Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. 1980. Πλάτωνος Θεαίτητος. Εισαγωγή, αρχαίο και νέο ελληνικό κείμενο. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τούτο μόνο λοιπόν, Θεαίτητε, πρόσεξε ακόμα σχετικά με όσα είπαμε. Αποκρίθηκες ότι η γνώση είναι αίσθηση, δεν είν' έτσι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν κάποιος σε ρωτούσε, με τι βλέπει ο άνθρωπος τα λευκά και τα μαύρα, και με τι ακούει τους βαρύτονους και τους οξύτονους ήχους, θα έλεγες νομίζω με τα μάτια και με τ' αυτιά.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μάλιστα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το να χειρίζεται όμως κανείς με ευκολία, δίχως και πολλήν ακρίβεια, τα ονόματα και τα ρήματα, αν το εξέτασης, δεν είναι ως επί το πλείστον αγένεια, αλλά μάλλον το αντίθετό του είναι ανελεύθερο πράγμα. Όμως κάποτε, όπως και τώρα, είναι αναγκαίο να καταπιασθούμε με την απόκριση που έδωκες, μήπως και δεν είναι ορθή. Πρόσεξε λοιπόν ποια απόκριση είναι ορθότερη: τα μάτια είναι εκείνα με τα όποια βλέπομε ή τα μάτια είναι εκείνα μέσω των οποίων βλέπομε; και τα αυτιά είναι εκείνα με τα οποία ακούμε ή εκείνα μέσω των οποίων ακούμε;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μου φαίνεται ορθότερα να ειπούμε, Σωκράτη, για κάθε αισθητήριο ότι μέσω αυτού αισθανόμαστε παρά ότι με αυτό αισθανόμαστε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Γιατί θα ήταν φοβερό, παιδί μου, αν ήταν μέσα μας εγκατεστημένες πολλές αισθήσεις, σαν μέσα σε δουρείους ίππους, χωρίς να κατατείνουν όλα αυτά σε μια λογική ενότητα, είτε ψυχή είτε οτιδήποτε άλλο πρέπει να την πούμε, και μ' αυτήν δια μέσου αυτών, όπως δια μέσου οργάνων, αισθανόμαστε όσα είναι αισθητά.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Έτσι μου φαίνεται ορθότερα παρά με τον άλλο τρόπο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σου τα λέω με τόση ακρίβεια για να δούμε αν με κάτι δικό μας που μένει πάντα το ίδιο, δια μέσου των οφθαλμών φθάνωμε ως τα λευκά και τα μαύρα, και δια μέσου των άλλων φθάνωμε πάλι ως άλλα, και αν θα μπόρεσης, όταν ερωτηθής, να τα αναφέρης όλα τα παρόμοια στο σώμα. Όμως είναι καλύτερα να τα λες εσύ και να αποκρίνεσαι παρά να καταπιάνωμαι εγώ αντί για σένα με πολλά. Λέγε μου λοιπόν, εκείνα δια μέσου των οποίων αισθάνεσαι τα θερμά και τα σκληρά και τα ελαφρά και τα γλυκά, δεν τα θεωρείς, το καθένα απ' αυτά, μέρος του σώματος, ή μήπως κανενός άλλου;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Κανενός άλλου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα θέλησης ακόμα να παραδεχθής ότι όσα αισθάνεσαι δια μέσου μιας αίσθησης είναι αδύνατον αυτά να τα αισθανθής δια μέσου άλλης, π.