Μτφρ. Χ. Καρούζος & Ι.Θ. Κακριδής. 1973. Πλάτωνος Ιππίας Μείζων. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

ΣΩ. Σε ποιο από τα δύο πιστεύεις, Ιππία, πως ανήκει το όμορφο; Σ' αυτά που συ έλεγες; Αν εγώ είμαι δυνατός και συ, τότε και οι δύο μαζί· και αν εγώ δίκαιος και συ, τότε και οι δύο μαζί· και αν και οι δύο, τότε και o καθένας μας χωριστά. Έτσι και αν εγώ είμαι όμορφος και συ, τότε και οι δύο μαζί και αν και οι δύο μαζί, τότε και ο καθένας μας χωριστά. Έτσι; Ή μήπως τίποτε δεν μας εμποδίζει να πούμε ― όπως για μερικά πράγματα, που και τα δύο μαζί είναι ζυγά, χωριστά όμως το καθένα μπορεί να είναι άλλοτε μονό και άλλοτε ζυγό· ακόμα, κάθε αριθμός χωριστά να είναι ασύμμετρος, και οι δύο όμως μαζί άλλοτε να είναι σύμμετροι και άλλοτε ασύμμετροι, και άλλα αμέτρητα παρόμοια, αυτά που και εγώ είπα πως ξεπροβάλλουν μέσα μου. Σε ποιο από τα δύο βάζεις το όμορφο; Ή μήπως ό,τι πιστεύω εγώ γι' αυτό, το πιστεύεις και συ; Γιατί μου φαίνεται πως είναι μεγάλος παραλογισμός και οι δύο να είμαστε όμορφοι, όχι όμως και καθένας μας χωριστά· ή καθένας μας χωριστά, όχι όμως και οι δύο μαζί ― ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Αυτό προτιμάς, όπως εγώ, ή το άλλο;

ΙΠ. Εγώ βέβαια αυτό, Σωκράτη.

ΣΩ. Και καλά κάνεις, Ιππία··γιατί έτσι γλιτώνουμε και από περισσότερη αναζήτηση· γιατί αν το όμορφο ανήκη σ' αυτή την ομάδα, αποκλείεται πια η ευχαρίστηση που γίνεται με την όραση και με την ακοή να είναι όμορφη· γιατί αυτό που γίνεται με την όραση και με την ακοή τα κάνει όμορφα όταν είναι μαζί· όταν είναι χωριστά, όχι. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, όπως συμφωνήσαμε και εγώ και συ, Ιππία.

ΙΠ. Αλήθεια, συμφωνήσαμε.

ΣΩ. Ώστε είναι αδύνατο η ευχαρίστηση με την όραση και με την ακοή να είναι όμορφο, επειδή, αν γίνη όμορφο, δίνει κάτι από αυτά που είναι αδύνατο να υπάρχουν.

ΙΠ. Έτσι είναι.

ΣΩ. Λέγετε λοιπόν πάλι, θα πη, από την αρχή, μια και σ' αυτό πέσατε έξω: Τι λέτε πως είναι το όμορφο που βρίσκεται στις δύο αυτές ευχαριστήσεις μαζί και που γι' αυτό τις τιμήσατε πιο πολύ από τις άλλες και τις είπατε όμορφες; Εγώ νομίζω, Ιππία, πως αναγκαστικά θα πούμε γι' αυτές πως είναι οι πιο άβλαβες από τις ευχαριστήσεις και οι πιο καλές ― και οι δύο μαζί και η καθεμία χωριστά. Ή μήπως συ έχεις κάτι άλλο να πης που τις κάνει να ξεχωρίζουν από τις άλλες;

ΙΠ. Εξάπαντος όχι! Πραγματικά είναι οι πιο καλές.

ΣΩ. Τούτο λοιπόν, θα πη, λέτε πως είναι το όμορφο, η ωφέλιμη ευχαρίστηση; Έτσι μοιάζει, θα πω εγώ. Και συ ;

ΙΠ. Και εγώ.

ΣΩ. Ώστε το ωφέλιμο, θα πη, είναι εκείνο που κάνει το καλό· εκείνο όμως που κάνει και εκείνο που γίνεται φάνηκαν πριν από λίγο πως είναι πράγματα διαφορετικά, και έτσι η συζήτησή μας γύρισε στην προηγούμενη συζήτηση. Ή όχι; Γιατί ούτε το καλό θα μπορούσε να είναι όμορφο ούτε το όμορφο καλό, αν βέβαια το καθένα τους είναι κάτι άλλο. ― Το δίχως άλλο έτσι είναι, θα πούμε, Ιππία, αν έχουμε μυαλό· γιατί δεν επιτρέπεται να μη συμφωνήσουμε με όποιον μιλεί σωστά.

