώ είναι γιοι μας, αυτός γιος του Μελησία έχει το όνομα του πάππου του, Θουκυδίδης, και δικός μου πάλι είναι τούτος εδώ· έχει κι αυτός το όνομα του πάππου του, του πατέρα μου· τον ονομάζομε Αριστείδη. Εμείς λοιπόν είμαστε αποφασισμένοι να τους φροντίσωμε όσο γίνεται περισσότερο, και να μην κάμωμε όπως οι περισσότεροι, μόλις φτάσουν στην πρώτη εφηβική ηλικία να τους επιτρέψωμε να κάνουν ό,τι τους αρέσει, αλλά από την ώρα ακριβώς τούτη να αρχίσωμε να τους φροντίζωμε όσο μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Επειδή λοιπόν ξέρομε ότι και σεις έχετε γιους, σκεφτήκαμε ότι θα έχετε μελετήσει, περισσότερο από κάθε άλλον, με ποιο τρόπο, αν τους φροντίσετε, θα γίνονταν άριστοι πολίτες. Αν πάλι δεν έχετε στρέψει την προσοχή σας στο σοβαρό τούτο ζήτημα, θα σας υπενθυμίσωμε ότι δεν πρέπει να το αμελήτε, και θα σας παρακαλέσωμε να ενδιαφερθήτε για την ανατροφή των παιδιών σας μαζί με μας.

Από πού μας ήλθαν τούτες οι σκέψεις αξίζει να ακούσετε, και συ Νικία, και συ Λάχη, κι ας είναι λίγο πολλά. Να, εγώ και ο Μελησίας αποδώ τρώμε μαζί και, στο πλάγι μας, μαζί μας και οι γιοι μας. Όπως ακριβώς σας είπα και στην αρχή, θα είμαστε μαζί σας ειλικρινείς. Καθένας λοιπόν από μας έχει να διηγάται στους νεανίσκους για τον δικό του πατέρα πολλές και καλές πράξεις, όσα έργα έκαμαν και στον πόλεμο και στην ειρήνη, όταν διοικούσαν τους συμμάχους και την πόλη. Δικά μας όμως έργα κανείς από τους δυο μας δεν έχει να λέγη. Γι' αυτό δα και κάποια ντροπή αισθανόμαστε απέναντι των παιδιών μας και με τους πατέρες μας τα βάζομε, γιατί εμάς, μόλις γενήκαμε έφηβοι, μας άφησαν να ζούμε όπως θέλαμε και ασχολούνταν με τις υποθέσεις των άλλων. Αυτά ακριβώς αναπτύσσομε σε τούτους εδώ τους νεανίσκους και τους λέμε ότι, αν δεν φροντίσουν για τον εαυτό τους και δεν μας ακούσουν, θα γίνουν άσημοι, ενώ αν φροντίσουν, μπορεί να γίνουν αντάξιοι του ονόματός των.

Οι γιοι μας υπόσχονται ότι θα μας ακούσουν∙ εμείς πάλι εξετάζομε τούτο δω: τι σπουδή αν έκαναν και τι δρόμο ζωής αν ακολουθούσαν, θα γίνονταν, όσο το δυνατόν, άριστοι άνθρωποι. Κάποιος λοιπόν μας έδωσε την ιδέα ότι και τούτη η σπουδή, η οπλομαχητική, θα ήταν καλή για το νέο να τη μάθη. Και μας παινούσεν αυτόν, που πριν λίγο παρακολουθήσατε την επίδειξή του, και μας παρότρυνε να τον δούμε. Έτσι είναι που σκεφτήκαμε ότι καλό είναι και μεις να 'ρθουμε να τον δούμε και σας να πάρωμε μαζί μας συνθεατάς και την ίδια ώρα και συμβούλους, και αν θέλετε, και συντρόφους στο ζήτημα της ανατροφής των αγοριών μας.

Αυτά είναι όσα θέλαμε να σας ανακοινώσωμε. Σειρά σας τώρα να μας συμβουλεύετε και για το μάθημα αυτό, αν νομίζετε ότι πρέπει να το σπουδάσουν ή όχι, και για τα άλλα, αν δηλαδή έχετε να συστήσετε καμμιά σπουδή ή καμμιά ασχολία κατάλληλη για νέο, και για τη συνεργασία να μας πήτε, τι θα κάμετε.

Μτφρ. Χ. Καμπάνης. χ.χ. Πλάτωνος Λάχης. Μετάφρασις. Αθήνα: Φέξης.