χ. όσα αισθάνεσαι μέσω της ακοής αδύνατον να τα αισθανθής μέσω της όρασης ή όσα μέσω της όρασης αδύνατον μέσω της ακοής;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς δεν θα θελήσω;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν διανοήσαι κάτι και για τα δύο, τούτο δεν θα το αισθάνεσαι ούτε με το ένα όργανο ούτε πάλι με το άλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ : Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Για τη φωνή λοιπόν και για το χρώμα, πρώτα–πρώτα διανοείσαι και για τα δυο τούτο εδώ, ότι και τα δύο υπάρχουν;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μάλιστα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Κι ακόμα ότι το καθένα είναι διαφορετικό από το άλλο, με τον εαυτό του όμως ίδιο;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς αλλιώς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και ότι αμφότερα είναι δύο, το καθένα όμως από τα δύο ένα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Και αυτό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και δεν είσαι σε θέση να εξέτασης, αν είναι όμοια ή ανόμοια το ένα με το άλλο;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ίσως.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτά λοιπόν όλα δια μέσου τίνος οργάνου τα σκέπτεσαι γι' αυτά; Γιατί βέβαια ούτε δια μέσου της ακοής ούτε δια μέσου της οράσεως μπορείς να συλλάβης το κοινό γι' αυτά. Ακόμη, για ό,τι συζητούμε υπάρχει και αυτό εδώ το τεκμήριο· αν δηλαδή ήταν δυνατόν να τα εξέταση κανείς και τα δύο, αν είναι αλμυρά ή όχι, γνωρίζεις δια μέσου τίνος θα τα εξέτασης; κι αυτό δεν φαίνεται να είναι ούτε η όραση ούτε η ακοή, αλλά κάτι άλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς όχι, αφού είναι η αίσθηση δια μέσου της γλώσσας;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Καλά λες. Δια μέσου τίνος οργάνου όμως εργάζεται η δύναμη που σου φανερώνει το κοινό σε όλα και σ' αυτά εδώ, μ' αυτήν πού εκφράζεις το Είναι και το δεν Είναι και όσα τώρα εμείς ρωτούσαμε γι' αυτά; Σ' αυτά όλα ποια όργανα θα δώσης, δια μέσου των οποίων εκείνο που αισθάνεται μέσα μας λαβαίνει αίσθηση για το καθένα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Εννοείς το Είναι και το μη Είναι και την ομοιότητα και την ανομοιότητα και την ταυτότητα και την ετερότητα, και προσέτι το ένα και τους άλλους αριθμούς που λέμε γι' αυτά. Και είναι φανερό ότι ρωτάς, το άρτιο και το περιττό και τ' άλλα που σχετίζονται μ' αυτά δια μέσου τίνος σωματικού μας οργάνου τα αισθάνεται η ψυχή;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έξοχα, καλέ μου Θεαίτητε, παρακολουθείς, και αυτά ακριβώς είναι που σ' ερωτώ.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Αλλά μα το Δία, Σωκράτη μου, εγώ τουλάχιστον δεν έχω να ειπώ τίποτ' άλλο, παρά ότι κατ' αρχήν δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο όργανο ειδικό γι' αυτά, όπως για τ' άλλα· αντίθετα μου φαίνεται ότι η ψυχή από μόνη της στοχάζεται τα κοινά για όλα αυτά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είσαι όμορφος λοιπόν, Θεαίτητε, και όχι όπως έλεγε ο Θεόδωρος άσχημος. Γιατί όποιος μιλάει καλά, είναι όμορφος και καλός. Κι εκτός από την ομορφιά μού έκαμες και καλό, γιατί μ' απάλλαξες από μεγάλη μακρολογία, αφού σου φαίνεται ότι μερικά η ψυχή τα στοχάζεται από μόνη της, άλλα πάλι δια μέσου των δυνάμεων του σώματος. Γιατί αυτό ακριβώς ήτανε και η δική μου γνώμη, ήθελα όμως να είναι και δική σου.