ΙΠ. Μα τέλος πάντων, Σωκράτη, τι φαντάζεσαι πως είναι όλα μαζί αυτά πού λέμε; Θρύμματα και τρίμματα λόγων, όπως τώρα δα έλεγα, καμωμένα κομματάκια κομματάκια. Εκείνο όμως που και όμορφο είναι και πολύ αξίζει είναι να μπορή κανείς να ετοιμάση έναν καλό και όμορφο λόγο μπροστά στο δικαστήριο ή στο βουλευτήριο ή μπροστά σε καμιάν άλλη εξουσία, όπου έχει να μιλήση, και να πείση, και έπειτα να φύγη παίρνοντας μαζί του βραβεία ― όχι τα πιο μικρά, μόνο τα πιο μεγάλα: Τη σωτηρία και τη δική του και της περιουσίας του και των φίλων του. Από αυτά πρέπει κανείς να πιαστή γερά, και τούτες τις μικρολογίες να τις παρατήση μια για πάντα· αλλιώς θα φανή πως είναι ένας πολύ ανόητος άνθρωπος, πού καταπιάνεται με φλυαρίες και μωρολογίες, καληώρα σαν εμάς τώρα.

ΣΩ. Καλέ μου Ιππία, συ βέβαια είσαι να σε μακαρίζη κανείς, που ξέρεις με τι πρέπει να καταπιάνεται ένας άνθρωπος, και έχεις και ο ίδιος καταπιαστή με τρόπο που να ικανοποιή, όπως λες. Εμένα όμως με κρατεί, όπως φαίνεται, μια μοίρα από θεού, να παραδέρνω και να μη βρίσκω ποτέ δρόμο, και όταν προβάλλω το απροχώρητο που βρίσκομαι μιλώντας σε σας τους σοφούς, να με αποπαίρνετε, μόλις το προβάλω. Μου λέτε δηλαδή, αυτά που και τώρα συ μου λες, ότι καταγίνομαι με πράγματα ανωφέλευτα και ασήμαντα και που δεν αξίζουν τίποτα. Όταν όμως πάλι πάω με τη δική σας γνώμη και αρχίσω να λέω αυτά που και σεις λέτε, ότι δηλαδή εκείνο που αξίζει πάνω από όλα είναι να μπορή κανείς να ετοιμάζη έναν καλό και όμορφο λόγο και να τα βγάζη πέρα μπροστά στο δικαστήριο ή σε καμιάν άλλη συγκέντρωση, τότε και τι κακό δεν ακούω από άλλους μερικούς εδώ και από τούτον τον άνθρωπο, που με βάζει μπροστά κάθε στιγμή· έλαχε, βλέπεις, να είναι πολύ στενός συγγενής μου και να μένη στο ίδιο με μένα σπίτι. Όταν λοιπόν μπω στο σπίτι μου και με ακούση να λέω αυτά τα πράγματα, με ρωτά αν δεν ντρέπωμαι που ξεθαρρεύομαι να μιλώ για τις όμορφες απασχολήσεις, την ώρα που φάνηκε πώς ούτε καν για το όμορφο ξέρω τι είναι αυτό καθαυτό. Και όμως, πώς γίνεται να ξέρης, λέει, για ένα λόγο αν ετοιμάστηκε όμορφα ή όχι, είτε για μια άλλη οποιαδήποτε πράξη, την ώρα που αγνοείς το όμορφο; Και τη στιγμή που βρίσκεσαι σε τέτοια σύγχυση, φαντάζεσαι πως είναι προτιμότερο για σένα να ζης και όχι πιο καλά να έχης πεθάνει; ― Είναι της τύχης μου ―αυτό πού λέω― βαριά λόγια να ακούω από σας και να με βάζετε μπροστά, βαριά και από εκείνον. Ωστόσο ίσως είναι ανάγκη να τα τραβώ όλα αυτά· γιατί ποιος ξέρει αν με τον τρόπο αυτόν δεν έχω ωφέλεια; Λοιπόν εγώ πιστεύω, Ιππία, πως έχω ωφεληθή από τη συναναστροφή με σας τους δύο· γιατί πιστεύω πως ξέρω τι θέλει να πη η παροιμία πως τα όμορφα είναι δύσκολα.

Μτφρ. Κ. Ζάμπας. 1968. Πλάτωνος Ιππίας Μείζων και Ελάττων. Μετάφρασις. Αθήνα: Φέξης.