Λυσίμαχος: Είδατε λοιπόν τον άνθρωπον αυτόν ωπλισμένον να μάχεται, φίλε Νικία και Λάχη· διά ποίαν όμως αιτίαν σας παρωτρύναμεν, εγώ και αυτός εδώ ο Μελησίας, να παρασταθήτε εις το θέαμ' αυτό, τότε μεν δεν σας είπαμεν, τώρα όμως θα σας ειπούμεν. Διότι νομίζομεν ότι πρέπει να ομιλούμεν, προς εσάς τουλάχιστον μ' εμπιστοσύνην. Επειδή υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι κοροϊδεύουν τα τοιούτου είδους θεάματα, και όταν τους ζητή κανείς συμβουλήν, δεν λέγουν τι έχουν μέσα εις τον νουν τους, αλλά προσπαθούντες να μαντεύσουν την γνώμην του ζητούντος συμβουλήν, λέγουν άλλα παρ' ό,τι φρονούν· αλλά νομίσαντες εμείς ότι σεις και να γνωρίζετε δύνασθε και γνωρίζοντες ότι με ειλικρίνειαν θα μας ειπήτε όσα φρονείτε, σας ζητούμεν την συμβουλήν σας περί εκείνων όσα πρόκειται να σας ανακοινώσωμεν. Είναι λοιπόν τούτο, διά το οποίον τόσα προοίμια κάμνω, το εξής. Τούτα τα δύο παιδιά είναι υιοί μας, αυτός εδώ μεν, που έχει τ' όνομα του πάππου του Θουκυδίδου δικός του, δικός μου δε εκείνος εκεί. Έχει δ' επίσης και ο δικός μου υιός του πάππου του το όνομα. Διότι τον κράζομεν Αριστείδην. Εμείς λοιπόν νομίζομεν, ότι πρέπει να λάβωμεν πάσαν φροντίδα διά τούτους και όχι να κάμωμεν εκείνο που κάμνουν οι πολλοί: μόλις δηλ. τα παιδιά των γίνουν νεανίσκοι, τους αφίνουν την ελευθερίαν να κάμνουν ό,τι θέλουν· αλλά από τώρα φρονούμεν ότι πρέπει να φροντίζωμεν περί της αγωγής των, καθ' όσον μας είναι δυνατόν. Καθώς γνωρίζομεν ότι τα παιδιά και από σας δεν απολείπουν, ενομίσαμεν ότι θα έχετε εξετάσει σεις περισσότερο από κάθε άλλον διά ποίου τρόπου αγωγής θα γίνουν ενάρετα τα παιδιά σας· αν δε πάλιν δεν συνέβη να δώσετε προσοχήν εις το τοιούτον, ενομίσαμεν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα σας υπενθυμίζαμεν, ότι δεν πρέπει ν' αμελήτε τούτου, και θα σας επροτρέπαμεν να λάβετε κάποιαν φροντίδα από κοινού μ' εμάς περί των υιών.

Όθεν μου εφάνη ότι έπρεπε ν' ακούσετε ταύτα, ω Νικία και Λάχη, όσο και να σας φανώ ολίγον μακρολόγος. Διότι εγώ και ο Μελησίας αυτός εδώ έχομεν κοινόν τραπέζι και τα παιδιά μας συντρώγουν. Λοιπόν καθώς από την αρχήν της ομιλίας μου σας είπα, θα σας ομιλήσω εμπιστευτικά. Ο καθένας εκ των δύο μας για τον ιδικόν του πατέρα πολλάς και καλάς πράξεις έχει να διηγήται προς τους νεανίσκους, και δι' όσα εκείνοι (οι πατέρες) έπραξαν εν καιρώ πολέμου και δι' όσα εν καιρώ ειρήνης, διοικούντες τους Αθηναίους και τους συμμάχους των. Ατομικάς του δε πράξεις κανείς εκ των δύο μας δεν έχει να διηγηθή. Μισοκοκκινίζομεν λοιπόν εμπρός εις τα παιδιά μας, και ρίπτομεν το άδικον εις τους πατέρας μας, ότι εμάς μας άφησαν να ζώμεν τρυφηλά, μόλις λιγάκι εμεγαλώσαμεν, ενώ εν τω μεταξύ εφρόντιζαν διά τας υποθέσεις των άλλων· και εις τους νεανίσκους τούτους δείχνοντες ταύτα λέγομεν ότι, αν μεν δεν λάβουν φροντίδα περί των εαυτών των και δεν μας υπακούσουν, θα καταστούν άδοξοι, αν τουναντίον όμως φροντίσουν διά τους εαυτούς των, αναμφιβόλως θα γείνουν αντάξιοι των ονομάτων, τα οποία φέρουν. Και οι μεν νεανίσκοι ισχυρίζονται ότι θα υπακούσουν. Εμείς δε μίαν σκέψιν έχομεν, ποία μάθησις και ποία διαπαιδαγώγησις θα τους έκαμνεν εναρέτους. Μας είπε λοιπόν κάποιος, ότι δεν υπάρχει ωραιότερον πράγμα από το να μάθη ένας νέος τον χειρισμόν των όπλων. Και μας επαινούσεν υπερβολικά εκείνον, τον οποίον είδαμεν να σας κάμνη επίδειξιν της δεξιότητός του εις τα όπλα, κι έπειτα μας παρώτρυνε να πάμε να τον ιδούμεν. Μας εφάνη λοιπόν καλόν κι εμάς να υπάγωμεν να ιδούμεν αυτόν τον άνθρωπον και να σας παραλάβωμεν μαζί μας συνθεατάς και συγχρόνως συμβούλους και συντρόφους, αν θέλετε, εις την φροντίδα περί της ανατροφής των τέκνων. Αυτά ήσαν όσα ηθέλαμεν να σας ανακοινώσωμεν. Τώρα λοιπόν είναι η σειρά σας να μας ειπήτε την γνώμην σας, αν επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε την διδασκαλίαν της οπλασκίας εις τους νέους, και αν ακόμη έχετε να μας υποδείξετε κανένα μάθημα κατάλληλον διά τους νέους, και τέλος να μας ειπήτε τι συμπεριφοράν αποφασίσατε να τηρήσετε.