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Μα και σε μένα έτσι φαίνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σε ποια λοιπόν από τα δύο βάζεις το Είναι; γιατί αυτό κατ' εξοχήν τα συνοδεύει όλα.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Σ' αυτά που αγαπάει να στοχάζεται η ψυχή από μόνη της.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μήπως και την ομοιότητα και την ανομοιότητα και την ταυτότητα και την ετερότητα;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μήπως όμως και το όμορφο και το άσχημο και το καλό και το κακό;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Και αυτών το Είναι, νομίζω, κατ' εξοχήν στη σχέση του ενός με τ' άλλο στοχάζεται η ψυχή, κι αναλογίζεται μέσα της τα περασμένα και τα παρόντα απέναντι στα μέλλοντα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στάσου όμως. Με άλλο τίποτα ή με την επαφή θα αισθανθή τη σκληρότητα του σκληρού και τη μαλακότητα του μαλακού;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Το Είναι όμως και ότι υπάρχουν τα δυο τους, και την εναντιότητα του ενός με τ' άλλο, και το Είναι πάλι της εναντιότητας, προσπαθεί μόνη της η ψυχή μέσα μας να κρίνη καθώς επιστρέφει και συγκρίνει το ένα με τάλλο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δίχως άλλο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μερικά λοιπόν παθήματα είναι από τη φύση δοσμένο να τα αισθάνωνται αμέσως μόλις γεννηθούν και οι άνθρωποι και τα ζώα, όσα δηλαδή καταφθάνουν δια μέσου του σώματος στην ψυχή, ενώ οι διαλογισμοί γι' αυτά και ως προς το Είναι και ως προς την ωφέλεια έρχονται με μόχθο και πολύν καιρό μέσα από πολλή άσκηση και παιδεία, σ' όσους βέβαια έρχονται;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Είναι ολωσδιόλου έτσι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είναι λοιπόν δυνατόν να επιτύχωμε την αλήθεια μ' εκείνο το μέρος του εαυτού μας που δεν συλλαβαίνει ούτε το Είναι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Αδύνατο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Για ό,τι πράγμα όμως αστοχήσει κανείς την αλήθεια, θα γίνη ποτέ γνώστης του;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πώς να γίνη, Σωκράτη μου;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μέσα λοιπόν στα παθήματα των αισθήσεων δεν υπάρχει γνώση, ενώ μέσα στους διαλογισμούς γι' αυτά υπάρχει. Γιατί, όπως φαίνεται, εδώ μεν μπορεί κανείς ν' αγγίξη το Είναι και την αλήθεια, εκεί όμως είναι αδύνατο.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Έτσι φαίνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα το ειπής λοιπόν εκείνο και τούτο το ίδιο, ενώ έχουν τόσες διαφορές;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεν θα ήταν δίκαιο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι όνομα λοιπόν δίνεις σ' εκείνο, δηλαδή στο να βλέπης, ν' ακούς, να οσφραίνεσαι, να κρυώνης και να ζεσταίνεσαι;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Το λέγω αισθάνεσθαι, τι άλλο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όλα λοιπόν αυτά τα λες αίσθηση;