Σωκράτης: Εις ποίαν από τας δύο λοιπόν αυτάς τάξεις, Ιππία μου, νομίζεις ότι ανήκει το ωραίον; Άραγε εις αυτάς που έλεγες συ; Ότι δηλαδή, εάν εγώ είμαι ισχυρός και είσαι και συ, τότε είμεθα ισχυροί και οι δύο, και πάλιν, εάν εγώ είμαι δίκαιος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο, και εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον θέλεις να ειπούμεν και ότι, εάν εγώ είμαι ωραίος και είσαι και συ, τότε είμεθα και οι δύο ωραίοι, και πάλιν, εάν είμεθα και οι δύο, τότε είναι και ο καθείς μας; Ή μήπως δεν υπάρχει εμπόδιον, ενώ είναι κάπως περιττοί αριθμοί και οι δύο, να είναι το καθέν χωριστά αδιαφόρως περιττόν ή άρτιον, και πάλιν, ενώ είναι ανέκφραστον το καθέν χωριστά, να είναι αδιαφόρως τα δύο μαζί εκφραστικά ή ανέκφραστα, και άπειρα άλλα παρόμοια, καθώς είπα και εγώ ότι μου παρουσιάζονται; Εις ποίαν τάξιν λοιπόν θέτεις το ωραίον; Ή μήπως φαίνεται και εις σε περί αυτού καθώς και εις εμέ; Διότι μου φαίνεται πολύ παράλογον να είμεθα μεν και οι δύο μας ωραίοι, όχι όμως και ο καθείς μας, ή να είναι μεν ωραίος ο καθείς μας, όχι όμως και οι δύο, ή κάτι τι παρόμοιον με αυτά. Τούτο εδώ προτιμάς, καθώς και εγώ, ή εκείνο;

Ιππίας: Τούτο προτιμώ, Σωκράτη μου.

Σωκράτης: Και καλά κάμνεις βεβαίως, Ιππία μου, διά να απαλλαχθώμεν από την περισσοτέραν συζήτησιν. Διότι, εάν το ωραίον είναι έν από αυτά, τότε δεν είναι δυνατόν πλέον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και την ακοήν. Διότι και τα δύο ηδονικά τα κάμνει ωραία η μεσολάβησις της οράσεως και της ακοής, όχι όμως το καθέν χωριστά. Αυτό δε απεδείχθη αδύνατον, καθώς συμφωνούμεν και εγώ και συ, Ιππία μου.

Ιππίας: Βεβαίως συμφωνούμεν.

Σωκράτης: Επομένως είναι αδύνατον να είναι ωραίον το ηδονικόν εις την όρασιν και εις την ακοήν, διότι, εάν αυτό είναι ωραίον, παρουσιάζει ως αληθές κάτι τι από τα αδύνατα.

Ιππίας: Αυτό είναι αληθές.

Σωκράτης: Λέγετε λοιπόν πάλιν από την αρχήν, θα ειπή αυτός, αφού δεν επετύχατε εις αυτό· Τι πράγμα είναι αυτό το ωραίον το οποίον υπάρχει και εις τας δύο αυτάς ηδονάς, ένεκα του οποίου αυτάς επροτιμήσατε από όλας τας άλλας και τας ωνομάσατε ωραίας; Λοιπόν μου φαίνεται, Ιππία μου, ότι είναι ανάγκη να ειπούμεν, ότι αυταί αι δύο ηδοναί είναι αι αβλαβέστεραι και αι καλλίτεραι, όχι μόνον μαζί αι δύο, αλλά και χωριστά η καθεμία. Ή μήπως συ ημπορείς να ειπής άλλο τίποτε, ως προς το οποίον είναι διαφορετικαί από τας άλλας;

Ιππίας: Διόλου μάλιστα. Και πραγματικώς αυταί είναι αι καλλίτεραι.

Σωκράτης: Τότε λοιπόν, θα ειπή αυτός, τούτο άραγε θεωρείτε ως ωραίον, δηλαδή την ωφέλιμον ηδονήν; Αυτό νομίζομεν, θα ειπώ εγώ. Συ όμως;

Ιππίας: Και εγώ.