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Κατ' ανάγκη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σ' αυτή λοιπόν, λέμε, δεν είναι δοσμένο να αγγίση την αλήθεια, γιατί ούτε και το Είναι.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ούτε τη γνώση λοιπόν.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν θα μπορούσε λοιπόν ποτέ να είναι, Θεαίτητε, η αίσθηση και η γνώση το ίδιο πράγμα.

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεν φαίνεται, Σωκράτη μου. Και τώρα πιο πολύ έγινε ολοφάνερο ότι άλλο είναι η γνώση και άλλο η αίσθηση.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1955] χ.χ. Πλάτων. Θεαίτητος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩ. Εξέτασε λοιπόν, Θεαίτητε, τούτο δω ακόμη απάνω σ' αυτά που είπαμε. Αποκρίθηκες ότι η γνώση είναι αίσθηση. Έτσι;

ΘΕΑΙ. Ναι.

ΣΩ. Αν λοιπόν σου έκανε κανείς τούτη δω την ερώτηση: «Με τι ο άνθρωπος βλέπει τα λευκά και τα μαύρα και με τι ακούει το οξύ καί το βαρύ»; Θα έλεγες, φαντάζομαι, «με τα μάτια και με τα αυτιά».

ΘΕΑΙ. Εγώ, ναι.

ΣΩ. Η ευχέρια στη χρήση των λέξεων και των εκφράσεων και η όχι ακριβολογημένη εξέταση δεν είναι γενικά αγένεια, το αντίθετο μάλλον είναι ανελεύθερο. Είναι όμως κάποτε αναγκαίο· όπως καί τώρα είναι ανάγκη να εξετάσω την απάντηση που δίνεις, από ποια άποψη δεν είναι ορθή. Να, σκέψου, ποια απάντηση θα ήταν ορθότερη, αυτό με το οποίο βλέπομε είναι τα μάτια, ή αυτό μέσον του οποίου βλέπομε; και αυτό με το οποίον ακούμε είναι τα αυτιά, ή αυτό μέσον του οποίου ακούμε;

ΘΕΑΙ. Ορθότερο νομίζω, Σωκράτη, το δεύτερο από το πρώτο.

ΣΩ. Φοβερό, αλήθεια, παιδί μου, αν ήταν θρονιασμένες μέσα μας σαν σε δούρειους ίππους πολλές αισθήσεις και όλα τούτα δεν συνέτειναν σε μια κάποιαν ιδέα ή ψυχή, ή ό,τι άλλο πρέπει να την ονομάσωμε, με την οποία αισθανόμαστε όσα αισθητά μέσον των αισθήσεων, που είναι όργανά της.

ΘΕΑΙ. Αυτή την εξήγηση βρίσκω ορθότερη από την άλλη.

ΣΩ. Ο λόγος για τον οποίο θέλω να τα προσδιορίσης με ακρίβεια, είναι να δούμε αν με κάτι δικό μας το ίδιο πάντα, μέσον των ματιών λόγου χάρη, φτάνωμε τα λευκά και τα μαύρα και μέσον άλλων κάποια άλλα. Θα είσαι σε θέση, όταν σε ερωτούν, όλα αυτά τα αισθητά να τα αναφέρης στο σώμα; Μα ίσως είναι καλύτερο εσύ να τα λέγης αυτά με τις απαντήσεις σου παρά να πολυπραγμονώ εγώ για δικό σου λογαριασμό. Λέγε μου λοιπόν: εκείνα μέσον των οποίων αισθάνεσαι τα θερμά και σκληρά και ελαφρά και γλυκά, καθένα άραγε από αυτά δεν τα λογαριάζεις πως ανήκουν στο σώμα; Ή σε τίποτε άλλο;

ΘΕΑΙ. Σε κανένα άλλο.

ΣΩ. Θα θελήσης άραγε να δεχτής ακόμη ότι όσα αισθάνεσαι μέσον μιας ικανότητας είναι αδύνατο να τα αισθανθής μέσον άλλης, λόγου χάρη όσα μέσον της ακοής να τα αισθανθής και μέσον της οράσεως, ή όσα μέσον της οράσεως, μέσον της ακοής;

ΘΕΑΙ. Και πώς δε θα θελήσω;

ΣΩ. Αν λοιπόν σκέπτεσαι κάτι και για τα δυο, δεν είναι δυνατόν να το αισθάνεσαι μέσον του πρώτου, ούτε μέσον του άλλου.

ΘΕΑΙ. Όχι βέβαια.

ΣΩ. Ας πάρωμε τον ήχο και το χρώμα· πρώτα πρώτα δεν σκέπτεσαι αλήθεια και για τα δυο τούτο δω· ότι και τα δυο υπάρχουν;

ΘΕΑΙ. Ναι βέβαια.

ΣΩ. Όχι και ότι το καθένα είναι άλλο από το άλλο, ίδιο όμως με τον εαυτό του;

ΘΕΑΙ. Γιατί όχι;

ΣΩ. Και ότι μαζί είναι δυο, και καθένα χωριστά ένα;

ΘΕΑΙ. Και αυτό.

ΣΩ. Και αν είναι ανόμοια ή όμοια αναμεταξύ τους, είσαι ικανός να τα εξετάσης;

ΘΕΑΙ. Ίσως.

ΣΩ. Και όλα αυτά μέσον τίνος τα σκέπτεσαι γι' αυτά; Ούτε μέσον της ακοής ούτε μέσον της οράσεως είναι αλήθεια δυνατόν να πάρη κανείς εκείνο που είναι κοινό σ' αυτά. Να ακόμη και τούτο δω το τεκμήριο γι' αυτό που μιλούμε: αν ήταν αλήθεια δυνατόν να εξετάση κανείς τα δυο αν είναι αλμυρά ή όχι, ξέρεις ότι θα είσαι σε θέση να πης με ποιο θα τα εξετάσης και αυτό είναι φανερό ότι ούτε δράση ούτε ακοή είναι, αλλά κάτι άλλο.

ΘΕΑΙ. Φυσικά. Δε θα είναι η ικανότητα που έχει όργανό της τη γλώσσα;

ΣΩ. Σωστά λες. Η μέσον τίνος τότε ικανότητα σου φανερώνει το κοινό όλων των αισθητών και το κοινό τούτων, που το υποδηλώνεις με το «είναι» και το «δεν είναι» και με όσα άλλα τώρα ερωτούσαμε γι' αυτά; Σε όλα τούτα ποια όργανα θα αποδώσης, μέσον των οποίων αισθάνεται το καθένα τους εκείνο που μέσα μας έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται;

ΘΕΑΙ. Μιλάς για το είναι και το μη είναι, την ομοιότητα και την ανομοιότητα, την ταυτότητα και την ετερότητα, για το ένα και για το πλήθος των αριθμών που αποδίδομε σ' αυτά. Είναι φανερό ότι ερωτάς και για το άρτιο και το περιττό, και για όλους τους άλλους σχετικούς προσδιορισμούς, μέσον ποίου άραγε μέρους του σώματος τα συλλαμβάνει η ψυχή.

ΣΩ. Θαυμάσια, Θεαίτητε, ακολουθείς· αυτά είναι ακριβώς που ερωτώ.

ΘΕΑΙ. Μα το Δία, Σωκράτη, δε μπορώ όμως εγώ να δώσω απάντηση· εκτός μόνο ότι αμέσως νομίζω πώς όλα αυτά δεν έχουν κανένα τέτοιο όργανο ιδιαίτερο, όπως τα αισθητά, αλλά, όπως σε μένα είναι φανερό, η ψυχή μονή της και μέσον του εαυτού της επισκοπεί τα κοινά όλων.

ΣΩ. Είσαι, αλήθεια, ωραίος, Θεαίτητε, και όχι, όπως έλεγεν ο Θεόδωρος άσχημος. Γιατί εκείνος που μιλά καλά είναι και ωραίος και καλός. Και δεν είσαι μόνο ωραίος, αλλά και με ευεργέτησες γιατί με απάλλαξες από μεγάλη επιχειρηματολογία, αφού σου είναι φανερό πως η ψυχή άλλα επισκοπεί μόνη της μέσον του εαυτού της, και άλλα μέσον των ικανοτήτων του σώματος. Αυτό ακριβώς εύρισκα και εγώ σωστό και ήθελα να φαίνεται σωστό και σε σένα.

ΘΕΑΙ. Μα, ναι, μου είναι φανερό.

ΣΩ. Σε ποια κατηγορία βάζεις το «είναι»; Γιατί τούτο κυρίως τα συνοδεύει όλα.

ΘΕΑΙ. Εγώ το βάζω σε κείνα που η ίδια η ψυχή ορμά να τα φτάση μόνη της εντελώς.

ΣΩ. Το ίδιο και το όμοιο και το ανόμοιο και την ταυτότητα και την ετερότητα;

ΘΕΑΙ. Ναι.