Σωκράτης: Λοιπόν, θα ειπή αυτός, δεν είναι άραγε ωφέλιμον εκείνο που κάμνει το αγαθόν, και αυτό που κάμνει δεν απεδείχθη προ ολίγου ως διάφορον από εκείνο που γίνεται, και δεν επιστρέφει πάλιν η συζήτησις εις τον προηγούμενον λόγον; Δηλαδή ούτε το αγαθόν ημπορεί να είναι ωραίον ούτε το ωραίον αγαθόν, εάν το καθέν είναι διαφορετικόν. Με το παραπάνω βεβαίως, θα ειπούμεν, καλέ Ιππία, εάν είμεθα σώφρονες. Διότι βεβαίως δεν είναι συγχωρημένον να μη συμφωνούμεν με τον ομιλούντα ορθώς.

Ιππίας: Και τι τάχα νομίζεις, Σωκράτη μου, ότι είναι και όλα αυτά; Αποξέσματα βεβαίως και αποκοπαί των λόγων είναι, καθώς έλεγα προ ολίγου, χωρισμένα εις μικρά μέρη. Εκείνο όμως είναι και ωραίον και έχει μεγάλην αξίαν, δηλαδή να ημπορή κανείς να παρουσιάση καλόν και ωραίον λόγον μέσα εις δικαστήριον ή εις βουλευτήριον ή εις καμμίαν άλλην αρχήν, εις την οποίαν απευθύνεται ο λόγος, και αφού καταπείση τους ακροατάς να αναχωρήση με πραγματικόν κέρδος όχι μικρόν, αλλά με το μεγαλίτερον βραβείον, δηλαδή την σωτηρίαν του εαυτού του και των πραγμάτων του και των φίλων του. Αυτά λοιπόν πρέπει να επιδιώκη κανείς και να αφήση αυτάς τας μικρολογίας, διά να μη φαίνεται ότι είναι πολύ ανόητος και ότι μεταχειρίζεται φλυαρίας και παραληρήματα καθώς τώρα.

Σωκράτης: Αγαπητέ μου Ιππία, συ μεν είσαι αξιομακάριστος, διότι και γνωρίζεις τι πρέπει να επιδιώκη ο άνθρωπος, και διότι αρκετά τα επεδίωξες, καθώς λέγεις· εμέ όμως, καθώς φαίνεται, με κυριαρχεί κάποια μοιραία τύχη και δι' αυτό πλανώμαι και ευρίσκομαι πάντοτε εις απορίαν και όταν εκθέσω την απορίαν μου εις σας τους σοφούς, τότε πάλιν εξευτελίζομαι με λόγους. Διότι μου λέγετε όλοι, καθώς και συ τώρα μου λέγεις, ότι εξετάζω πράγματα ηλίθια και μικρά και μηδαμινά. Όταν όμως πάλιν πεισθώ από σας να αλλάξω γνώμην και λέγω όσα λέγετε σεις, ότι δηλαδή είναι πολύ προτιμότερον να είναι κανείς ικανός να παρουσιάση λόγον καλόν και ωραίον και να τον τελειώση μέσα εις το δικαστήριον ή εις καμμίαν άλλην ομήγυριν, τότε και από άλλους πολλούς ανθρώπους του τόπου μας αλλά προ πάντων από τούτον τον άνθρωπον, ο οποίος με εξελέγχει πάντοτε, ακούω όλο άσχημα λόγια. Διότι έτυχε να μου είναι ο συγγενέστερός μου και να κατοική εις το ίδιον μέρος. Μόλις λοιπόν εμβώ εις την οικίαν μου και με ακούση να λέγω αυτά, με ερωτά, αν δεν εντρέπομαι που τολμώ να συζητώ περί ωραίων ασχολιών, αφού τόσον φανερά εντροπιάζομαι εις την συζήτησιν του ωραίου, ότι δεν γνωρίζω τι είναι ούτε αυτό ακόμη. Και λοιπόν, μου λέγει, πώς εσύ θα εννοήσης ή ποιος ανεκοίνωσε λόγον ωραίον ή όχι, ή οποιανδήποτε άλλην πράξιν, αφού δεν γνωρίζεις το ωραίον; Και αφού είσαι εις αυτά τα χάλια, νομίζεις ότι είναι προτιμότερον διά σε να ζης παρά να αποθάνης; Και λοιπόν το έφερε η τύχη, καθώς είπα, και από σας να κακολογούμαι και να ονειδίζωμαι και από εκείνον. Αλλά ίσως βεβαίως είναι ανάγκη να τα υπομένω όλα αυτά. Διότι δεν είναι διόλου παράδοξον να ωφεληθώ. Εγώ λοιπόν, Ιππία μου, νομίζω ότι ωφελούμαι από την συναναστροφήν και των δύο σας, διότι νομίζω ότι γνωρίζω τι εννοεί η παροιμία που λέγει ότι τα καλά θέλουν κόπον.