ΣΩ. Μα τι; Το ωραίο και το άσχημο και το καλό και το κακό;

ΘΕΑΙ. Νομίζω πως και τούτων την ουσία η ψυχή κυρίως την εξετάζει στις αμοιβαίες των σχέσεις, με τον εσωτερικό αναλογισμό που κάνει για όσα έγιναν και για τα παρόντα προς τα μέλλοντα.

ΣΩ. Στάσου δα· του σκληρού τη σκληρότητα μέσον της επαφής δεν την αισθάνεται, και το ίδιο και την μαλακότητα του μαλακού;

ΘΕΑΙ. Ναι.

ΣΩ. Για το είναι τους όμως και για το ότι υπάρχουν και τα δυο και για την αμοιβαία εναντιότητά τους και πάλι για την ουσία αυτής της εναντιότητας μόνη της η ψυχή με τη συχνή επιστροφή της στο καθένα και την αναμεταξύ τους σύγκριση προσπαθεί να τα κρίνη για δικό μας λογαριασμό.

ΘΕΑΙ. Βεβαιότατα.

ΣΩ. Ώστε λοιπόν, μόλις γεννηθούν, είναι δυνατόν από τη φύση τους οι άνθρωποι και τα ζώα να αισθάνωνται όσες εντυπώσεις μέσον του σώματος τείνουν προς την ψυχή· οι αναλογισμοί όμως γι' αυτές τις εντυπώσεις στη σχέση τους με την ουσία και το ωφέλιμο δεν είναι σωστό ότι με δυσκολία και με καιρό, με πολλούς κόπους και παίδευση διαμορφώνονται, σε όσους βέβαια είναι δυνατόν να διαμορφωθούν;

ΘΕΑΙ. Εντελώς έτσι.

ΣΩ. Είναι λοιπόν δυνατόν να φτάση την αλήθεια, όποιος δεν φτάνει την ουσία;

ΘΕΑΙ. Αδύνατο.

ΣΩ. Και θα ξέρη κανείς ένα πράγμα που αστόχησε στην αλήθεια του;

ΘΕΑΙ. Πώς θα το ήξερε, Σωκράτη;

ΣΩ. Δεν υπάρχει λοιπόν γνώση στις εντυπώσεις, αλλά στο συλλογισμό που γίνεται απάνω σ' αυτές· εδώ, όπως φαίνεται, είναι δυνατόν να πιάσωμε την ουσία και την αλήθεια, εκεί όμως (στις εντυπώσεις) αδύνατο.

ΘΕΑΙ. Είναι φανερό.

ΣΩ. Θα τα ονομάσης τότε ίδια, εκείνο και τούτο, που έχουν τόσο μεγάλες διαφορές:

ΘΕΑΙ. Δε θα ήταν σωστό.

ΣΩ. Σε κείνο λοιπόν τι όνομα δίνεις, σε κείνο που το λέμε βλέπω, ακούω, οσφραίνομαι, κρυώνω, ζεσταίνομαι;

ΘΕΑΙ. Αισθάνομαι εγώ θα τα πω· τι άλλο;

ΣΩ. Όλα λοιπόν αυτά τα ονομάζεις αίσθηση;

ΘΕΑΙ. Είμαι αναγκασμένος.

ΣΩ. Αυτά με τα οποία υποστηρίζομε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσωμε την αλήθεια· αφού δεν φτάνομε μ' αυτά ούτε την ουσία.

ΘΕΑΙ. Δεν τη φτάνομε, όχι.

ΣΩ. Τότε ούτε τη γνώση.

ΘΕΑΙ. Ούτε.

ΣΩ. Δε θα ήταν λοιπόν ποτέ, Θεαίτητε, η αίσθηση και η γνώση το ίδιο πράγμα.

ΘΕΑΙ. Έγινε φανερό πως δεν θα ήταν, Σωκράτη. Ολοφάνερο μάλιστα έγινε τώρα ότι η γνώση είναι διαφορετική από την αίσθηση.